3,277,241
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἡμι-)<br />αχώριστο [[πρόθημα]] ως α' συνθετικό λέξεων της αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την [[έννοια]] ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό [[είναι]]: α) το μισό, ως [[προς]] το [[ποσό]] ( | |mltxt=(AM ἡμι-)<br />αχώριστο [[πρόθημα]] ως α' συνθετικό λέξεων της αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την [[έννοια]] ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό [[είναι]]: α) το μισό, ως [[προς]] το [[ποσό]] ([[πρβλ]]. [[ημισέληνος]], [[ημισφαίριο]])<br />β) [[κάτι]] το ελλιπές, μη τελειωμένο, ανολοκλήρωτο ([[πρβλ]]. [[ημίεφθος]], [[ημιθανής]])<br />γ) [[ελαφρώς]], λίγο (υποκορ. σημ.) ([[πρβλ]]. [[ημιάγριος]], [[ημιδουλεία]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχ. λ. με βασική τη σημ. «μισό», που μαρτυρείται ήδη στον 'Ομηρο και διατηρείται [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Το <i>ημι</i>-εμφανίζεται μόνο εν συνθέσει ως α' συνθετικό και αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>mi</i>-, λατ. <i>s</i><i>ē</i><i>mi</i>-, αρχ. άνω γερμ. <i>s</i><i>ā</i><i>mi</i>-. Στις ίδιες γλώσσες μαρτυρούνται [[σύνθετα]]: αρχ. ινδ. <i>s</i><i>ā</i><i>mi</i>-<i>jiva</i> = λατ. <i>s</i><i>ē</i><i>mi</i>-<i>vivus</i> = αρχ. άνω γερμ. <i>s</i><i>ā</i><i>mi</i>-<i>queck</i> με τη [[σημασία]] <i>ημί-βιος</i>. Υποστηρίζεται βάσιμα η ετυμολ. [[σχέση]] της ρίζας <i>s</i><i>ē</i><i>m</i>- του <i>ήμ</i>(<i>ι</i>)- με τη [[ρίζα]] <i>s</i><i>ē</i><i>m</i>- στην οποία ανάγεται το <i>εἷς</i> (<b>βλ. λ.</b> [[ένας]]). Στην [[περίπτωση]] αυτή το <i>s</i><i>ē</i><i>m</i>- θα [[είναι]] η εκτεταμένη μεταπτωτική [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>sem</i>-. To α' συνθετικό <i>ἡμι</i>- χρησιμοποιήθηκε πολύ στη νεώτερη επιστημονική [[ορολογία]], [[ξένη]] (<i>hemi</i>-) και ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ημίαμβος]], [[ημίανδρος]], [[ημιβάρβαρος]], [[ημίβραχυς]], [[ημιγένειος]], [[ημίγυμνος]], [[ημιθανής]], [[ημίθεος]], [[ημίθραυστος]], <i>ημιθωράκιον</i>, [[ημίκαυστος]], [[ημίκλαστος]], [[ημίκλειστος]], [[ημικρανία]], [[ημικρανικός]], [[ημικυκλικός]], [[ημικύκλιος]], [[ημικυκλοειδής]], <i>ημικυκλοειδώς</i>, [[ημίλευκος]], [[ημιμαθής]], [[ημιμέδιμνος]], <i>ημίμετρον</i>, <i>ημιμοίριον</i>, <i>ημιμόριον</i>, [[ημίξηρος]], [[ημιόδιος]], [[ημιόλιος]], [[ημιονηγός]], [[ημιονικός]], [[ημίονος]], [[ημιπαίδευτος]], [[ημιπηχυαίος]], [[ημιπληγία]], [[ημίπτωτος]], <i>ημιπύργιον</i>, [[ημιρραγής]], <i>ημιρρόμβιον</i>, <i>ημιστίχιον</i>, <i>ημισφαίριον</i>, [[ημιτελής]], <i>ημιτελώς</i>, [[ημίτμητος]], [[ημίτομος]], [[ημιτονιαίος]], <i>ημιτόνιον</i>, [[ημιτριβής]], [[ημίφλεκτος]], [[ημιφωνία]], <i>ημίφωνον</i>, [[ημίφωνος]], [[ημιχόριον]], [[ημίχρυσος]], [[ημίχωστος]], [[ημίψυκτος]], [[ημιωβόλιον]], <i>ημιώριον</i>, <i>ημίωρον</i>, [[ημίωρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ημιάγιος]], [[ημιάγρυπνος]], <i>ημιάλφα</i>, [[ημιαμβικός]], [[ημιαμφόριον]], [[ημιάνθρωπος]], [[ημιάνωρ]], [[ημιαρείζω]], [[ημιάρειος]], [[ημιαρούριον]], [[ημιάρρην]], [[ημιαρτάβιον]], [[ημιάρταβος]], [[ημιάρτιον]], [[ημιασσάριον]], [[ημιάστατον]], [[ημιαστραγάλιον]], [[ημιβαφής]], [[ημίβιος]], [[ημιβραχής]], [[ημιβρεχής]], [[ημίβροτος]], [[ημίβροχος]], [[ημιβρώς]], [[ημίγαμος]], [[ημιγενής]], [[ημιγέρων]], [[ημίγραφος]], [[ημιγύναιξ]], [[ημιγύναιος]], [[ημίγυνος]], [[ημιδαής]], [[ημιδάικτος]], [[ημιδακτυλιαίος]], [[ημιδακτύλιον]], [[ημιδαμής]], [[ημιδανάκη]], <i>ημιδανάκιον</i>, [[ημιδαπής]], <i>ημιδαρεικός</i>, [[ημιδεής]], [[ημίδελτα]], [[ημιδέξιον]], <i>ημίδιμνον</i>, [[ημιδιπλοΐδιον]], [[ημιδουλεία]], [[ημίδουλος]], [[ημιδράκων]], [[ημιδραχμιαίος]], [[ημίδραχμον]], <i>ημιδωδέκατον</i>, [[ημίειλος]], <i>ημιεκταΐδιον</i>, <i>ημιέκτειον</i>, <i>ημιέκτεων</i>, [[ημιεκφανής]], [[ημιέλλην]], <i>ημιεμκέφαλος</i>, [[ημιεπής]], [[ημιέργαστος]], [[ημιεργής]], [[ημίεργος]], [[ημιέτης]], [[ημίεφθος]], [[ημιζύγιος]], [[ημιζώνιον]], [[ημίζωνον]], [[ημίζωος]], [[ημίζως]], <i>ημίηλος</i>, [[ημιθαλής]], [[ημίθαλπτος]], [[ημιθέα]], [[ημιθέαινα]], <i>ημιθήρ</i>, [[ημιθήτα]], [[ημιθνής]], [[ημίθνητος]], <i>ημιιουδαίος</i>, [[ημίιππος]], [[ημικάδιον]], [[ημίκακος]], <i>ημικάκως</i>, [[ημικαλάθιον]], [[ημίκενος]], [[ημίκεντρος]], [[ημικεραμία]], [[ημικεραύνιος]], <i>ημικεφάλαιον</i>, [[ημικέφαλον]], [[ημικίριον]], [[ημικλάδευτος]], [[ημικλήριον]], [[ημικλίβανος]], [[ημίκλινον]], [[ημικόγγιον]], [[ημικοίπη]], <i>ημικόλλιον</i>, [[ημίκοπος]], [[ημίκοπτος]], [[ημικόριον]], [[ημίκορος]], [[ημικοτύλη]], [[ημικοτυλιαίος]], <i>ημικοτυλίειος</i>, [[ημικοτύλιον]], [[ημίκουρος]], [[ημίκραιρα]], [[ημικράνιος]], [[ημίκρανον]], [[ημικρής]], [[ημικύαθος]], [[ημικυκλιώδης]], [[ημίκυκλος]], [[ημικυκλώδης]], [[ημικυλίνδριον]], [[ημικύλινδρος]], [[ημίκυνες]], [[ημίκυπρον]], [[ημικώνιον]], <i>ημίκῳον</i>, <i>ημιλάβιον</i>, [[ημίλαγος]], <i>ημιλάμιον</i>, [[ημίλαμπρος]], [[ημιλάσταυρος]], [[ημιλέπιστος]], [[ημιλιτριαίος]], [[ημιλίτριον]], [[ημίλιτρον]], [[ημίλουτος]], [[ημιλοχία]], [[ημιλόχιον]], [[ημιλοχίτης]], [[ημιμανής]], [[ημιμάραντος]], [[ημιμάσητος]], [[ημιμέγιστον]], [[ημιμεθής]], [[ημιμέθυσος]], <i>ημιμείλιον</i>, [[ημιμέριστος]], [[ημίμεστος]], [[ημίμηδος]], [[ημιμηνιαίος]], [[ημίμιτρον]], [[ημιμναίον]], [[ημιμοιριαίος]], [[ημιμόχθηρος]], [[ημίμυ]], [[ημίνα]], [[ημίναυλον]], <i>ημίναυον</i>, <i>ημινεοτελής</i>, [[ημίνηρος]], <i>ημιξέστιον</i>, [[ημιξύρητος]], [[ημιοβόλιον]], <i>ημιόγδοον</i>, <i>ημιόδελος</i>, [[ημιολιασμός]], [[ημιολίζω]], [[ημιολίς]], <i>ημιολίως</i>, [[ημιόλκιον]], [[ημιονάγριον]], [[ημιόνειος]], [[ημιόνιον]], [[ημιονίς]], [[ημιονίτης]], [[ημιονόκουρος]], [[ημίοπλος]], [[ημίοπος]], [[ημίοπτος]], [[ημιουγκιαίος]], [[ημιούγκιον]], [[ημιπαγής]], [[ημιπαθής]], <i>ημιπαχής</i>, [[ημιπέλεκκον]], [[ημιπέπανος]], [[ημιπέπειρος]], [[ημίπεπτος]], [[ημιπέπων]], [[ημιπέρσης]], [[ημιπήχειον]], <i>ημιπήχυς</i>, [[ημίπλαστος]], [[ημίπλεθρον]], [[ημίπλεκτος]], [[ημίπλευρος]], [[ημίπλεως]], [[ημιπληγής]], <i>ημίπληξ</i>, [[ημιπλήρης]], [[ημιπλήρωτος]], [[ημιπλίνθιον]], [[ημίπλινθος]], [[ημίπνικτος]], [[ημίπνους]], [[ημιποδιαίος]], [[ημιπόδιον]], [[ημιποίητος]], [[ημίπολον]], [[ημιπόνηρος]], [[ημίπους]], [[ημίπυρος]], [[ημιπύρωτος]], [[ημιρρηνιαία]], [[ημιρρήνιον]], [[ημιρρομβιαίος]], [[ημιρρόπως]], [[ημίρρυπος]], [[ημισάκιον]], <i>ημισάλευτος</i>, [[ημισαπής]], [[ημισελήνιον]], <i>ημισίκλιον</i>, [[ημίσικλον]], [[ημίσκουτον]], [[ημίσοφος]], [[ημισπάθιον]], [[ημισπάρακτος]], [[ημισπιθαμιαίος]], [[ημισπίθαμος]], [[ημίσπονδος]], [[ημισταδιαίος]], [[ημιστάδιον]], [[ημιστατήρ]], [[ημιστάτηρον]], <i>ημίστομον</i>, [[ημιστρατιώτης]], [[ημιστρόγγυλος]], [[ημιστροφείον]], <i>ημισφήκιον</i>, [[ημίσχετος]], <i>ημισχέτως</i>, [[ημίσχοινον]], <i>ημισωλήνιον</i>, [[ημιταινίδιον]], [[ημιταλαντιαίος]], [[ημιτάλαντον]], [[ημιτάριχος]], [[ημιτέλεια]], [[ημιτέλειος]], [[ημιτελώ]], [[ημιτεσσέριον]], [[ημιτέταρτον]], [[ημιτετράγωνος]], [[ημιτέχνιον]], [[ημιτίμιον]], <i>ημίτμηξ</i>, [[ημιτμής]], [[ημιτομίας]], [[ημιτόμιον]], [[ημίτραυλος]], [[ημιτρής]], [[ημιτρίγλυφος]], [[ημιτρίγωνος]], [[ημιτριταϊκός]], [[ημιτριταίος]], [[ημίτριτον]], [[ημίτριψις]], <i>ημίτρωτος</i>, [[ημιτύβιον]], [[ημιτύλιον]], [[ημιτύμβιον]], <i>ημιτυμπάνιστος</i>, [[ημίυπνος]], [[ημιύφαντος]], <i>ημιυφής</i>, [[ημιφαής]], [[ημιφάλακρος]], [[ημιφανής]], <i>ημιφανώς</i>, [[ημιφάριον]], [[ημίφατος]], [[ημίφαυλος]], [[ημίφαυστος]], [[ημίφι]], [[ημιφόριον]], [[ημιφόρμιον]], [[ημίφρακτος]], [[ημιφυής]], [[ημιφωσώνιον]], <i>ημίχα</i>, [[ημιχανής]], [[ημίχιον]], [[ημιχίτων]], [[ημίχλωρος]], [[ημιχοαίος]], [[ημιχοείος]], [[ημιχοινίκιον]], [[ημιχοίνικος]], [[ημιχοίνιξ]], <i>ημίχοιρον</i>, <i>ημοχολώδης</i>, [[ημίχους]], [[ημίχρηστος]], <i>ημίχρυσους</i>, <i>ημιχώνη</i>, [[ημιχώριον]], <i>ημιψίλιον</i>, [[ημίψυχος]], [[ημιωβέλιον]], [[ημιωβολιαίος]], <i>ημιώβολον</i>, [[ημιώβολος]], [[ημιωδέλιον]], [[ημιωρία]], [[ημιωριαίος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ημιαμβείον]], [[ημίθηλυς]], <i>ημίλεπτος</i>, [[ημίξεστον]], [[ημισφαγής]], [[ημιτέλεστος]], [[ημιψυγής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ημιάνδριον]], [[ημίγραμμον]], [[ημιεκατοστή]], [[ημιεκατοστιαίος]], <i>ημίζαρον</i>, [[ημικατάλυτος]], [[ημίκερκος]], <i>ημικλείς</i>, [[ημικραίπαλος]], [[ημίλεκτος]], [[ημιμερής]], [[ημιμόδιον]], [[ημίνεκρος]], <i>ημίξενος</i>, [[ημιτριβακός]], [[ημίχριστος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ημιπληξία]], [[ημιπόδιος]], [[ημίτραγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ημιάγριος]], [[ημιάζυγος]], [[ημιαθέτωση]], [[ημιακανθώδης]], <i>ημιακέφαλος</i>, [[ημιαναισθησία]], [[ημιαναίσθητος]], <i>ημιανατροφή</i>, [[ημιανάταση]], [[ημιανοίγω]], [[ημιάνοικτος]], [[ημιανοσμία]], [[ημιανοψία]], [[ημιαοψία]], [[ημίαργο]], <i>ημιάργυρος</i>, [[ημιαρειανοί]], <i>ημιάρθρωση</i>, [[ημιατροφία]], [[ημιαυτοματικός]], [[ημιαυτόματος]], <i>ημιβασίδιοι</i>, [[ημιβατικός]], <i>ημιγαλή</i>, <i>ημιγαμία</i>, <i>ημιγλήνια</i>, [[ημιγονυπετής]], [[ημίγοργο]], [[ημίδεσμος]], [[ημιδιάμετρος]], [[ημιδιαφάνεια]], [[ημιδιαφανής]], [[ημιδιώροφος]], [[ημιεδρία]], [[ημιεδρικός]], [[ημιέκταση]], <i>ημιελλειπτική</i>, [[ημιέλυτρο]], [[ημιεξάρτηση]], [[ημιεπίσημος]], [[ημίθαμνος]], <i>ημίθλαση</i>, [[ημιθώρακας]], [[ημικαντόνιο]], <i>ημίκαρπος</i>, [[ημικατάκλιση]], <i>ημικελλουλόζαι</i>, <i>ημικίων</i>, <i>ημίκομβο</i>, [[ημίκοσμος]], [[ημικράτηση]], [[ημικυριαρχία]], [[ημικυρίαρχος]], [[ημικυτταρίνη]], [[ημιλαρχία]], [[ημίλεμβος]], <i>ημιλεπιδωτός</i>, [[ημίλουτρο]], [[ημιμάθεια]], [[ημιμάχιμος]], [[ημιμελής]], [[ημιμελία]], [[ημιμελικός]], [[ημιμετάβολος]], [[ημιμέταλλα]], [[ημιμόνιμος]], [[ημιμορφία]], [[ημιμορφίτης]], [[ημιοικότροφος]], [[ημιόκλαση]], [[ημιονοστάσιο]], [[ημιοψία]], <i>ημιπαράλυτος</i>, [[ημιπαρασιτισμός]], [[ημιπαράσιτο]], [[ημιπαράφρων]], [[ημιπάρθενος]], [[ημίπαυση]], [[ημιπελαγιανισμός]], [[ημιπεριβολή]], [[ημιπεριστροφικός]], [[ημιπίθηκος]], [[ημιπληγικός]], [[ημίπληκτος]], [[ημιπρηνής]], [[ημιπρομαχώνας]], <i>ημίπτυχος</i>, [[ημιπύροφις]], [[ημίρραμφος]], [[ημίσβεστος]], [[ημισεληνοειδής]], [[ημισέληνος]], [[ημισκιά]], <i>ημισπασμός</i>, [[ημίσπαστος]], [[ημίσταυρος]], <i>ημιστερνίδιον ημίστερνον</i>, <i>ημιστηθαίον</i>, [[ημιστήριξη]], [[ημιστίχιο]], <i>ημιστρόφιον</i>, <i>ημίστροφος</i>, [[ημιστύλιο]], [[ημισφαιρικός]], [[ημισφαιροειδής]], [[ημίταγμα]], [[ημιταξιαρχία]], [[ημιταχώς]], [[ημιτενοντώδης]], [[ημιτοιχαρχία]], [[ημιτονισμός]], [[ημιτονοειδής]], <i>ημίτονο</i>, [[ημίτονος]], [[ημιτριώροφος]], <i>ημίτρομος</i>, [[ημιτροπία]], [[ημίτροπος]], [[ημιυμενώδης]], <i>ημίφθορον</i>, [[ημιφλεγής]], [[ημίφως]], [[ημιχορεία]], [[ημιχρόνιο]], [[ημίχρονο]], [[ημιχώνιο]], [[ημιωπία]]]. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ἡμι-''': {hēmi-}<br />'''Meaning''': ‘halb-’ (seit Il.).<br />'''Derivative''': Davon 1.[[ἥμισυς]] (-τυς), eig. Subst. m. [[Hälfte]] (ὁ [[ἥμισυς]] [[τοῦ]] ἀριθμοῦ; pl. ἡμίσεις Φ 7), τὸ ἥμισυ (seit Il.; nach τὸ ὅλον), (Adj.) f. [[ἡμίσεια]], epid., ther. [[ἡμίτεια]] (Brugmann Grundr.<sup>2</sup> 2, 1, 447). Auch in Kompp., z. B. [[ἡμισύτριτον]] n. [[drittehalb]] (Archil. 167), ἡμιτυεκτου (Gen.) [[ein halber [[ἑκτεύς]] (kret.). Durch regressive Assimilation ἥμυσυς (Erythrae V<sup>a</sup> usw.). Zu lesb. αἴμι(συς) Schwyzer 185 und 274. Durch Überführung in die ο-Stämme (Schwyzer 472) ἥμισσον n. [[Hälfte]] (aus -τϝον; dor. ark.). Denominative Verba [[ἡμισεύω]] [[halbieren]] mit [[ἡμίσευμα]] [[Hälfte]] (LXX u. a.), mit Aphärese [[μίσευμα]] ib. (Perga; Wilhelm Glotta 14, 75ff.); [[ἡμισιάζω]] ib. (Hero u. a.; vgl. die Verba auf -ιάζω Schwyzer 735). — 2. ἡμί̄να f. [[Hälfte]] (kret. kypr.; Bechtel Dial. 1, 448), auch als Maß (Sizilien; daraus lat. LW ''hēmīna''); zur Bildung vgl. δωτί̄νη und Chantraine Formation 205, Schwyzer 491. — 3. [[ἡμίχα]]· ἡμιστατῆρα H.; vgl. [[δίχα]]. — Vgl. noch Schwyzer 434 und 599.<br />'''Etymology''' : Alter Ausdruck für ‘halb-’, auch in aind. ''sāmi''-, lat. ''sēmi''-, germ., z. B. ahd. ''sāmi''- ib. erhalten. Die funktionelle Identität tritt in parallelen (nicht altererbten) Kompp. zutage: aind. ''sāmi''-''jīva''- = lat. ''sēmi''-''vīvus'', vgl. [[ἡμίβιος]] und ahd. ''sāmi''-''queck'' "halb-lebend", [[halbtot]]. Für den von Persson Beitr. 1, 144 vermuteten Zusammenhang mit *''sem''- [[eins]] (s. [[εἷς]]) hat Gonda Reflexions on the numerals [[one]] and [[two]] 35ff. neue Gründe beigebracht.<br />'''Page''' 1,636 | |ftr='''ἡμι-''': {hēmi-}<br />'''Meaning''': ‘halb-’ (seit Il.).<br />'''Derivative''': Davon 1.[[ἥμισυς]] (-τυς), eig. Subst. m. [[Hälfte]] (ὁ [[ἥμισυς]] [[τοῦ]] ἀριθμοῦ; pl. ἡμίσεις Φ 7), τὸ ἥμισυ (seit Il.; nach τὸ ὅλον), (Adj.) f. [[ἡμίσεια]], epid., ther. [[ἡμίτεια]] (Brugmann Grundr.<sup>2</sup> 2, 1, 447). Auch in Kompp., z. B. [[ἡμισύτριτον]] n. [[drittehalb]] (Archil. 167), ἡμιτυεκτου (Gen.) [[ein halber [[ἑκτεύς]] (kret.). Durch regressive Assimilation ἥμυσυς (Erythrae V<sup>a</sup> usw.). Zu lesb. αἴμι(συς) Schwyzer 185 und 274. Durch Überführung in die ο-Stämme (Schwyzer 472) ἥμισσον n. [[Hälfte]] (aus -τϝον; dor. ark.). Denominative Verba [[ἡμισεύω]] [[halbieren]] mit [[ἡμίσευμα]] [[Hälfte]] (LXX u. a.), mit Aphärese [[μίσευμα]] ib. (Perga; Wilhelm Glotta 14, 75ff.); [[ἡμισιάζω]] ib. (Hero u. a.; vgl. die Verba auf -ιάζω Schwyzer 735). — 2. ἡμί̄να f. [[Hälfte]] (kret. kypr.; Bechtel Dial. 1, 448), auch als Maß (Sizilien; daraus lat. LW ''hēmīna''); zur Bildung vgl. δωτί̄νη und Chantraine Formation 205, Schwyzer 491. — 3. [[ἡμίχα]]· ἡμιστατῆρα H.; vgl. [[δίχα]]. — Vgl. noch Schwyzer 434 und 599.<br />'''Etymology''' : Alter Ausdruck für ‘halb-’, auch in aind. ''sāmi''-, lat. ''sēmi''-, germ., z. B. ahd. ''sāmi''- ib. erhalten. Die funktionelle Identität tritt in parallelen (nicht altererbten) Kompp. zutage: aind. ''sāmi''-''jīva''- = lat. ''sēmi''-''vīvus'', vgl. [[ἡμίβιος]] und ahd. ''sāmi''-''queck'' "halb-lebend", [[halbtot]]. Für den von Persson Beitr. 1, 144 vermuteten Zusammenhang mit *''sem''- [[eins]] (s. [[εἷς]]) hat Gonda Reflexions on the numerals [[one]] and [[two]] 35ff. neue Gründe beigebracht.<br />'''Page''' 1,636 | ||
}} | }} |