ἐπαινέω: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαινέω:''' Επικ. παρατ. [[ἐπῄνεον]], μέλ. <i>-έσω</i> ή <i>-έσομαι</i>, ποιητ. ([[αλλά]] όχι Αττ.) <i>-ήσω</i>· αόρ. αʹ [[ἐπῄνεσα]]· ποιητ. ([[αλλά]] όχι Αττ.) [[ἐπῄνησα]], παρακ. <i>ἐπῄνεκα</i> — Παθ., μέλ. <i>-αινεθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπῃνέθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εγκρίνω]], [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]], Λατ. laudare, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐπ. τινά τι</i>, [[επιδοκιμάζω]] κάποιον για [[κάτι]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[επαινώ]] δημόσια, [[εγκωμιάζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναλαμβάνω]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> ο αόρ. [[ἐπῄνεσα]] χρησιμ. στην Αττ. με ενεστ. [[σημασία]], ἐπῄνεσ' [[ἔργον]], το [[επιδοκιμάζω]], σε Σοφ.· απόλ., [[πολύ]] [[καλά]]! [[λαμπρά]]! [[εύγε]]!, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[προτείνω]], [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]], [[σπρώχνω]], [[συμβουλεύω]], με απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως [[ευγενικός]] [[τρόπος]] απόρριψης, μη αποδοχής μίας πρότασης, σας [[ευχαριστώ]], είμαι [[υπόχρεος]], <i>κάλλιστ' ἐπαινῶ</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως και, <i>ἐπ. τὴν κλῆσιν</i>, [[αρνούμαι]] την [[πρόσκληση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b>λέγεται για ραψωδούς, [[απαγγέλλω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐπαινέω:''' Επικ. παρατ. [[ἐπῄνεον]], μέλ. <i>-έσω</i> ή <i>-έσομαι</i>, ποιητ. ([[αλλά]] όχι Αττ.) <i>-ήσω</i>· αόρ. αʹ [[ἐπῄνεσα]]· ποιητ. ([[αλλά]] όχι Αττ.) [[ἐπῄνησα]], παρακ. <i>ἐπῄνεκα</i> — Παθ., μέλ. <i>-αινεθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπῃνέθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[εγκρίνω]], [[επικροτώ]], [[επιδοκιμάζω]], Λατ. laudare, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐπ. τινά τι</i>, [[επιδοκιμάζω]] κάποιον για [[κάτι]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[επαινώ]] δημόσια, [[εγκωμιάζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[αναλαμβάνω]] να κάνω [[κάτι]], με απαρ., σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> ο αόρ. [[ἐπῄνεσα]] χρησιμ. στην Αττ. με ενεστ. [[σημασία]], ἐπῄνεσ' [[ἔργον]], το [[επιδοκιμάζω]], σε Σοφ.· απόλ., [[πολύ]] [[καλά]]! [[λαμπρά]]! [[εύγε]]!, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[προτείνω]], [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]], [[σπρώχνω]], [[συμβουλεύω]], με απαρ., σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> ως [[ευγενικός]] [[τρόπος]] απόρριψης, μη αποδοχής μίας πρότασης, σας [[ευχαριστώ]], είμαι [[υπόχρεος]], <i>κάλλιστ' ἐπαινῶ</i>, σε Αριστοφ.· ομοίως και, <i>ἐπ. τὴν κλῆσιν</i>, [[αρνούμαι]] την [[πρόσκληση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b>λέγεται για ραψωδούς, [[απαγγέλλω]], σε Πλάτ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπαινῶ]], [[ἐπαινέω]]) [[αινώ]]<br /><b>1.</b> [[επιδοκιμάζω]], [[εγκρίνω]], [[συμφωνώ]] («ὧς ἔφατ' Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ' ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (<i>ε</i>)<i>παινεμένος</i><br /><b>1.</b> [[ξακουστός]], φημισμένος («να δείξου τὰ καμώματα ὅλοι τὰ παινεμένα», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επαινετικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[μακαρίζω]] («παινέσετε, ἔθνη, τὸν λαόν του», Πεντ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[καμαρώνω]], [[καυχιέμαι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για το [[θείο]]) [[δοξάζω]], [[υμνώ]] («ἐπαινέσατε αὐτὸν (τὸν Κύριον) πάντες οἱ λαοί», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[παραδέχομαι]], [[συμμερίζομαι]] τη [[γνώμη]] κάποιου («Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπήνεσαν κακὰ μητιόωντι», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[παραιτούμαι]] από [[κάτι]] ευχαριστώντας ευγενικά<br /><b>3.</b> [[τρέφω]] φιλικά αισθήματα για κάποιον<br /><b>4.</b> [[εγκωμιάζω]] [[δημόσια]]<br /><b>5.</b> [[υπόσχομαι]], [[δίνω]] ελπίδες<br /><b>6.</b> [[συμβουλεύω]].
}}
}}
{{elru
{{elru