καχέκτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. , ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καχέκτης]], ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)<br /><b>1.</b> [[καχεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το [[πολίτευμα]] ή με την [[πολιτική]] [[κατάσταση]] και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>(<i>ο</i>)- ([[πρβλ]]. <i>κακ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, [[πρβλ]]. μέλλ. <i>ἕξω</i>) με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- προ δασέος φθόγγου ([[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>έκτης</i>, <i>πλεον</i>-<i>έκτης</i>)].
|mltxt=[[καχέκτης]], ὁ, θηλ. καχέκτις (Α)<br /><b>1.</b> [[καχεκτικός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» — δυσαρεστημένοι με το [[πολίτευμα]] ή με την [[πολιτική]] [[κατάσταση]] και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (<b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καχ</i>(<i>ο</i>)- ([[πρβλ]]. <i>κακ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>έκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>, [[πρβλ]]. μέλλ. <i>ἕξω</i>) με [[τροπή]] του -<i>κ</i>- σε -<i>χ</i>- προ δασέος φθόγγου ([[πρβλ]]. [[ευέκτης]], [[πλεονέκτης]])].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰχέκτης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> злонамеренный (κ. καὶ [[στασιώδης]] Polyb.).
|elrutext='''κᾰχέκτης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> находящийся в плохом состоянии, болезненный Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> злонамеренный (κ. καὶ [[στασιώδης]] Polyb.).
}}
}}