τροφή: Difference between revisions

4 bytes removed ,  31 January 2022
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
mNo edit summary
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τροφή''': ἡ, ([[τρέφω]]) ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ἐσθιόμενον πρὸς θρέψιν τοῦ σώματος καὶ διατήρησιν [[αὐτοῦ]], χυδ. «θροφή», τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος ἐποιήσαντο νόμον φέρεσθαι, ἵνα ἁρπάζοντες οἱ τῶν Κερκυραίων παῖδες ἔχοιεν τροφὴν Ἡρόδ. 3. 48· οὐδ’ [[ἔνδον]] [[οἰκοποιός]] ἐστί τις [[τροφή]]; δηλ. πάντα τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φ. 32, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. [[εἴσειμι]] [[πρός]] σε [[ψιλός]], οὐκ ἔχων τροφὴν [[αὐτόθι]] 953, Θουκ. 1. 5, κλπ.· ἡ καθ’ ἡμέραν τρ. [[αὐτόθι]] 2, κλπ.· τροφὴν παρέχειν, τὰ μέσα πρὸς διατήρησιν στρατεύματος, τὰ ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι, [[προνομή]], ὁ αὐτ. 8. 57, πρβλ. 6. 93. 2) βίου τροφὴ ἢ τροφαί, [[τρόπος]] τοῦ ζῆν, ὦ πάντ’ ἐκείνῳ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου, τροφὰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 338, 446· οὕτω, τροφὴ καθ’ ἑαυτό, δουλίαν ἕξειν τροφὴν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 499. πρβλ. Ο. Κ. 362· φεῦ τῆς ἀνύμφου... σῆς τροφῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1183· τὰς ἐκ γῆς τρ. εὕρετο Πλάτ. Πρωτ. 322Α ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[τρόπος]] ζωῆς, ζωή, δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 81D, πρβλ. 84Β βώμιοι τρ. Εὐρ. Ἴων 52. 3) δὸ δι’ οὗ τις προμηθεύει εἰς ἑαυτὸν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, [[οἷον]] τὸ [[τόξον]] τοῦ Φιλοκτήτου, χερὶ πάλλων τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν Σοφ. Φ. 1126. 4) [[φαγητόν]], τροφαῖς τέτταρσιν ἐχρῶντο Ἀθήν. 11D κἑξ. ΙΙ. [[τροφή]], [[ἀνατροφή]], [[παιδία]]... τρέφειν... τροφήν τινα τοιήνδε Ἡρόδ. 2, πρβλ. 3· [[χάριν]] τροφῆς ἀμείβων Αἰσχύλ. Ἀγ. 729· [[νέας]] τροφῆς στερηθεὶς Σοφ. Αἴ. 510· τρ. μητρὸς Εὐρ. Ἴων 1377· [[συχν]]. ἐν τῷ πληθ., ἐν τροφαῖσιν, ἐν ᾧ [[εἶναι]] τις εἰς χεῖρας τῆς τροφοῦ, ἀντίθ. τῷ ἐφηβήσας, Αἰσχύλ. Θήβ. 665· ἠνυτόμαν τροφαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1159· ὦ δυσάθλιαι τρ. Σοφ. Ο. Κ. 328· αἱ ἐμαὶ τρ. Εὐρ. Τρῳ. 1187· τρ. δημόσιαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκτίνειν τροφάς, σχεδὸν ὡς τὸ [[τροφεῖα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 548. 2) [[ἀνατροφή]], Εὐρ. Ἑκ. 599. τρ. τε καὶ [[παιδεία]], συνημμένα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 8., 10, 13, κ. ἀλλ. 3) τὸ τρέφειν, διατηρεῖν ζῷα, Ἡρόδ. 2. 65· τροφαῖς ἵππων Πινδ. Ο. 4. 24. ΙΙΙ. [[ἐνίοτε]] παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου θρέμμα· ὦ τέκνα, Κάδμου τοῦ [[πάλαι]] νέα [[τροφή]], νέα θρέμματα, νέα [[γενεά]], Σοφ. Ο. Τ. 1· πρβλ. [[ἐπίκοτος]]· - ἐπὶ ζῴων, ἀρνῶν τροφαί, = ἄρνες ἐκτεθραμμένοι, Εὐρ. Κύκλ. 189.
|lstext='''τροφή''': ἡ, ([[τρέφω]]) ὡς καὶ νῦν, πᾶν τὸ ἐσθιόμενον πρὸς θρέψιν τοῦ σώματος καὶ διατήρησιν [[αὐτοῦ]], χυδ. «θροφή», τρωκτὰ σησάμου τε καὶ μέλιτος ἐποιήσαντο νόμον φέρεσθαι, ἵνα ἁρπάζοντες οἱ τῶν Κερκυραίων παῖδες ἔχοιεν τροφὴν Ἡρόδ. 3. 48· οὐδ’ [[ἔνδον]] [[οἰκοποιός]] ἐστί τις [[τροφή]]; δηλ. πάντα τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς συντήρησιν τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φ. 32, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. [[εἴσειμι]] [[πρός]] σε [[ψιλός]], οὐκ ἔχων τροφὴν [[αὐτόθι]] 953, Θουκ. 1. 5, κλπ.· ἡ καθ’ ἡμέραν τρ. [[αὐτόθι]] 2, κλπ.· τροφὴν παρέχειν, τὰ μέσα πρὸς διατήρησιν στρατεύματος, τὰ ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι, [[προνομή]], ὁ αὐτ. 8. 57, πρβλ. 6. 93. 2) βίου τροφὴ ἢ τροφαί, [[τρόπος]] τοῦ ζῆν, ὦ πάντ’ ἐκείνῳ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου, τροφὰς Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 338, 446· οὕτω, τροφὴ καθ’ ἑαυτό, δουλίαν ἕξειν τροφὴν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 499. πρβλ. Ο. Κ. 362· φεῦ τῆς ἀνύμφου... σῆς τροφῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1183· τὰς ἐκ γῆς τρ. εὕρετο Πλάτ. Πρωτ. 322Α ἀκολούθως [[ἁπλῶς]], [[τρόπος]] ζωῆς, ζωή, δίκην τίνουσαι τῆς προτέρας τρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 81D, πρβλ. 84Β βώμιοι τρ. Εὐρ. Ἴων 52. 3) δὸ δι’ οὗ τις προμηθεύει εἰς ἑαυτὸν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, [[οἷον]] τὸ [[τόξον]] τοῦ Φιλοκτήτου, χερὶ πάλλων τὰν ἐμὰν μελέου τροφάν Σοφ. Φ. 1126. 4) [[φαγητόν]], τροφαῖς τέτταρσιν ἐχρῶντο Ἀθήν. 11D κἑξ. ΙΙ. [[τροφή]], [[ἀνατροφή]], [[παιδία]]... τρέφειν... τροφήν τινα τοιήνδε Ἡρόδ. 2, πρβλ. 3· [[χάριν]] τροφῆς ἀμείβων Αἰσχύλ. Ἀγ. 729· [[νέας]] τροφῆς στερηθεὶς Σοφ. Αἴ. 510· τρ. μητρὸς Εὐρ. Ἴων 1377· συχν. ἐν τῷ πληθ., ἐν τροφαῖσιν, ἐν ᾧ [[εἶναι]] τις εἰς χεῖρας τῆς τροφοῦ, ἀντίθ. τῷ ἐφηβήσας, Αἰσχύλ. Θήβ. 665· ἠνυτόμαν τροφαῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1159· ὦ δυσάθλιαι τρ. Σοφ. Ο. Κ. 328· αἱ ἐμαὶ τρ. Εὐρ. Τρῳ. 1187· τρ. δημόσιαι Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 9· ἐκτίνειν τροφάς, σχεδὸν ὡς τὸ [[τροφεῖα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 548. 2) [[ἀνατροφή]], Εὐρ. Ἑκ. 599. τρ. τε καὶ [[παιδεία]], συνημμένα, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 9, 8., 10, 13, κ. ἀλλ. 3) τὸ τρέφειν, διατηρεῖν ζῷα, Ἡρόδ. 2. 65· τροφαῖς ἵππων Πινδ. Ο. 4. 24. ΙΙΙ. [[ἐνίοτε]] παρὰ ποιηταῖς ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου θρέμμα· ὦ τέκνα, Κάδμου τοῦ [[πάλαι]] νέα [[τροφή]], νέα θρέμματα, νέα [[γενεά]], Σοφ. Ο. Τ. 1· πρβλ. [[ἐπίκοτος]]· - ἐπὶ ζῴων, ἀρνῶν τροφαί, = ἄρνες ἐκτεθραμμένοι, Εὐρ. Κύκλ. 189.
}}
}}
{{bailly
{{bailly