χρησιμοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(3_47-test)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός [[που]] επιζητεί [[μόνον]] ό,[[τι]] [[είναι]] χρήσιμο στον εαυτό [[του]]<br /><b>2.</b> ο [[οπαδός]] της θεωρίας της χρησιμοθηρίας, [[ωφελιμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρήσιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός [[που]] επιζητεί [[μόνον]] ό,[[τι]] [[είναι]] χρήσιμο στον εαυτό [[του]]<br /><b>2.</b> ο [[οπαδός]] της θεωρίας της χρησιμοθηρίας, [[ωφελιμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χρήσιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), [[πρβλ]]. <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη].
}}
}}

Latest revision as of 15:34, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, Ν
1. αυτός που επιζητεί μόνον ό,τι είναι χρήσιμο στον εαυτό του
2. ο οπαδός της θεωρίας της χρησιμοθηρίας, ωφελιμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη].