αντροειδής: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(5)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντροειδής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />όμοιος με [[άντρο]].
|mltxt=[[ἀντροειδής]] (-οῦς), -ές (Α)<br />όμοιος με [[άντρο]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἀντροειδής (-οῦς), -ές (Α)
όμοιος με άντρο.