ιερατεύω

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἱερατεύω, Α ιων. τ. ἱερητεύω)
είμαι ιερέας («ἱερατεύειν μοι Ἀαρών», ΠΔ)
μσν.
είμαι επίσκοπος
αρχ.
παθ. ἱερατεύομαι
γίνομαι ιερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός, μέσω ίσως ενός αμάρτ. ιεράτης ή ιερατός (πρβλ. ιερατικός)].