κυανός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή -ό και [[κυανούς]], -ή, -ούν (AM κυανοῡς, -ή, -οῦν και [[κυάνεος]], -έα, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ουρανού, [[ουρανής]], [[θαλασσής]], [[γαλάζιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυανό</i> ή <i>κυανούν</i><br />α) το [[χρώμα]] του ουρανού, γαλάζιο<br />β) [[χρωστική]] [[ουσία]] με βαθυγάλανο [[χρώμα]] (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό του κοβαλτίου» γ. «κυανό του μεθυλενίου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει το βαθύ [[χρώμα]] του ουρανού, βαθυγάλαζος, [[μπλε]] [[σκούρος]] («διαφέρει δέ [[φώκαινα]] δελφῑνος... καὶ τὸ [[χρῶμα]] ἔχει κυανοῦν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από κύανο<br /><b>2.</b> [[μαύρος]] («ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῑα θεάων κυάνεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκοτεινός]], [[σκούρος]] («[[νεφέλη]] δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[τρομερός]] («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῡρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κυάνεαι φάλαγγες» — [[πυκνά]] πλήθη στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[πορφύρεος]], [[χρύσεος]]). Ο τ. [[κυανοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[κυάνεος]] με [[συναίρεση]]].
|mltxt=-ή -ό και [[κυανούς]], -ή, -ούν (AM κυανοῦς, -ή, -οῦν και [[κυάνεος]], -έα, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ουρανού, [[ουρανής]], [[θαλασσής]], [[γαλάζιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυανό</i> ή <i>κυανούν</i><br />α) το [[χρώμα]] του ουρανού, γαλάζιο<br />β) [[χρωστική]] [[ουσία]] με βαθυγάλανο [[χρώμα]] (α. «πρωσικό κυανό» β. «κυανό του κοβαλτίου» γ. «κυανό του μεθυλενίου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει το βαθύ [[χρώμα]] του ουρανού, βαθυγάλαζος, [[μπλε]] [[σκούρος]] («διαφέρει δέ [[φώκαινα]] δελφῑνος... καὶ τὸ [[χρῶμα]] ἔχει κυανοῦν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από κύανο<br /><b>2.</b> [[μαύρος]] («ὣς ἄρα φωνήσασα κάλυμμ' ἕλε δῑα θεάων κυάνεον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σκοτεινός]], [[σκούρος]] («[[νεφέλη]] δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[φοβερός]], [[τρομερός]] («λόχμας ὑπὸ κυανέας τίκτε θεόφρονα κοῦρον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «κυάνεαι φάλαγγες» — [[πυκνά]] πλήθη στρατού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εος</i> ([[πρβλ]]. [[πορφύρεος]], [[χρύσεος]]). Ο τ. [[κυανοῦς]] <span style="color: red;"><</span> [[κυάνεος]] με [[συναίρεση]]].
}}
}}
{{elru
{{elru