τελεσφόρος: Difference between revisions

m
Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς"
mNo edit summary
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τελεσφόρος''': -ον, ὁ φέρων εἰς [[πέρας]]· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, «τὸν πάντα τελειοῦντα, ὅ ἐστι τελείους καρποὺς φέροντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 32, Ὀδ. Δ. 86, κ. ἀλλ’ [[ὅμως]] κατὰ τὸν τονισμὸν [[εἶναι]] παροξύτ.· καὶ οὕτω διέμεινε παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς, τελεσφόροι ἀραί, εὐχαί, τελεσφοροῦσαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 655, Χο. 212, Εὐρ. Φοίν. 69· τὸ [[ὄνειρον]] Αἰσχύλ. Χο. 541· φάσματα δὸς τελεσφόρα, χάρισαι ἐκπλήρωσιν εἰς αὐτά, [[κάμε]] νὰ τελεσφορήσωσιν, Σοφ. Ἠλ. 646· τ. [[χάριν]] δοῦναι, δὸς τὴν [[χάριν]] τῆς ἐκτελέσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1489· τ. διδοῦσα χρησμὸν Εὐρ. Φοίν. 641. ΙΙ. πράγματι ἐνεργ., ὁ φέρων εἰς [[τέλος]], ἐκτελῶν τοὺς σκοπούς του, [[Ζεὺς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 23. 2· Μοῖρα Αἰσχύλ. Πρ. 511· φρένες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 996· Δίκη Σοφ. Αἴ. 1390 [[εὔχομαι]] δ’ ἀπ’ ἐμᾶς τοιαῦτ’ ἐλπίδος ψύθη πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1000 τ. [[προθυμία]], πειθώ, μνημονεύονται ὡς παραδείγματα ψυχροῦ ὕφους, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1. 2) ὁ φέρων καρπὸν εἰς ὡρισμένην ἐποχήν, χῶραι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 5· ὁ φέρων καρπὸν εἰς ἐντέλειαν ἢ πλήρη ὡριμότητα, [[δένδρον]] Πλούτ. 2. 2Ε· ὁ συντελῶν εἰς γονιμότητα, [[ὕδωρ]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 4. 3) ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν, διοίκησιν ἢ διεύθυνσιν, τ. δωμάτων γυνὴ Αἰσχύλ. Χο. 663, πρβλ. [[τέλειος]] ΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], [[θεότης]] λατρευομένη μετὰ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ τῆς Ὑγιείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 511. 111, ἴδε Böckh σ. 479· - [[ὡσαύτως]] Τελεσφορίων, [[αὐτόθι]] 6753.
|lstext='''τελεσφόρος''': -ον, ὁ φέρων εἰς [[πέρας]]· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῇ φράσει τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν, «τὸν πάντα τελειοῦντα, ὅ ἐστι τελείους καρποὺς φέροντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Τ. 32, Ὀδ. Δ. 86, κ. ἀλλ’ [[ὅμως]] κατὰ τὸν τονισμὸν [[εἶναι]] παροξύτ.· καὶ οὕτω διέμεινε παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς, τελεσφόροι ἀραί, εὐχαί, τελεσφοροῦσαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 655, Χο. 212, Εὐρ. Φοίν. 69· τὸ [[ὄνειρον]] Αἰσχύλ. Χο. 541· φάσματα δὸς τελεσφόρα, χάρισαι ἐκπλήρωσιν εἰς αὐτά, [[κάμε]] νὰ τελεσφορήσωσιν, Σοφ. Ἠλ. 646· τ. [[χάριν]] δοῦναι, δὸς τὴν [[χάριν]] τῆς ἐκτελέσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1489· τ. διδοῦσα χρησμὸν Εὐρ. Φοίν. 641. ΙΙ. πράγματι ἐνεργ., ὁ φέρων εἰς [[τέλος]], ἐκτελῶν τοὺς σκοπούς του, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 23. 2· Μοῖρα Αἰσχύλ. Πρ. 511· φρένες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 996· Δίκη Σοφ. Αἴ. 1390 [[εὔχομαι]] δ’ ἀπ’ ἐμᾶς τοιαῦτ’ ἐλπίδος ψύθη πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1000 τ. [[προθυμία]], πειθώ, μνημονεύονται ὡς παραδείγματα ψυχροῦ ὕφους, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 1. 2) ὁ φέρων καρπὸν εἰς ὡρισμένην ἐποχήν, χῶραι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 23, 5· ὁ φέρων καρπὸν εἰς ἐντέλειαν ἢ πλήρη ὡριμότητα, [[δένδρον]] Πλούτ. 2. 2Ε· ὁ συντελῶν εἰς γονιμότητα, [[ὕδωρ]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 6, 4. 3) ὁ ἔχων τὴν κυβέρνησιν, διοίκησιν ἢ διεύθυνσιν, τ. δωμάτων γυνὴ Αἰσχύλ. Χο. 663, πρβλ. [[τέλειος]] ΙΙ. 2. ΙΙΙ. ὡς κύριον [[ὄνομα]], [[θεότης]] λατρευομένη μετὰ τοῦ Ἀσκληπιοῦ καὶ τῆς Ὑγιείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 511. 111, ἴδε Böckh σ. 479· - [[ὡσαύτως]] Τελεσφορίων, [[αὐτόθι]] 6753.
}}
}}
{{bailly
{{bailly