3,278,178
edits
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[λῆψις]])<br /><b>1.</b> το να παίρνει ή να πιάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] στα χέρια του, [[πάρσιμο]], [[αποδοχή]], [[παραλαβή]] (α. «[[λήψη]] χρημάτων» β. «ἡ τοῦ | |mltxt=η (AM [[λῆψις]])<br /><b>1.</b> το να παίρνει ή να πιάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] στα χέρια του, [[πάρσιμο]], [[αποδοχή]], [[παραλαβή]] (α. «[[λήψη]] χρημάτων» β. «ἡ τοῦ μισθοῦ [[λῆψις]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> το να δέχεται [[κάποιος]] [[κάτι]] στον οργανισμό του (α. «[[λήψη]] τροφής» β. «[[λήψη]] ακτίνων» γ. «[[λήψη]] φαρμάκου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[συγκέντρωση]] πληροφοριών που εκπέμπονται από έναν πομπό ή διαβιβάζονται με κάποιο τηλεπικοινωνιακό [[μέσο]] στη [[θέση]] που λέγεται [[δέκτης]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λήψη]] εικόνας» ή «[[λήψη]] σκηνής» ή, [[απλώς]], «[[λήψη]]» <br />α) (φωτογρ.-κινημ.) η πρώτη από τις φωτογραφικές λειτουργίες, που συνίσταται στην [[αποτύπωση]] της εικόνας ή της σκηνής [[πάνω]] στη φωτοπαθή [[επιφάνεια]] του φωτογραφικού [[φιλμ]] ή της κινηματογραφικής ταινίας<br />β) <b>(νομ.)</b> «[[λῆψις]] αἰτίᾳ θανάτου» — [[καθετί]] που λαμβάνει [[κάποιος]] λόγω θανάτου άλλου προσώπου<br /><b>μσν.</b><br />[[ανάληψη]] φροντίδας ή προστασίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να λαμβάνει ή το να αρπάζει [[κάποιος]] [[κάτι]], το [[πιάσιμο]] («αἱ καμπαὶ τῶν δακτύλων [[καλῶς]] ἔχουσι πρὸς τὰς λήψεις καὶ πιέσεις», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σύλληψη]] («τῶν κρατούντων ἀπορώτερος ἡ [[λῆψις]]», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάληψη]], [[άλωση]] («τὴν λῆψιν τῆς πόλεως», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσβολή]] από πυρετό ή από [[ασθένεια]]<br /><b>5.</b> (στη λογ.) το να λαμβάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] ως δεδομένο<br /><b>6.</b> η [[επιλογή]] ενός θέματος σε [[ποίημα]] ή ενός τόνου σε μουσικό [[κομμάτι]]<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ λήψεις</i><br />οι εισπράξεις («[[ὅταν]] τε λήψεις, ὁ μὲν [[οὐδέν]], ὁ δὲ πολλὰ κερδαίνει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «τῇ ἡμετέρᾳ λήψει» — [[κατά]] την αντίληψή μας, από τη δική μας [[άποψη]]<br />β) «[[λῆψις]] τοῦ ζητουμένου» — [[ψευδώνυμος]] [[συλλογισμός]] [[κατά]] τον οποίο, [[προς]] [[απόδειξη]] μιας πρότασης, χρησιμοποιούνται ως προκείμενες αναπόδεικτες προτάσεις, οι οποίες [[προηγουμένως]] [[πρέπει]] να αποδειχθούν<br />γ) «ἡ τοῦ κέντρου τοῦ ἐκκέντρου [[λῆψις]]» — ο [[προσδιορισμός]] του κέντρου ενός έκκεντρου κύκλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληψ</i>- του [[λαμβάνω]] ([[πρβλ]]. μέλλ. <i>λήψομαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>]. | ||
}} | }} |