ἐπαινέω
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
Aeol. ἐπαίνημι Simon.5.19; Lacon. ἐπαινίω Ar.Lys. 198: impf. ἐπῄνεον Il 3.461 (tm.): A fut. ἐπαινέσω Semon.7.29, S.El.1057, E.Andr.465 (lyr.), Heracl.[300], Pl.Smp. 214e (dub. l.), X.An.1.4.16, 5.5.8: but more freq. ἐπαινέσομαι E.Ba.1195 (lyr.), Pl.Smp. 199a, R. 379e, 383a, X.HG3.2.6, D.2.31, etc.; poet. ἐπαινήσω Thgn.93 codd., Pi. P.10.69: aor. 1 ἐπῄνεσα S.Aj.536, Th.1.86, etc. (v. infr.); poet. (not Trag.) ἐπῄνησα Il.2.335, 18.312, Thgn.876, Pi.P.4.168,189: also Aeol. prose, Schwyzer622.21, 623.31, 636.17 (but ἐπαινέσαι 623.34): pf. ἐπῄνεκα Isoc.12.207,261, Pl.Plt. 307a, etc.:—Med., aor. ἐπῃνησάμην Them.Or.16.200c; ἐπαινεσάμην Phalar.Ep.147:—Pass., fut. ἐπαινεθήσομαι And.2.13, Pl.R. 474d; later ἐπαινηθήσομαι Longus4.4 codd.: aor. ἐπῃνέθην Th.2.25, Isoc.12.146, etc.; but ἐπῃνήθην SIG708.20 (Istropolis, ii B. C.): pf. ἐπῄνημαι Hp.Acut.51, Isoc.12.233: = αἰνέω (for which it is regularly used in Att.):—approve, applaud, commend, in Hom. mostly abs., ἐπὶ δ' ᾔνεον ἄλλοι Ἀχαιοί Il.3.461, etc.: c. acc. rei, μῦθον ἐπαινήσαντες Ὀδυσσῆος 2.335; μῦθον ἐ. πρεσβυτέροισι h.Merc.457; σύνθεσιν Pi.P.4.168: c. dat. pers., agree with, side with, Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπῄνησαν Il.18.312: abs., assent, agree, Ar.Av.1616; ἐπαινεσάντων δ' αὐτῶν on their assent, Th.4.65.
2 praise, commend in any way (the usually sense in Att. and Trag.), τινά or τι, Alc. 37A, Hdt.3.34,6.130; τὸ λίαν ἧσσον ἐ. τοῦ μηδὲν ἄγαν E.Hipp.264; ἐ. τινά τι commend one for a thing, but in this case the thing is always a neut. Pron. or Adj., τὰ μέν σ' ἐπαινῶ A.Pr.342 (cf. III); πάντ' ἔχω σ' ἐπαινέσαι S.Aj.1381, cf. Pl.Smp. 222a; in Din.3.22 ἐπαινεῖσθαι ταῖς ζητήσεσιν, should be read; ἐπί τινι.. καὶ διότι Inscr.Prien. 44.17 (ii B. C.); εἴς τι Pl.Alc.1.111a; κατά τι D.S.1.37; πρός τι Pl. Tht.145b; also ἐ. τινά τινος Plu.2.1c, Luc.Herm.42 (but ἐ. τί τινος praise something in some one, Pl.Prt. 361d): c.acc. cogn., ἔπαινον ἐ. Id.La.181b: c. part., ἐπαινέσεσθαί τινα ἀνασχόμενον D.21.73; ἐ. τινὰ ὅτι.. Pl.Grg. 471d; ἐ. τινὰ πρός τινα praise one man to another, Id.R. 501c; esp. compliment publicly, [Βρασίδας] πρῶτος τῶν κατὰ τὸν πόλεμον ἐπῃνέθη ἐν Σπάρτῃ Th.2.25; freq. in honorary Inscrr., cf. IG22.102, Inscr.Prien. l.c., etc.: c. dat. pers., τῷ δήμῳ τῷ Σαμίων IG12.101.2, cf. SIG604.11 (Delph., ii B. C.).
3 of things, [πολιτεία] ὑπὸ πάντων ἐπαινουμένη Isoc.12.118, cf. Arist.Pol.1289a1; νόμοι ἐπαινούμενοι Id.Rh.1375b24; approve, πόλις ἄλλως ἄλλοτ' ἐ. τὰ δίκαια A.Th.1077.
4 agree to do or undertake to do, ῥώμην μ' ἐπαινῶ λαμβάνειν E.Andr.553; ἐ. εἰς τὸ λοιπόν PTeb.8.18 (iii B. C.).
5 aor. ἐπῄνεσα in Att. in pres. sense, ἐπῄνεσ' ἔργον I commend it, S.Aj.536: abs., well done! Id.Fr. 282, Ar.Ach.485, cf. E.Alc.1095, Med.707.
II = παραινέω, recommend, advise, τοιούσδ' ἐπαινεῖς δῆτα δὺ κτᾶσθαι φίλους; S.Aj.1360, cf. A.Th.596, Supp.996: c. dat. et inf., ὑμῖν δ' ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν Id.Ch.581; σιγᾶν ἐπῄνεσ' (cf.1.5) S.El.1322, cf. OC665.
III as a civil form of declining an offer or invitation, I thank you, I am much obliged, κάλλιστ', ἐπαινῶ Ar.Ra.508 (ubi v. Sch.), cf. A.Pr.342; so ἐ. τὴν κλῆσιν decline it, X.Smp.1.7, cf. An.7.7.52.
IV of Rhapsodists, recite, declaim publicly, Pl.Ion536d, 541e.
German (Pape)
[Seite 895] (s. αἰνέω), fut. ἐπαινέσομαι Eur Bacch. 1195 Plat. Conv. 199 a Xen. Hell. 3, 2, 6 Dem. 2, 31, ἐπαινέσω Xen. An. 1, 4, 16. 5, 58 Soph. El. 1033. 1047 Eur. Andr. 464 u. sp. D. (Plat. Legg. IV, 719 e ist wegen des dabei stehender ἄν wohl in ἐπαινέσαι zu ändern); ἐπαινήσω nur p., Pind. P. 10, 69 Nonn. D. 11, 150; ἐπῃνημένος Isocr. 12, 233; ἐπαινεθήσεται Plat. Rep. V 474 d; ἐπαινετέον III, 390 e; – loben, Beifall bezeigen, billigen, theils absol., οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπῄνεον, ἐπὶ δ' ᾔνεον ἄλλοι, Il. 3, 461. 23, 539 theils c. acc., μῦθον Ὀδυσσῆος 2, 335; Ἕκτορι d. i. beistimmen, 18, 312, μῦθόν τινι H. h. Merc 457. Einzeln auch in Prosa, ἐπαινεσάντων δ' αὐ. τῶν, nach ihrer Genehmigung, Thuc. 4, 65, wie Xen An. 1, 3, 7 u. öfter. – Gew. Pind., Tragg. u. in Prosa, – 1) loben, im Gegensatz von ψέγω, Plat. Theaet. 145 a, wo πρὸς ἀρετὴν καὶ σοφίαν dabei steht, vgl. εἰς u. πρός; von ἀτιμάζειν, Xen. An. 1, 6, 20; πάντ' ἔχω σ' ἐπαινέσαι λόγοισι, in jeder Beziehung, Soph. Ai. 1381; ἃ ἐγὼ Σωκράτη ἐπαινῶ, worin ich den S., od. was ich an dem Sokrates lobe, Plat. Conv. 222 a, vgl. 201 c; Sp. auch τινά τινος, wie D. Hal. rhet. 14; ἐπί τινι, Xen An. 5, 1, 45; τινί, worüber, Din. 3, 22; κατά τι D. Sic. 1, 37. – 2) zureden, ermahnen, anempfehlen (vgl. παραινέω), ὑμᾶς δ' ἐπαινῶ μὴ καταισχύνειν ἐμέ Aesch. Suppl. 974; ὑμῖν ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν Ch. 574; θαρσεῖν, σιγᾶν Soph. O. C. 671 El. 1314. – 3) sich schönstens für Etwas bedanken, höflich ablehnen, κάλλιστ' ἐπαινῶ Ar. Ran. 519, Schol. παραιτούμενοι ἔλεγον; τἡν κλῆσιν, für die Einladung danken, Xen. Conv. 1, 7; Plut. aud. poet. 5 p: 86. Ähnlich wenn man seine Zufriedenheit mit Etwas bezeugt, aber es ablehnt Xen. An. 7, 7, 52 Hell. 7, 4, 5. – 4) feierlich recitiren, vom Vortrage der Rhapsoden, Plat. Ion 536 d 541 e.
French (Bailly abrégé)
ἐπαινῶ :
f. ἐπαινέσω ou ἐπαινέσομαι, ao. ἐπῄνεσα, pf. ἐπῄνεκα;
Pass. f. ἐπαινεθήσομαι, ao. ἐπῃνέθην, pf. ἐπῄνεμαι;
louer :
1 approuver : μῦθόν τινος IL les paroles de qqn ; ἐπ. τινι approuver qqn ; abs., donner son assentiment, consentir ; ao. ἐπῄνεσα j'ai approuvé, càd j'approuve, càd « très bien »;
2 louer, donner des éloges : ἐπ. τινά τι, τινά τινος, τινα ἐπί τινι louer qqn de qch;
3 abs. faire un éloge public, prononcer un panégyrique;
4 encourager, exhorter : τινι avec l'inf. qqn à faire qch ; inviter à;
5 remercier (pour refuser) : τι décliner une offre.
Étymologie: ἔπαινος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαινέω: (fut. ἐπαινέσω и ἐπαινέσομαι - эп. ἐπαινήσω, aor. ἐπῄνεσα, pf. ἐπῄνεκα; pass.: fut. ἐπαινεθήσομαι, aor. ἐπῃνέθην; pf. med.-pass. ἐπῄνημαι)
1 хвалить, одобрять (μῦθόν τινος Hom., μῦθόν τινι HH): ἐ. τινι Hom., Thuc., Arph., Plat. одобрять кого-л., соглашаться с кем-л.; ἐπῄνεσα Soph., Eur., Arph. я одобрил, т. е. хвалю, отлично;
2 восхвалять, прославлять: ἐ. τινά τι Aesch., Soph., πρός и εἴς τι Plat., ἀπό τινος Arst., ἐπί τιτι Xen., κατά τι Diod. или τινος Luc., Plut. восхвалять кого-л. за что-л.; ἔπαινον ἐ. Plat. воздавать хвалу;
3 побуждать, советовать, убеждать: ὑμῖν δ᾽ ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν Aesch. вам же предлагаю хранить молчание; σιγᾶν ἐπῄνεσα Soph. прошу, замолчи;
4 с благодарностью или вежливо отклонять (ἐ. ἀντὶ τοῦ παραιτεῖσθαι νῦν κέχρηται Plut.): ἐ. τῆν κλῆσιν Xen. почтительно отклонить приглашение; κάλλιστ᾽ ἐπαινῶ Arph. нет уж, покорно благодарю.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαινέω: παρατ. ἐπῄνεον Ὅμ.· Αἰολ. μετ. πληθ. ἐπαίνεντες Ἀλκ. 37: μέλλ. -έσω Σιμωνίδ. 7. 29, Σοφ. Ἠλ. 1057, Εὐρ. Ἀνδρ. 464, Ἡρακλ. 300, Πλάτ. Συμπ. 214Ε, Ξεν. Ἀν, 1.4, 16., 5. 5, 8· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. συχνότερον -έσομαι, Εὐρ. Βάκχ. 1195, Πλάτ. Συμπ. 199Α. Πολ. 379Ε, 383Α, Ξεν. Ἑλλην. 3. 2, 6, Δημ. 27. 12, κτλ.· ποιητ. -ήσω Θέογν. 93, Πινδ. Π. 10. 107: - ἀόρ. α΄ ἐπῄνεσα Σοφ., Θουκ., κλ. (ἴδε κατωτ.), ποιητ. (ἀλλ’ οὐχὶ Ἀττ.) ἐπῄνησα Ἰλ. Β. 335., Σ. 312, Θέογν. 876, Πινδ.: πρκμ. ἐπῄνεκα Ἰσοκρ. 276Β. 287D, Πλάτ.: - Μέσ. ἀόρ. ἐπῃνησάμην ἢ -εσάμην Θεμίστ. 200C, Φαλάρ. Ἐπιστ. 13: - Παθ., μέλλ. ἐπαινεθήσομαι Ἀνδοκ. 21. 23, Πλάτ. Πολ. 474D: ἀόρ. ἐπῃνέθην Θουκ. 2. 25, Ἰσοκρ., κλ.: πρκμ. ἐπῄνημαι Ἱππ. 2. σ. 334, Littré, Ἰσοκρ. 281C. Ὁ τύπος οὗτος εἶναι κοινῶς ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ αἰνέω, ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω, ἐπαινῶ, Λατ. laudare, παρ’ Ὁμ. τὸ πλεῖστον ἀπολ., ἐπὶ δ’ ᾔνεον ἄλλοι Ἀχαιοὶ Ἰλ. Γ. 461. κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., μῦθον ἐπαινήσαντες Ὀδυσσῆος Β. 335· μετὰ δοτ. προσ., παραδέχομαι, συμμερίζομαι τὴν γνώμην τινός, Ἕκτορι γὰρ ἐπῄνησαν κακὰ μητιόωντι, «τῷ Ἕκτορι μὲν γὰρ συνῄνεσαν κακὰ βουλευομένῳ (συμβουλεύοντι)» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 312: - ἀπολ., συναινῶ, συμφωνῶ, Ἀριστ. Ὄρν. 1616· ἐπαινεσάντων δ’ αὐτῶν, ἐγκρινάντων δὲ δὲ αὐτῶν, Θουκ. 4. 65. 2) ἐπαινῶ, τινὰ ἤ τι Ἀλκαῖος 37, Ἡροδ. 3. 34., 6. 130, καὶ οὕτω κατὰ τὸ πλεῖστον παρ’ Ἀττ. ἐπ. τινά τι, ἀλλὰ τότε τὸ πρᾶγμα ἀεὶ ἐκφέρεται δι’ οὐδ. ἐπιθ. (ἢ ἐπιθετικῆς ἀντων.), τὰ μέν σ’ ἐπαινῶ κοὐδαμῇ λήξω ποτὲ Αἰσχύλ. Πρ. 342, πρβλ. Θηβ. 1041, κτλ.· πάντ’ ἔχω σ’ ἐπαινέσαι Σοφ. Αἴ. 1381, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 222Α· ὡσαύτως μετὰ δοτ. πραγμ. Δείναρχ. 111. 9· ἐπί τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 1. 31 εἴς τι Πλάτ. Ἀλκ. 1. 111Α· κατά τι Διόδ. 1. 37· πρός τι Πλάτ. Θεαίτ. 145Α· ὡσαύτως, ἐπ. τινά τινος Πλούτ. 2.1D, Λουκ. Ἑρμότ. 42: - μετά μετοχ., ἐπαινέσεσθαί τινα ἀνασχόμενον Δημ. 538. 14· ἐπ. τινα ὅτι... Πλάτ. Γοργ. 471D· ἐπ. τινα πρός τινα ὁ αὐτὸς Πολ. 501C· μετά συστοίχ. αἰτ., ἔπαινον ἐπαινεῖν ὁ αὐτὸς ἐν Λάχ. 181Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπαινῶ τινα δημοσίᾳ ἐπί τινι κατορθώματι, Θουκ. 2. 25, Ἰσοκρ. 257Β, κτλ. 4) βούλομαι, ἐπιθυμῶ, ἀλλ’ ἀνηβητηρίαν ῥώμην μ’ ἐπαινῶ λαμβάνειν Εὐρ. Ἀνδρ. 553. 5) ὁ ἀόρ. ἐπῄνεσα εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. μετὰ σημ. ἐνεστ. ἐπῄνεσ’ ἔργον, ἐπαινῶ, ἐπιδοκιμάζω αὐτό, Σοφ. Αἴ. 536: καὶ ἀπολ., πολὺ καλά, λαμπρά, εὖγε!, ἐπῄνεσ’· ἴσθι δ’... ἐκ κάρτα βαιῶν κτλ. ὁ αὐτὸς ἐν Ἀποσπ. 255, Ἀριστοφ. Ἀχ. 485· πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 1095, Μήδ. 707. ΙΙ. = παραινέω, συμβουλεύω, τοιούσδ’ ἐπαινεῖς δῆτα σὺ κτᾶσθαι φίλους; Σοφ. Αἴ. 1360, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 596, Ἱκ. 966· μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., ὑμῖν δ’ ἐπαινῶ γλῶσσαν εὔφημον φέρειν ὁ αὐτὸς ἐν Χο. 580· πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1322, Ο. Κ. 664. ΙΙΙ. ὡς εὐγενὴς τρόπος μὴ ἀποδοχῆς προσκλήσεως, εὐχαριστῶ, Λατ. gratia est, benigne, κάλλιστ’, ἐπαινῶ, «οὐ βούλομαι εἰσελθεῖν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 508· οὕτως, ἐπαινοῦντες τὴν κλῆσιν οὐχ ὑπισχνοῦντο συνδειπνήσειν, ἐκφράζοντες εὐχαριστίας διὰ τὴν πρόσκλησιν..., Ξεν. Συμπ. 1, 7, πρβλ. Ἀν. 7. 7, 52. IV. ἐπαινῶ, ἐγκωμιάζω τινὰ μετὰ ζήλου, ὡς ἐγὼ κατεχόμενος καὶ μαινόμενος Ὅμηρον ἐπαινῶ, ἐπὶ ῥαψῳδοῦ, Πλάτ. Ἴων 536D, 541D.
English (Autenrieth)
ipf. ἐπῄνεον, aor. ἐπῄνησα: give approval or assent, approve, commend; abs., also w. dat. of person, Il. 18.312; acc. of thing, μῦθον, Il. 2.335.
English (Slater)
ἐπαινέω (ἐπαινέοντι coni.; -έων; -εῖν: fut. -ήσομεν: aor. ἐπαίνεσα; -ήσαις, -ήσαντες; -ῆσαι: pass. ἐπαινεῖσθαι coni.)
a praise c. acc./dat. Τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον ἥμερον ἀστος ξένοισι δὲ θεράποντα, γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον (O. 13.2) βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι (P. 2.67) λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων (P. 4.189) ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί (byz.: αἰνέοντι codd.) (P. 5.107) εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται (N. 5.19) c. dat., ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς (Wil.: ἀδελφεούς τ' ἐπαινήσομεν ἐσθλοὺς codd.: ἀδελφεοὺς καὶ ἐπαινήσομεν ἐσλοὺς Ahlwardt: al. al.) (P. 10.69) “τῷ παρεόντι δ' ἐπαινήσαις ἑκὼν ἄλλοτ ἀλλοῖα φρόνει” fr. 43. 4. pass., ἐν λόγοις δ' ἀστῶν ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι χρεών (sc. Ἀρισταγόραν; sic. Schr.: ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι codd.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι Mingarelli) (N. 11.17)
b approve c. acc. σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες οἱ μὲν κρίθεν (P. 4.168) λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα (Pae. 4.36)
English (Strong)
from ἐπί and αἰνέω; to applaud: commend, laud, praise.
English (Thayer)
ἐπαινῶ; future ἐπαινέσω (ἐπαινέσομαι, cf. Winer's Grammar, 86 (82); (Buttmann, 53 (46)); L text Tr marginal reading ἐπαινῶ); 1st aorist ἐπῄνεσα; (ἔπαινος); from Homer down; the Sept. for הִלֵּל and שִׁבַּח; to approve, to praise (with the ἐπί cf. German be- in beloben (Passow, under the word ἐπί, IV. C. 3cc.)): τινα, τινα, followed by ὅτι (cf. Winer's Grammar, § 30,9b.), ὅτι, 1 Corinthians 11:17.
Greek Monotonic
ἐπαινέω: Επικ. παρατ. ἐπῄνεον, μέλ. -έσω ή -έσομαι, ποιητ. (αλλά όχι Αττ.) -ήσω· αόρ. αʹ ἐπῄνεσα· ποιητ. (αλλά όχι Αττ.) ἐπῄνησα, παρακ. ἐπῄνεκα — Παθ., μέλ. -αινεθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπῃνέθην·
I. 1. εγκρίνω, επικροτώ, επιδοκιμάζω, Λατ. laudare, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐπ. τινά τι, επιδοκιμάζω κάποιον για κάτι, σε Αισχύλ.
2. επαινώ δημόσια, εγκωμιάζω, σε Θουκ.
3. αναλαμβάνω να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ευρ.
4. ο αόρ. ἐπῄνεσα χρησιμ. στην Αττ. με ενεστ. σημασία, ἐπῄνεσ' ἔργον, το επιδοκιμάζω, σε Σοφ.· απόλ., πολύ καλά! λαμπρά! εύγε!, σε Αριστοφ.
II. προτείνω, προτρέπω, ενθαρρύνω, σπρώχνω, συμβουλεύω, με απαρ., σε Σοφ.
III. ως ευγενικός τρόπος απόρριψης, μη αποδοχής μίας πρότασης, σας ευχαριστώ, είμαι υπόχρεος, κάλλιστ' ἐπαινῶ, σε Αριστοφ.· ομοίως και, ἐπ. τὴν κλῆσιν, αρνούμαι την πρόσκληση, σε Ξεν.
IV.λέγεται για ραψωδούς, απαγγέλλω, σε Πλάτ.
Greek Monolingual
(AM ἐπαινῶ, ἐπαινέω) αινώ
1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ' Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ' ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.)
2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.)
μσν.- νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος
1. ξακουστός, φημισμένος («να δείξου τὰ καμώματα ὅλοι τὰ παινεμένα», Ερωτόκρ.)
2. επαινετικός
μσν.
1. μακαρίζω («παινέσετε, ἔθνη, τὸν λαόν του», Πεντ.)
3. μέσ. καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.-μσν.
(για το θείο) δοξάζω, υμνώ («ἐπαινέσατε αὐτὸν (τὸν Κύριον) πάντες οἱ λαοί», ΠΔ)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) παραδέχομαι, συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου («Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπήνεσαν κακὰ μητιόωντι», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδ.) παραιτούμαι από κάτι ευχαριστώντας ευγενικά
3. τρέφω φιλικά αισθήματα για κάποιον
4. εγκωμιάζω δημόσια
5. υπόσχομαι, δίνω ελπίδες
6. συμβουλεύω.
Middle Liddell
epic imperf. ἐπῄνεον fut. -έσω or -έσομαι poet. ήσω [poetic but not Attic are ἐπ-αινήσω, ἐπ-ῄνησα] aor1 ἐπῄνεσα aor1 ἐπῄνησα perf. ἐπῄνεκα Pass., fut. -αινεθήσομαι aor1 ἐπῃνέθην
I. to approve, applaud, commend, Lat. laudare, Hom., etc.; ἐπ. τινά τι to commend one for a thing, Aesch.
2. to compliment publicly, panegyrize, Thuc.
3. to undertake to do, c. inf., Eur.
4. the aor. ἐπῄνεσα is in Attic used in a pres. sense, ἐπῄνεσ' ἔργον I commend it, Soph.: and absol., well done! Ar.
II. to recommend, exhort, advise, c. inf., Soph.
III. as a civil form of declining an offer, I thank you, I am much obliged, κάλλιστ', ἐπαινῶ Ar.; so, ἐπ. τὴν κλῆσιν to decline it, Xen.
IV. of Rhapsodists, to declaim, Plat.
Chinese
原文音譯:™painšw 誒普-埃尼哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:在上-讚美 相當於: (הָלַל / הַלְלוּיָהּ) (שָׁבַח)
字義溯源:稱讚,頌讚,贊許,誇獎;由(ἐπί)*=在)與(αἰνέω)=讚美)組成;而 (αἰνέω)出自(αἶνος)*=故事,讚美)。參閱 (αἶνος)同源字
出現次數:總共(6);路(1);羅(1);林前(4)
譯字彙編:
1) 我該稱讚(1) 林前11:22;
2) 我⋯稱讚(1) 林前11:22;
3) 稱讚(1) 林前11:17;
4) 我稱讚(1) 林前11:2;
5) 要頌讚(1) 羅15:11;
6) 誇獎(1) 路16:8
English (Woodhouse)
acquiesce, approve, defend, echo, praise, recommend, reecho, advise to do a thing, approve of, be content, consent to, counsel to do a thing, decline an invitation, decline with thanks, refuse an invitation, stamp with approval
Lexicon Thucydideum
laudare, probare, to praise, approve, 1.86.1, 2.35.1. 2.45.1, 3.42.1. 4.65.2. 5.37.5, 8.86.6, 8.86.8.
PASS. 1.76.3, 2.25.2, 3.56.5, 3.57.1, 3.82.5, 8.28.2.
Translations
praise
Aghwan: 𐔰𐕔𐕙𐔴; Albanian: lëvdoj, lavdëroj, mburr; Arabic: مَدَحَ, أَثْنَى, أَطْرَى, حَمِدَ; Egyptian Arabic: حمد, مدح, شكر في; Moroccan Arabic: حمد, مدح, شكر, شكر في; Armenian: գովել; Aromanian: alavdu; Assamese: গুণ গা, বখান, প্ৰসংশা কৰ; Azerbaijani: öymək, tərifləmək; Bashkir: маҡтау; Belarusian: хвалі́ць; Breton: meuliñ; Bulgarian: хваля; Catalan: lloar; Chinese Cantonese: 讚/赞, 讚美/赞美; Mandarin: 讚揚/赞扬, 稱讚/称赞, 表揚/表扬, 誇獎/夸奖, 讚美/赞美; Cornish: gormel, praysya; Czech: chválit; Danish: rose; Dutch: loven, prijzen, eren; Esperanto: laŭdi; Estonian: ülistama; Faroese: rósa; Finnish: ylistää, kehua, palvoa; French: louer, féliciter, prôner, vénérer; Friulian: laudâ; Galician: loar, gabar; German: loben, preisen; Gothic: 𐌷𐌰𐌶𐌾𐌰𐌽; Greek: επαινώ, εγκωμιάζω; Ancient Greek: ᾄδειν, ᾄδω, ἀείδω, ἀείρω, ἀέρρω, αἰνέω, αἰνῶ, αἴρω, δοξοποιέω, δοξοποιῶ, ἐγκωμιάζω, ἐπαινετέω, ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ἐπαινῶ, εὖ λέγω, εὐκλεΐζω, εὐλογέω, ζαλόω, ζαλῶ, ζηλεύω, ζηλόω, ζηλῶ, κλεΐζω, κλῄζω, κληΐζω, μακαρίζω, προσπαίζω, ὑμνείω, ὑμνέω, ὑμνῶ; Hebrew: שיבח \ שִׁבֵּחַ; Hindi: तारीफ़ करना; Hungarian: dicsér, méltat, dicsőít; Icelandic: hrósa; Ido: laudar; Irish: mol, cuach; Old Irish: molaidir; Italian: lodare, elogiare; Japanese: 褒める, 称える, 讃える, 賞賛する; Korean: 칭찬하다; Kurdish Northern Kurdish: pesinandin, pesn dan, meth kirin; Ladino: loar; Latin: laudo; Latvian: slavēt; Lithuanian: gìrti, pagìrti; Lombard: lodà; Macedonian: фали; Malay: memuji; Malayalam: പ്രശംസിക്കുക, വാഴ്തുക, പുകഴ്തുക; Mansaka: bantog; Manx: moyl; Maore Comorian: usifu; Mirandese: agabar; Ngazidja Comorian: uhimiɗia; Norwegian: rose; Occitan: lausar; Old Church Slavonic Cyrillic: хвалити; Old English: herian; Old Norse: hrósa; Persian: ستودن, تعریف کردن; Polish: chwalić, pochwalić; Portuguese: louvar, enaltecer, elogiar; Punjabi: ਵਡਿਆਉਣਾ; Romanian: lăuda, slăvi, proslăvi; Romansch: ludar, luder, lodar; Russian: хвалить, похвалить, восхвалять, превозносить; Sami Kildin Sami: кыҋҋтэ; Sanskrit: ईडयति, स्तौति; Sardinian: alabai, alabare; Scottish Gaelic: mol, luaidh; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити; Roman: hvaliti; Slovak: chváliť, pochváliť; Slovene: hvaliti; Spanish: alabar, elogiar, ensalzar, enaltecer, loar; Swahili: shangilia; Swedish: berömma; Tajik: таъриф кардан, сутудан; Telugu: పొగడు, భజించు, మెచ్చుకొను; Thai: ยกย่อง, สรรเสริญ; Tocharian A: päl-; Tocharian B: päl-; Turkish: övmek, methetmek; Ukrainian: хвалити; Urdu: تعریف کرنا; Vietnamese: khen ngợi; Welsh: canmol, clodfori, moli, moliannu; Yiddish: לויבן; Zulu: -bonga, -dumisa; ǃXóõ: da̰ã
agree
Afrikaans: saamstem; Albanian: jam dakord; Arabic: وَافَقَ; Armenian: համաձայնել, համաձայնվել; Basque: ados egon, ados izan, bat etorri; Belarusian: згаджацца, згадзі́цца; Bulgarian: съответствам, хармонирам, съгласявам се; Burmese: သဘောတူ; Carpathian Rusyn: соглашатися, согласитися, годитися, погодитися; Catalan: acordar; Cebuano: uyon; Cherokee: ᎪᎯᏳᎲᏍᎦ; Chickasaw: ittibaachaffa; Chinese Cantonese: 同意; Mandarin: 同意; Cornish: unverhe; Czech: shodovat se, souhlasit; Danish: være enig; Dutch: overeenkomen, afspreken, instemmen, overeenstemmen, toestemmen, rijmen, het eens zijn met; Esperanto: akordi, jesi, samopinii; Finnish: olla yhtä mieltä, olla yksimielisiä, myötäillä; French: être d'accord, consentir; Galician: estar de acordo; Georgian: შეთანხმება, დათანხმება; German: zustimmen, einverstanden sein; Gothic: 𐌲𐌰𐌵𐌹𐌸𐌰𐌽; Greek: συμφωνώ; Ancient Greek: ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ὁμογνωμονέω, ὁμολογεῖν, ὁμολογέω, ὁμονοέω, ὁμορροθεῖν, ὁμορροθέω, προσᾴδειν, συγγιγνώσκω, συμβαίνειν, συμπίπτειν, συμφάναι, συμφέρειν, συμφέρω, σύμφημι, συμφωνεῖν, συμφωνέω, συναγορεύειν, συναινεῖν, συνομολογεῖν, συνομολογέω, συντίθεσθαι, συντρέχειν; Hebrew: הִסְכִּים; Hiligaynon: uyon, paguyon; Hindi: सहमति; Hungarian: egyetért; Interlingua: concordar; Irish: aontaigh; Italian: essere d'accordo, concordare; Japanese: 同意する, 同じる, 一致する, 賛成する; Kazakh: біреумен келісу; Khmer: យល់ព្រម, ព្រម; Korean: 동의(同意)하다; Kurdish Northern Kurdish: li hev kirin; Latin: assentio, convenio, concordo, concino, audio; Lushootseed: ʔuʔəd; Macedonian: се согласува, се согласи; Malay: setuju, bersetuju; Mansaka: oyon; Maranao: ayon; Marathi: सहमत असणे; Mongolian: зөвшөөрөх; Norwegian: være enig; Occitan: acordar; Persian: موافق بودن; Polish: zgadzać się, zgodzić się, uzgadniać, uzgodnić; Portuguese: concordar, estar de acordo; Quechua: allipunakuy, añikuy; Romagnol: curdêr; Romanian: fi de acord, cădea de acord; Russian: соглашаться, согласиться, приходить к согласию, достигать соглашения; Sardinian: cuncordare; Scottish Gaelic: co-aontaich; Serbo-Croatian: сагласити се, saglasiti se; Shan: တူၵ်းလူင်း; Slovak: zhodovať sa, súhlasiť; Spanish: estar de acuerdo, coincidir, concordar, acordar; Swedish: hålla med, vara överens om; Tagalog: sumangayon; Tamil: ஒத்துக்கொள்; Thai: ตกลง; Turkish: katılmak; Ukrainian: погоджуватися, погодитися, згоджуватися, згодитися; Vietnamese: đồng ý; Welsh: cytuno, cyd-weld, cydsynio, cydgordio, cyd-fynd; Western Bukidnon Manobo: uyun; Yiddish: שטימען, מסכּים זײַן