ιερατεία: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
(17)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἱερατεία]], Α και ἱερητείη και [[ἱερητεία]], ιων. τ. ἱρητήη) [[ιερατεύω]]<br />το [[αξίωμα]] του ιερέα, η [[ιερωσύνη]] («τὴν περὶ τὸ θεῑον ἐπιμέλειαν, ἢν καλοῡμεν ἱερατείαν», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=η (ΑΜ [[ἱερατεία]], Α και ἱερητείη και [[ἱερητεία]], ιων. τ. ἱρητήη) [[ιερατεύω]]<br />το [[αξίωμα]] του ιερέα, η [[ιερωσύνη]] («τὴν περὶ τὸ θεῑον ἐπιμέλειαν, ἢν καλοῦμεν ἱερατείαν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 20:04, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱερατεία, Α και ἱερητείη και ἱερητεία, ιων. τ. ἱρητήη) ιερατεύω
το αξίωμα του ιερέα, η ιερωσύνη («τὴν περὶ τὸ θεῑον ἐπιμέλειαν, ἢν καλοῦμεν ἱερατείαν», Αριστοτ.).