δεσμολύτης: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(9)
m (Text replacement - " Cristo " to " Cristo ")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que desata los lazos]], [[liberador]] ὁ δ. τοῦ γένους τῶν δεσμίων fig. el redentor de la humanidad encadenada</i> de Cristo <i>Chr.Pat</i>.447, cf. 2235.
|dgtxt=-ου, ὁ [[el que desata los lazos]], [[liberador]] ὁ δ. τοῦ γένους τῶν δεσμίων fig. el redentor de la humanidad encadenada</i> de [[Cristo]] <i>Chr.Pat</i>.447, cf. 2235.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δεσμολύτης]], ο (θηλ. -[[λύτις]], η) (Μ)<br />αυτός που λύνει τα [[δεσμά]], που ελευθερώνει.
|mltxt=[[δεσμολύτης]], ο (θηλ. -[[λύτις]], η) (Μ)<br />αυτός που λύνει τα [[δεσμά]], που ελευθερώνει.
}}
}}

Latest revision as of 15:09, 7 April 2022

German (Pape)

[Seite 550] ὁ, Bandenlöser, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμολύτης: -ου, ὁ, λύων τὰ δεσμά, Χριστ. Πασχ. 2530· δεσμολύτις χάρις αὐτόθι Ϛ. 2568.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ el que desata los lazos, liberador ὁ δ. τοῦ γένους τῶν δεσμίων fig. el redentor de la humanidad encadenada de Cristo Chr.Pat.447, cf. 2235.

Greek Monolingual

δεσμολύτης, ο (θηλ. -λύτις, η) (Μ)
αυτός που λύνει τα δεσμά, που ελευθερώνει.