ποδοστρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
(33)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που στριφογυρίζει τα πόδια του στον χορό ([για τη Σαλώμη] «[[μαιναδογενὴς]] [[ποδοστρόφος]]», Θεοφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>νευρο</i>-[[στρόφος]].
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που στριφογυρίζει τα πόδια του στον χορό ([για τη Σαλώμη] «[[μαιναδογενὴς]] [[ποδοστρόφος]]», Θεοφάν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στροφός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφω]]), [[πρβλ]]. [[νευροστρόφος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που στριφογυρίζει τα πόδια του στον χορό ([για τη Σαλώμη] «μαιναδογενὴς ποδοστρόφος», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -στροφός (< στρέφω), πρβλ. νευροστρόφος.