εργάζομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ"
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "τεῑχ" to "τεῖχ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και εργάζω (AM [[ἐργάζομαι]])<br /><b>1.</b> [[απασχολώ]] τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην [[παραγωγή]] έργου (α. «[[εργάζομαι]] σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα [[πρόγραμμα]] οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, [[μηδὲ]] ἐσθιέτω», ΠΔ)<br /><b>2.</b> απασχολούμαι [[κάπου]] επαγγελματικά, [[ασκώ]] ως βιοποριστικό [[επάγγελμα]] (α. «εργάζεται σε [[μηχανουργείο]]» β. «οὐκ [[ἔξεστι]] ξένῳ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐργάζεσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατεργάζομαι]], [[επεξεργάζομαι]] (α. «εργάζεται καλά το [[ασήμι]]» β. «[[ἐργάζομαι]] γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[μηχάνημα]], όργανο <b>κ.λπ.</b>) [[λειτουργώ]] κανονικά (α. «δεν εργάζεται το [[νεφρό]] του» β. «επισκευάσανε τη [[μηχανή]] και εργάζεται» γ. «τάς δε... [[φύσας]]... ἐς πῡρ ἔτρεψε κέλευσέ τε ἐργάζεσθαι» — ο Ήφαιστος γύρισε τα φυσερά του [[προς]] τη [[φωτιά]] και τά έβαλε να δουλεύουν, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατασκευάζω]] (α. «ψιλό [[πανί]] εργάζεται» β. «εἰργάσαντο τὸ τεῑχος»)<br /><b>6.</b> [[εκτελώ]], [[περατώνω]] (α. «πράμ’ άξιο δεν εργάζεται, [[μηδέ]] [[ποτέ]] τιμάται» β. «[[ἔνθα]] κεν ἀεικέα ἔργα ἐργάζοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] την καθημερινή μου [[εργασία]], πάω στη δουλειά μου («αρρώστησε και δεν εργάζεται»)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> <i>εργάζω</i><br />α) [[ασχολούμαι]] («ό,τι ώρα σέ [[στοχάζομαι]] και [[μετά]] [[σένα]] εργάζω»)<br />β) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] («κι αυτά εργάζει ο [[δαίμονας]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]], [[αγωνίζομαι]] («εργάστηκε και κατόρθωσε αυτό που ήθελε)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]] («τί εργάστηκε το [[μυαλό]] του!»)<br /><b>μσν.</b><br />[[μηχανορραφώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] («μικροῡ δεῖν ὅλον ξηρὸν εἴργασται», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για το πεπτικό [[σύστημα]]) [[χωνεύω]] (την [[τροφή]])<br /><b>3.</b> [[κερδίζω]] («[[πλέον]] [[ἀργύριον]] ἀπὸ σοφίας εἴργασται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετέχω]] σε ιεροτελεστίες («oἱ τὰ αισχρά ἐργαζόμενοι ἐκ τοῦ ἱεροῡ ἐσθίουσιν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] («...κέρδη πημονὰς ἐργάζεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[είμαι]] [[πόρνη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔργον]] [[ἐργάζομαι]]» — [[αναλαμβάνω]] [[δράση]]<br />β) «κακὰ ἐργάζομαί τινα» — [[προξενώ]] [[κακό]] σε κάποιον, ετοιμάζομαι να βλάψω κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είναι το σημαντικότερο από τα παράγωγα της λ. [[έργον]] και αρχικά χρησιμοποιούνταν για την [[εργασία]] που είχε [[σχέση]] με την [[καλλιέργεια]] της γης ή για την [[εργασία]] που γινόταν με το [[χέρι]] ή [[ακόμη]] την καλλιτεχνική. Αργότερα έλαβε τη σημ. «[[προξενώ]]» ([[πρβλ]]. [[εργάζομαι]] [[κακά]]) και «[[κερδίζω]]» ([[πρβλ]]. [[εργάζομαι]] χρήματα</i>). Στη Νέα Ελληνική δηλώνει γενικώς [[κάθε]] είδους παραγόμενη [[εργασία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εργασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εργαστήρ]], [[εργαστής]], [[εργαστικός]]].
|mltxt=και εργάζω (AM [[ἐργάζομαι]])<br /><b>1.</b> [[απασχολώ]] τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην [[παραγωγή]] έργου (α. «[[εργάζομαι]] σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα [[πρόγραμμα]] οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, [[μηδὲ]] ἐσθιέτω», ΠΔ)<br /><b>2.</b> απασχολούμαι [[κάπου]] επαγγελματικά, [[ασκώ]] ως βιοποριστικό [[επάγγελμα]] (α. «εργάζεται σε [[μηχανουργείο]]» β. «οὐκ [[ἔξεστι]] ξένῳ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐργάζεσθαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατεργάζομαι]], [[επεξεργάζομαι]] (α. «εργάζεται καλά το [[ασήμι]]» β. «[[ἐργάζομαι]] γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[μηχάνημα]], όργανο <b>κ.λπ.</b>) [[λειτουργώ]] κανονικά (α. «δεν εργάζεται το [[νεφρό]] του» β. «επισκευάσανε τη [[μηχανή]] και εργάζεται» γ. «τάς δε... [[φύσας]]... ἐς πῡρ ἔτρεψε κέλευσέ τε ἐργάζεσθαι» — ο Ήφαιστος γύρισε τα φυσερά του [[προς]] τη [[φωτιά]] και τά έβαλε να δουλεύουν, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατασκευάζω]] (α. «ψιλό [[πανί]] εργάζεται» β. «εἰργάσαντο τὸ τεῖχος»)<br /><b>6.</b> [[εκτελώ]], [[περατώνω]] (α. «πράμ’ άξιο δεν εργάζεται, [[μηδέ]] [[ποτέ]] τιμάται» β. «[[ἔνθα]] κεν ἀεικέα ἔργα ἐργάζοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκτελώ]] την καθημερινή μου [[εργασία]], πάω στη δουλειά μου («αρρώστησε και δεν εργάζεται»)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> <i>εργάζω</i><br />α) [[ασχολούμαι]] («ό,τι ώρα σέ [[στοχάζομαι]] και [[μετά]] [[σένα]] εργάζω»)<br />β) [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] («κι αυτά εργάζει ο [[δαίμονας]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσπαθώ]], [[αγωνίζομαι]] («εργάστηκε και κατόρθωσε αυτό που ήθελε)<br /><b>2.</b> [[επινοώ]] («τί εργάστηκε το [[μυαλό]] του!»)<br /><b>μσν.</b><br />[[μηχανορραφώ]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] («μικροῡ δεῖν ὅλον ξηρὸν εἴργασται», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (για το πεπτικό [[σύστημα]]) [[χωνεύω]] (την [[τροφή]])<br /><b>3.</b> [[κερδίζω]] («[[πλέον]] [[ἀργύριον]] ἀπὸ σοφίας εἴργασται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μετέχω]] σε ιεροτελεστίες («oἱ τὰ αισχρά ἐργαζόμενοι ἐκ τοῦ ἱεροῡ ἐσθίουσιν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] («...κέρδη πημονὰς ἐργάζεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]]) [[είμαι]] [[πόρνη]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἔργον]] [[ἐργάζομαι]]» — [[αναλαμβάνω]] [[δράση]]<br />β) «κακὰ ἐργάζομαί τινα» — [[προξενώ]] [[κακό]] σε κάποιον, ετοιμάζομαι να βλάψω κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είναι το σημαντικότερο από τα παράγωγα της λ. [[έργον]] και αρχικά χρησιμοποιούνταν για την [[εργασία]] που είχε [[σχέση]] με την [[καλλιέργεια]] της γης ή για την [[εργασία]] που γινόταν με το [[χέρι]] ή [[ακόμη]] την καλλιτεχνική. Αργότερα έλαβε τη σημ. «[[προξενώ]]» ([[πρβλ]]. [[εργάζομαι]] [[κακά]]) και «[[κερδίζω]]» ([[πρβλ]]. [[εργάζομαι]] χρήματα</i>). Στη Νέα Ελληνική δηλώνει γενικώς [[κάθε]] είδους παραγόμενη [[εργασία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εργασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εργαστήρ]], [[εργαστής]], [[εργαστικός]]].
}}
}}