πικρός: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πικρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική [[γεύση]] (α. «[[πικρός]] [[καφές]]» β. «πικρό [[χάπι]]» γ. «[[ὅταν]] δὲ τεύχῃ [[Ζεὺς]] ἀπ' ὄμφακος πικρᾱς [[οἶνον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με την αφή) [[οξύς]], [[οδυνηρός]] (α. «[[τρεις]] μπάλες του ερίξανε, πικρές, φαρμακωμένες», δημ. [[τραγούδι]]<br />θ. «δεινῆς μοι ρομφαίας, τραῡμα πικρὸν διέδραμε», Μηναί)<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[οξύς]], [[δυσάρεστος]], [[διαπεραστικός]] (α. «πικρή [[σκουξιά]]» β. «φθόγγον πικρόν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πικρᾱς οἰμωγᾱς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[πίκρα]], που προκαλεί [[θλίψη]], [[οδυνηρός]] (α. «πικρή 'ναι η φοβερώτατη του κόσμου [[ανεμοζάλη]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «προτιμώντες την πικράν ξενιτείαν», Κάλβ.<br />γ. «εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε... ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν», ΚΔ<br />δ. «πικροὺς γάμους», <b>Ευρ.</b><br />ε. «πικρὰν τιμωρίαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για λόγους) [[κακός]], [[προσβλητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[πικρά]]<br />φάρμακα με πικρή [[γεύση]] που διευκολύνουν την [[πέψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πικρό [[άλας]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του ένυδρου θειικού μαγνησίου<br />β) «πικρή [[σήψη]]» — διεργασία σήψης που καθιστά πικρή τη [[σάρκα]] του καρπού<br />γ) «πικρή [[πηγή]]» — ιαματική [[πηγή]] της οποίας το [[νερό]] περιέχει περισσότερο από ένα [[γραμμάριο]] ανά [[λίτρο]] διαλυμένων θειικών αλάτων νατρίου και μαγνησίου<br />δ) «πικρές ουσίες» — τα [[πικρά]], φυτικές ουσίες με φαρμακευτικές ιδιότητες<br />ε) «πικρό [[άλας]]<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] φυσικής προέλευσης ένυδρου θειικού μαγνησίου, γνωστού και ως [[άλας]] του Έψομ<br />στ) «πικρό [[κρεμμύδι]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[σκόροδον]] το συριγγοειδές [[φυτό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]] (α. «[[κέρας]] πικρόν» β. «πικρὸν ὀϊστόν» γ. «πικρὰ βέλεμνα» δ. «πικρᾷ γλωχῑνι»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δυσμενής]], [[εχθρικός]] (α. «ἄθεον ἄνδρα καὶ τοκεῡσι πικρόν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἐόντος τοῦ Ἀστυάγεος πικροῦ ἐς τοὺς Μήδους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[οσμή]]) [[δυσάρεστος]], [[αψύς]] («πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλός... ὀδμήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> πικραμένος, [[θλιμμένος]] («κἀνακωκύει πικρᾱς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αδυσώπητος]], [[σκληρός]] (α. «οὐδὲν πικρότερον τῆς ἀνάγκης ἔοικεν [[εἶναι]]», Αντιφ.<br />β. «[[ἀπαραίτητος]] ἦν καὶ πικρὸς [[δικαστής]]», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πικρώς]] / <i>πικρῶς</i> ΝΜΑ και [[πικρά]] Ν<br /><b>1.</b> με [[πίκρα]], με βαθύτατη [[θλίψη]] (Α. «έκλαψα [[πικρά]]» β. «καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> με πικρό τρόπο, με [[σκληρότητα]], με [[αυστηρότητα]] (α. «μού μίλησε [[πικρά]]» β. «πικρῶς διέκειτο πρὸς τὸν Ἄρατον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[πίκρα]], με πικραμένη [[ψυχή]] («[[πικρά]] τον καταράστηκε»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[δυσκολία]]<br /><b>2.</b> με [[ακρίβεια]], με [[σχολαστικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>πικ</i>-<i>ρός</i>, με [[επίθημα]] -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεκ</i>-<i>ρός</i>) και σημ. «[[οξύς]], [[διαπεραστικός]]» [[οδυνηρός]]», ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>pik</i>- της ΙΕ ρίζας <i>peik</i>- με σημ. «[[σημειώνω]], [[χαράζω]], [[χρωματίζω]], [[μαρκάρω]], [[δείχνω]]» [[αλλά]] και «[[κεντώ]], [[τρυπώ]], [[κατατρώγω]], [[ερεθίζω]]» και αντιστοιχεί ακριβώς, ως [[προς]] τη [[μορφή]], με το αρχ. σλαβ. <i>pĭstrŭ</i> «[[παρδαλός]]». Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας ανάγεται το επίθ. [[ποικίλος]] με σημ. «[[πολύχρωμος]], [[παρδαλός]]» (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>pimšati</i> «[[κόβω]], [[διασκευάζω]], [[στολίζω]]», λιθουαν. <i>piĕšti</i> «[[ζωγραφίζω]], [[σημειώνω]]», αρχ. σλαβ. <i>pĭsati</i> «[[γράφω]]»). Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας, εξάλλου, ανάγεται πιθ. ο τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «[[πεικόν]]<br /><i>πικρόν</i>, <i>πευκεδανόν</i>», ενώ στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] ο [[παράλληλος]] τ. με ηχηρό ουρανικό [[σύμφωνο]] [[πίγγαλος]] «[[είδος]] σαύρας» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pingo</i> «[[ζωγραφίζω]], [[ποικίλλω]]»). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται, [[τέλος]], ο τ. <i>pikereu</i>, που αποδίδει πιθ. το ανθρωπωνύμιο <i>Πικρεύς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πικραίνω]], [[πικρία]], [[πικρίζω]], [[πικρίς]](-<i>ίδα</i>), [[πικρότης]](-<i>ότητα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πικράς]], [[πικρίδιος]], [[πικρώ]], [[πικρώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πικράζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πικρίλα]], [[πικρούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>πικρ</i>[[ο]]. (Β' συνθετικό) [[άπικρος]], [[γλυκύπικρος]], [[κατάπικρος]], [[πολύπικρος]], [[υπόπικρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αρίπικρος</i>, [[βαθύπικρος]], [[διάπικρος]], [[έκπικρος]], [[έμπικρος]], [[επίπικρος]], [[εχέπικρος]], [[θελξίπικρος]], [[οξύπικρος]], [[παράπικρος]], [[υπέρπικρος]], [[φιλόπικρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλμυρόπικρος]], [[γλυκόπικρος]], <i>θεόπικρος</i>, <i>ξινόπικρος</i>, <i>ολόπικρος</i>]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πικρός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική [[γεύση]] (α. «[[πικρός]] [[καφές]]» β. «πικρό [[χάπι]]» γ. «[[ὅταν]] δὲ τεύχῃ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἀπ' ὄμφακος πικρᾱς [[οἶνον]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με την αφή) [[οξύς]], [[οδυνηρός]] (α. «[[τρεις]] μπάλες του ερίξανε, πικρές, φαρμακωμένες», δημ. [[τραγούδι]]<br />θ. «δεινῆς μοι ρομφαίας, τραῡμα πικρὸν διέδραμε», Μηναί)<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[οξύς]], [[δυσάρεστος]], [[διαπεραστικός]] (α. «πικρή [[σκουξιά]]» β. «φθόγγον πικρόν», <b>Ευρ.</b><br />γ. «πικρᾱς οἰμωγᾱς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που φέρνει [[πίκρα]], που προκαλεί [[θλίψη]], [[οδυνηρός]] (α. «πικρή 'ναι η φοβερώτατη του κόσμου [[ανεμοζάλη]]», <b>Σολωμ.</b><br />β. «προτιμώντες την πικράν ξενιτείαν», Κάλβ.<br />γ. «εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε... ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν», ΚΔ<br />δ. «πικροὺς γάμους», <b>Ευρ.</b><br />ε. «πικρὰν τιμωρίαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για λόγους) [[κακός]], [[προσβλητικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[πικρά]]<br />φάρμακα με πικρή [[γεύση]] που διευκολύνουν την [[πέψη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «πικρό [[άλας]]» — [[κοινή]] [[ονομασία]] του ένυδρου θειικού μαγνησίου<br />β) «πικρή [[σήψη]]» — διεργασία σήψης που καθιστά πικρή τη [[σάρκα]] του καρπού<br />γ) «πικρή [[πηγή]]» — ιαματική [[πηγή]] της οποίας το [[νερό]] περιέχει περισσότερο από ένα [[γραμμάριο]] ανά [[λίτρο]] διαλυμένων θειικών αλάτων νατρίου και μαγνησίου<br />δ) «πικρές ουσίες» — τα [[πικρά]], φυτικές ουσίες με φαρμακευτικές ιδιότητες<br />ε) «πικρό [[άλας]]<br />[[κοινή]] [[ονομασία]] φυσικής προέλευσης ένυδρου θειικού μαγνησίου, γνωστού και ως [[άλας]] του Έψομ<br />στ) «πικρό [[κρεμμύδι]]» — το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[σκόροδον]] το συριγγοειδές [[φυτό]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[μυτερός]], [[κοφτερός]] (α. «[[κέρας]] πικρόν» β. «πικρὸν ὀϊστόν» γ. «πικρὰ βέλεμνα» δ. «πικρᾷ γλωχῑνι»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[δυσμενής]], [[εχθρικός]] (α. «ἄθεον ἄνδρα καὶ τοκεῡσι πικρόν», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἐόντος τοῦ Ἀστυάγεος πικροῦ ἐς τοὺς Μήδους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για την [[οσμή]]) [[δυσάρεστος]], [[αψύς]] («πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλός... ὀδμήν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> πικραμένος, [[θλιμμένος]] («κἀνακωκύει πικρᾱς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αδυσώπητος]], [[σκληρός]] (α. «οὐδὲν πικρότερον τῆς ἀνάγκης ἔοικεν [[εἶναι]]», Αντιφ.<br />β. «[[ἀπαραίτητος]] ἦν καὶ πικρὸς [[δικαστής]]», <b>Πολ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πικρώς]] / <i>πικρῶς</i> ΝΜΑ και [[πικρά]] Ν<br /><b>1.</b> με [[πίκρα]], με βαθύτατη [[θλίψη]] (Α. «έκλαψα [[πικρά]]» β. «καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> με πικρό τρόπο, με [[σκληρότητα]], με [[αυστηρότητα]] (α. «μού μίλησε [[πικρά]]» β. «πικρῶς διέκειτο πρὸς τὸν Ἄρατον», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[πίκρα]], με πικραμένη [[ψυχή]] («[[πικρά]] τον καταράστηκε»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[δυσκολία]]<br /><b>2.</b> με [[ακρίβεια]], με [[σχολαστικότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. <i>πικ</i>-<i>ρός</i>, με [[επίθημα]] -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεκ</i>-<i>ρός</i>) και σημ. «[[οξύς]], [[διαπεραστικός]]» [[οδυνηρός]]», ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>pik</i>- της ΙΕ ρίζας <i>peik</i>- με σημ. «[[σημειώνω]], [[χαράζω]], [[χρωματίζω]], [[μαρκάρω]], [[δείχνω]]» [[αλλά]] και «[[κεντώ]], [[τρυπώ]], [[κατατρώγω]], [[ερεθίζω]]» και αντιστοιχεί ακριβώς, ως [[προς]] τη [[μορφή]], με το αρχ. σλαβ. <i>pĭstrŭ</i> «[[παρδαλός]]». Στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ίδιας ρίζας ανάγεται το επίθ. [[ποικίλος]] με σημ. «[[πολύχρωμος]], [[παρδαλός]]» (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>pimšati</i> «[[κόβω]], [[διασκευάζω]], [[στολίζω]]», λιθουαν. <i>piĕšti</i> «[[ζωγραφίζω]], [[σημειώνω]]», αρχ. σλαβ. <i>pĭsati</i> «[[γράφω]]»). Στην απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας, εξάλλου, ανάγεται πιθ. ο τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «[[πεικόν]]<br /><i>πικρόν</i>, <i>πευκεδανόν</i>», ενώ στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] ο [[παράλληλος]] τ. με ηχηρό ουρανικό [[σύμφωνο]] [[πίγγαλος]] «[[είδος]] σαύρας» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>pingo</i> «[[ζωγραφίζω]], [[ποικίλλω]]»). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται, [[τέλος]], ο τ. <i>pikereu</i>, που αποδίδει πιθ. το ανθρωπωνύμιο <i>Πικρεύς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πικραίνω]], [[πικρία]], [[πικρίζω]], [[πικρίς]](-<i>ίδα</i>), [[πικρότης]](-<i>ότητα</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πικράς]], [[πικρίδιος]], [[πικρώ]], [[πικρώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πικράζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πικρίλα]], [[πικρούτσικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>πικρ</i>[[ο]]. (Β' συνθετικό) [[άπικρος]], [[γλυκύπικρος]], [[κατάπικρος]], [[πολύπικρος]], [[υπόπικρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αρίπικρος</i>, [[βαθύπικρος]], [[διάπικρος]], [[έκπικρος]], [[έμπικρος]], [[επίπικρος]], [[εχέπικρος]], [[θελξίπικρος]], [[οξύπικρος]], [[παράπικρος]], [[υπέρπικρος]], [[φιλόπικρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλμυρόπικρος]], [[γλυκόπικρος]], <i>θεόπικρος</i>, <i>ξινόπικρος</i>, <i>ολόπικρος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:25, 30 July 2022
English (LSJ)
πικρά, πικρόν, poet. also ός, όν Od.4.406 :—prop. A pointed, sharp, keen, ὀϊστός Il.4.118, al.; βέλεμνα 22.206; γλωχίς S.Tr.681 : metaph., γλώσσης πικροῖς κέντροισι E.HF1288. II generally, sharp to the sense: 1 of taste, pungent, ῥίζα Il.11.846; ἅλμη Od.5.323; δάκρυον (v.l. for πυκνόν) 4.153; of salt water, opp. γλυκύς, Hdt.4.52, cf. 7.35; ἁλμυρὸς καὶ πικρός Pl.Lg.705a; πριγλία πικρά PCair.Zen.82.8 (iii B.C.); ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς A.Ag.970; ὑγρότης πικρά, opp. ὀξεῖα, Meno Iatr.5.13; also of smell, pungent, Od.4.406; πικρὸν ὀδωδώς Alciphr. 3.59. (This sense prevails in the derived and compd. words.) 2 of feeling, sharp, keen, ὠδῖνες Il.11.271, S.Tr.41. 3 of sound, piercing, shrill, οἰμωγά Id.Ph.189 (lyr.); φθόγγος Id.OC1610; γόοι, ὄδυρμα, E.Ph.883, Tr.1227 (lyr.); πικροτάτη ὄψ Ar.Pax805 (lyr.). III metaph., 1 of things, bitter, especially of what yields pain instead of expected pleasure, freq. in threats, μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἵκηαι (v.l. ἴδηαι) Od.17.448, cf. Ar.Av.1045, Th.883 (lyr.), E.Med.399, IA955, Ba.357, Cyc.589; π. Σίγειον κατηγόμην S.Ph.355; τὸ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά Pi.I.7(6).48, cf. A.Ag.745 (lyr.); τιμωρία, ἀγῶνες, Id.Pers.473, S.Aj.1239; δύαι, χεῖμα, A.Pr. 180 (lyr.), Ag.198 (lyr.); πικρότερ' ἀχέων Id.Supp. 875 (lyr.); λόγοι E.Hel.481; πικροτάτου χρυσοῦ φύλαξ Id.Hec.772; τὸ δὴ λεγόμενον γλυκὺ πικρῷ μεμειγμένον Pl.Phlb.46c; ἔχει τι τὸ π. τῆς γεωργίας γλυκύ Men.795 : c. inf., μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν ᾖ D.1.26. 2 so of persons, prob. in Sapph.Supp.4.1 (Comp.); γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ π. Sol.13.5, cf. Thgn.301, A.Ch.234, Eu.152 (lyr.), etc.; ἔς τινας Hdt.1.123 : abs., A.Pr.739, Th940(lyr.); πικρός θεοῖς = hateful to the gods, S.Ph.254; πικρός πολίταις E.Med.224, cf. Supp.1222; ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς = his death is matter of sorrow to me, S.Aj.966; δαίμων πικράς, of untimely death (Lat. acerbus), IG3.1338. 3 embittered, angry, πικρὰ ὄρνις S.Ant.423. 4 relentless, οὐδὲν πικρότερον τῆς ἀνάγκης Antipho 2.2.4; spiteful, mean, vindictive, βάσκανον καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν D.18.108; πικρός καὶ συκοφάντης Id.25.45, cf. Arist.Rh.1368b21, EN1126a19 : in Com. of old men, σκυθρός, πικρός, φειδωλός Men.10, cf. 825, 843, Georg.Fr.3. Adv. πικρῶς = pedantically, D.H.Lys.6; with rigid accuracy, Apollon.Cit.3, Plu.2.659f. IV Adv. πικρῶς = harshly, bitterly, vindictively, A.Pr.197, S.OC990; πικρῶς ἐξετάσαι D.2.27, 18.265; πικρῶς ἔχειν τισί, πρός τινας, Id.10.54, Ep.3.10; πικρῶς φέρειν τι E.Ion610, cf. Andr.190; ἔκλαυσε πικρῶς = he cried bitterly, he cried with bitter tears Ev.Matt.26.75 : Comp. πικρότερον Men.Mon.659, etc.: Sup. πικρότατα Plb.1.72.3. [ῑ in Hom. and Ep.; ῐ freq. in Trag., as A.Pers.473, Ag.970, S.Aj.500, E. Hec.772, and in Theoc.8.74 : ι therefore is not long by nature as in μικρός.]
German (Pape)
[Seite 614] bei Dichtern auch 2 Endgn, wie Od. 4, 406, eigtl. spitz, scharf (vgl. Buttm. Lexil. I p. l 7), ὀϊστός, βέλεμνα, Hom.; γλωχίν, Soph. Trach. 678; daher übh. eindringend, scharf auf die Sinne wirkend; – a) vom Geschmack, herb, bitter; ῥίζα, Il. 11, 846; ἅλμη, Od. 5, 322; ähnlich δάκρυον, 4, 153; ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς οἶνος, Aesch. Ag. 944; πικρὰν χολὴν κλύζουσι φαρμάκῳ πικρῷ, Soph. frg. 733; Ggstz von γλυκύς, Her. 7, 35; so auch τὸ λεγόμενον πικρῷ γλυκὺ μεμιγμένον, Plat. Phil. 46 c; πικροὶ καὶ χολώδεις χυμοί, Tim. 86 e. – b) vom Geruch, durchdringend, Od. 4, 406. – c) vom Gefühl, stechend, schneidend, tief schmerzend, ὠδῖνες, Il. 11, 271, wie Soph. Trach. 41, u. eben so, πικροῦ τοῦδ' αἰόλου κνώδοντος, Ai. 1003. – d) vom Gehör, durchdringend, scharf, gellend, bes. von sehr hohen, das Trommelfell schmerzhaft reizenden Tönen, Ar. Pax 795, πικρᾶς οἰμωγᾶς, Soph. Phil. 189, φθόγγος, O. C. 1606, u. ä., πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον, Ant. 419. – el überh. schmerzhaft, widerwärtig, wodurch man sich verletzt, gekränkt fühlt, Od. 17, 448; πικροτάτα τελευτά, Pind. I. 6, 43; δύαι, Aesch. Prom. 178; τιμωρία, Pers. 465; γάμου πικρὰς τελευτάς, Ag. 725, λύπη, Soph. bl. 644; ἀγῶνες, Ai. 1218; vgl. πικρὰν δοκῶ με πεῖραν τήνδε τολμήσειν ἔτι, El. 462; νόστος, Eur. Phoen. 956; λύπη, Or. 1105; πικροτάτους δεσμούς, Bacch. 634; πικροὺς ἰγώ σοι δείξω νόμους, Ar. Av. 1045; u. in Prosa; ούδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον, Antiph. 2 β 4; χαλεπὴν καὶ σφόδρα πικρὰν γειτονίαν, Plat. Legg. VIII, 843 c; λόγοι, Gorg. 522 b. – f) auch von Personen, heftig, jähzornig, bes. feindselig, τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς, Aesch. Ch. 232; ἄθεον ἄνδρα καὶ τοκεῦσιν πικρόν, Eum 147; πικρὸς πολίταις ἐστίν, Eur. Med. 224, u. öfter; εἴς τινα, Her. 1, 123; πονηρὸς καὶ πικρὸς καὶ συκοφάντης vrbdt Dem. 25, 45; u. so adv., ὠμῶς καὶ πικρῶς ἔχειν ἐπί τινι, ib. 83; τύραννος, Pol. 7, 13, 7; δικαστής, streng, 5, 41, 3; καὶ ἀπαραίτητος u. ä. oft (vgl. Arist. eth. 4, 11); u. so auch im adv., πικρῶς διακεῖσθαι πρός τινα, 4, 14, 1; πικρότατα χρῆσθαί τινι, 1, 72, 3, u. a. Sp. – [Hom. braucht ι lang, es findet sich aber auch kurz, Soph. Ai. 500, Theocr. 8, 74]
Greek (Liddell-Scott)
πικρός: -ά, -όν, ποιητ. ὡσαύτως ός, όν, Ὀδ. Δ. 406· ― κυρίως (ὡς ὁ Buttm. ἐν Λεξιλ. ἐν λ. ἐχεπευκὴς ἔχει ἀποδείξῃ, ἴδε ἐν λ. πεύκη), ὁ ὀξύς, «μυτερός», διαπεραστικός, ὀιστὸς Ἰλ. Δ. 118, κ. ἀλλ.· βέλεμνα Σ. 206· γλωχὶς Σοφ. Τρ. 681· μεταφορ., γλώσσης πικροῖς κέντροισι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1288. ΙΙ. καθόλου, δριμὺς εἰς τὰς αἰσθήσεις· 1) ἐπὶ γεύσεως, ὀξύς, δριμύς, πικρός, ῥίζα Ἰλ. Λ. 846· ἅλμη Ὀδ. Ε. 323· δάκρυον Δ. 153· οὕτως ἐπὶ τοῦ θαλασσίου ὕδατος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γλυκύς, Ἡρόδ. 4. 52, πρβλ. 7, 35, Πλάτ. Φίληβ. 46C· ἁλμυρὸς καὶ π. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 705Α· ἀπ’ ὄμφακος πικρᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 970· ― οὕτω καὶ ἐπὶ ὀσμῆς, δριμύς, Ὀδ. Δ. 406, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 59. (Ἡ σημασία αὕτη ἐπικρατεῖ ἐν τοῖς συνθέτοις καὶ παραγώγοις). 2) ἐπὶ ἄλγους, ὀξύς, διαπεραστικός, Ἥρης θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι Ἰλ. Λ. 271· πλὴν ἐμοὶ πικρὰς ὠδῖνας αὑτοῦ προσβαλὼν ἀποίχεται Σοφ. Φιλ. 189· φθόγγος ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1610· γόοι, ὄδυρμα Εὐρ. Φοίν. 883 κ. ἀλλ.· π. ὄπα Ἀριστοφ. Εἰρ. 805. ΙΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ πραγμάτων, σκληρός, μισητός, πικρός, πικρὴν Αἴγυπτον Ὀδ. Ρ. 448, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 355· τελευτὰ Πινδ. Ι. 7 (6). 69, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 745· τιμωρία, ἀγών, δύαι, χεῖμα, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 473, Σοφ. Αἴ. 1237, κτλ.· μοναρχία, νόμοι Αἰσχύλ. Θήβ. 881, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1045· λόγοι Εὐρ. Ἑλ. 482· οὐδὲν τῆς ἀνάγκης πικρότερον Ἀντιφῶν 116. 42· πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμὸν Δημ. 263. 1· μετ’ ἀπαρ., μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν ᾖ ὁ αὐτ. 16. 21. 2) ἐπὶ προσώπων, τραχύς, πικρὸς τοὺς τρόπους, δυσμενής, γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ πικρὸν Σόλων 12. 5, πρβλ. Θέογν. 301, Αἰσχύλ. Χο. 234, Εὐμ. 152, κτλ.· ἔς τινα Ἡρόδ. 1. 123· ἀπολ., Αἰσχύλ. Προμ. 739, Θήβ. 941, Δημ. 784, 2, κτλ., Ἀριστ. Ρητ. 1. 10. 2, Ἠθικ. Νικ. 4. 5, 10· παρὰ τοῖς Κωμ. ἐπὶ γερόντων, σκυθρός, π., φειδωλὸς Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 229. 272· ― ἀλλά, πικρὸς θεοῖς, μισητὸς τοῖς θεοῖς, Σοφ. Φιλ. 254· οὕτω, π. πολίταις Εὐρ. Μήδ. 224, πρβλ. Ἱκέτ. 1222· ὡσαύτως, ἐμοὶ π. τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς, «μᾶλλον ἐμοὶ πικρὸς τέθνηκεν ἤπερ ἐκείνοις γλυκύς» (Σχόλ.), δηλ. περισσοτέραν λύπην προὐξένησεν ὁ θάνατος αὐτοῦ εἰς ἐμὲ ἢ χαρὰν εἰς ἐκείνους, Σοφ. Αἴ. 966. 3) πεπικραμμένος, τεθλιμμένος, κἀνακωκύει πικρᾶς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 424. Β. Συγκρ. -ότερος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 875· ὑπερθ. -ότατος Πινδ. Ι. 7. 68, Εὐρ. Ἑκάβ. 772, κτλ. Γ. Ἐπίρρ. πικρῶς, τραχέως, πικρῶς, σκληρῶς, Αἰσχύλ. Προμ. 195, Σοφ. Ο. Κ. 994· π. ἐξετάζειν Δημ. 26. 3, 315. 5· π. ἔχειν τινί, πρός τινα ὁ αὐτ. 145. 28., 1477. 7· π. φέρειν τι, Λατ. aegerrime, Εὐρ. Ἴων 610, πρβλ. Ἀνδρ. 190· Συγκρ. -ότερον, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 659, κτλ.· ὑπερθ. -ότατα Πολύβ. 1. 72, 3. [ῑ παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς Ἐπικ.· ἀλλὰ ῐ συχνάκις παρὰ Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Πέρσ. 473, Ἀγ. 970, Σοφ. Αἴ. 500, καὶ παρὰ Θεοκρ. 8, 74.
French (Bailly abrégé)
ά ou ός, όν :
I. piquant, aigu;
II. p. anal.
1 en parl. du goût amer;
2 en parl. d’odeurs âcre, pénétrant;
3 en parl. du toucher aigu, piquant, pénétrant (mal, douleur, etc.);
4 en parl. du son aigu, perçant;
5 fig. âpre, dur, cruel ; odieux à, haï de, τινι ; triste, affligé.
Étymologie: R. Πικ, être aigre, être âcre ; v. πίσσα.
English (Autenrieth)
sharp; ὀιστός, βέλεμνα, Il. 22.206; then of taste and smell, bitter, pungent, Il. 11.846, Od. 4.406; and met., of feelings, ‘bitter,’ ‘hateful,’ Od. 17.448.
English (Slater)
πῐκρός
1 bitter τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά (I. 7.48) πικρο[τά]τᾳν κλάγεν ἀγγε[λία]ν ζαμενε[ fr. 169. 34.
Spanish
English (Strong)
perhaps from πήγνυμι (through the idea of piercing); sharp (pungent), i.e. acrid (literally or figuratively): bitter.
English (Thayer)
πικρά, πικρόν (from the root meaning 'to cut,' 'prick'; Vanicek, 534; Curtius, § 100; Fick 1:145), from Homer down, the Sept. for מַר; bitter: properly, τό γλυκύ); metaphorically, harsh, virulent, James 3:14.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πικρός, -ά, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ' ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.)
2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες του ερίξανε, πικρές, φαρμακωμένες», δημ. τραγούδι
θ. «δεινῆς μοι ρομφαίας, τραῡμα πικρὸν διέδραμε», Μηναί)
3. (για ήχο) οξύς, δυσάρεστος, διαπεραστικός (α. «πικρή σκουξιά» β. «φθόγγον πικρόν», Ευρ.
γ. «πικρᾱς οἰμωγᾱς», Σοφ.)
4. αυτός που φέρνει πίκρα, που προκαλεί θλίψη, οδυνηρός (α. «πικρή 'ναι η φοβερώτατη του κόσμου ανεμοζάλη», Σολωμ.
β. «προτιμώντες την πικράν ξενιτείαν», Κάλβ.
γ. «εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε... ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν», ΚΔ
δ. «πικροὺς γάμους», Ευρ.
ε. «πικρὰν τιμωρίαν», Αισχύλ.)
5. (για λόγους) κακός, προσβλητικός
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πικρά
φάρμακα με πικρή γεύση που διευκολύνουν την πέψη
2. φρ. α) «πικρό άλας» — κοινή ονομασία του ένυδρου θειικού μαγνησίου
β) «πικρή σήψη» — διεργασία σήψης που καθιστά πικρή τη σάρκα του καρπού
γ) «πικρή πηγή» — ιαματική πηγή της οποίας το νερό περιέχει περισσότερο από ένα γραμμάριο ανά λίτρο διαλυμένων θειικών αλάτων νατρίου και μαγνησίου
δ) «πικρές ουσίες» — τα πικρά, φυτικές ουσίες με φαρμακευτικές ιδιότητες
ε) «πικρό άλας
κοινή ονομασία φυσικής προέλευσης ένυδρου θειικού μαγνησίου, γνωστού και ως άλας του Έψομ
στ) «πικρό κρεμμύδι» — το γνωστό με τη λόγια ονομασία σκόροδον το συριγγοειδές φυτό
μσν.-αρχ.
1. οξύς, μυτερός, κοφτερός (α. «κέρας πικρόν» β. «πικρὸν ὀϊστόν» γ. «πικρὰ βέλεμνα» δ. «πικρᾷ γλωχῑνι»)
2. (για πρόσ.) δυσμενής, εχθρικός (α. «ἄθεον ἄνδρα καὶ τοκεῡσι πικρόν», Αισχύλ.
β. «ἐόντος τοῦ Ἀστυάγεος πικροῦ ἐς τοὺς Μήδους», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (για την οσμή) δυσάρεστος, αψύς («πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλός... ὀδμήν», Ομ. Οδ.)
2. πικραμένος, θλιμμένος («κἀνακωκύει πικρᾱς ὄρνιθος ὀξὺν φθόγγον», Σοφ.)
3. αδυσώπητος, σκληρός (α. «οὐδὲν πικρότερον τῆς ἀνάγκης ἔοικεν εἶναι», Αντιφ.
β. «ἀπαραίτητος ἦν καὶ πικρὸς δικαστής», Πολ.).
επίρρ...
πικρώς / πικρῶς ΝΜΑ και πικρά Ν
1. με πίκρα, με βαθύτατη θλίψη (Α. «έκλαψα πικρά» β. «καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς», ΚΔ)
2. με πικρό τρόπο, με σκληρότητα, με αυστηρότητα (α. «μού μίλησε πικρά» β. «πικρῶς διέκειτο πρὸς τὸν Ἄρατον», Πολ.)
νεοελλ.
με πίκρα, με πικραμένη ψυχή («πικρά τον καταράστηκε»)
μσν.-αρχ.
1. με δυσκολία
2. με ακρίβεια, με σχολαστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πικ-ρός, με επίθημα -ρος (πρβλ. νεκ-ρός) και σημ. «οξύς, διαπεραστικός» οδυνηρός», ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα pik- της ΙΕ ρίζας peik- με σημ. «σημειώνω, χαράζω, χρωματίζω, μαρκάρω, δείχνω» αλλά και «κεντώ, τρυπώ, κατατρώγω, ερεθίζω» και αντιστοιχεί ακριβώς, ως προς τη μορφή, με το αρχ. σλαβ. pĭstrŭ «παρδαλός». Στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ίδιας ρίζας ανάγεται το επίθ. ποικίλος με σημ. «πολύχρωμος, παρδαλός» (πρβλ. και αρχ. ινδ. pimšati «κόβω, διασκευάζω, στολίζω», λιθουαν. piĕšti «ζωγραφίζω, σημειώνω», αρχ. σλαβ. pĭsati «γράφω»). Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας, εξάλλου, ανάγεται πιθ. ο τ. που παραδίδει ο Ησύχιος: «πεικόν
πικρόν, πευκεδανόν», ενώ στη μηδενισμένη βαθμίδα ο παράλληλος τ. με ηχηρό ουρανικό σύμφωνο πίγγαλος «είδος σαύρας» (πρβλ. λατ. pingo «ζωγραφίζω, ποικίλλω»). Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται, τέλος, ο τ. pikereu, που αποδίδει πιθ. το ανθρωπωνύμιο Πικρεύς.
ΠΑΡ. πικραίνω, πικρία, πικρίζω, πικρίς(-ίδα), πικρότης(-ότητα)
αρχ.
πικράς, πικρίδιος, πικρώ, πικρώδης
αρχ.-μσν.
πικράζω
νεοελλ.
πικρίλα, πικρούτσικος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. πικρο. (Β' συνθετικό) άπικρος, γλυκύπικρος, κατάπικρος, πολύπικρος, υπόπικρος
αρχ.
αρίπικρος, βαθύπικρος, διάπικρος, έκπικρος, έμπικρος, επίπικρος, εχέπικρος, θελξίπικρος, οξύπικρος, παράπικρος, υπέρπικρος, φιλόπικρος
νεοελλ.
αλμυρόπικρος, γλυκόπικρος, θεόπικρος, ξινόπικρος, ολόπικρος].
Greek Monotonic
πικρός: -ά, -όν και -ός, -όν,
Α. I. κυρίως (από πεύκη), αιχμηρός, οξύς, κοφτερός, ὀϊστός, σε Ομήρ. Ιλ.· γλωχίς, σε Σοφ.· μεταφ., γλώσσης πικροῖς κέντροισι, σε Ευρ.
II. γενικά, διαπεραστικός στις αισθήσεις.
1. λέγεται για τη γεύση, οξύς, πικάντικος, πικρός, σε Όμηρ., Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για την όσφρηση, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για τις αισθήσεις, οξύς, διαπεραστικός, ὠδῖνες, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
3. λέγεται για τον ήχο, οξύς, διαπεραστικός, διατρητικός, διεισδυτικός, οἰμωγή, φθόγγος, σε Σοφ.· γόοι, σε Ευρ.
III. μεταφ.,
1. λέγεται για πράγματα, σκληρός, ωμός, μισητός, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
2. λέγεται για πρόσωπα, άσπονδος, μοχθηρός, σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· πικρὸς θεοῖς, μισητός στους θεούς, σε Σοφ.· πικρὸς πολίταις, σε Ευρ.
3. πικραμένος, θλιμμένος, σε Σοφ. Β. συγκρ. -ότερος, υπερθ. -ότατος, σε Πίνδ. κ.λπ. Γ. Επίρρ., πικρῶς, πικρά, ωμά, σκληρά, αμείλικτα, σε Αισχύλ., Σοφ.· πικρῶς ἔχειν τινί, πρός τινα, σε Δημ.· πικρῶς φέρειν τι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πικρός: 3, редко
1) острый, остроконечный (ὀϊστός Hom.; γλωχίς Soph.);
2) горький (ῥίζα Hom.); горько-соленый (δάκρυον Hom.);
3) едкий, острый (ὀδμή Hom.);
4) пронзительный (οἰμωγή Soph.);
5) резкий, мучительный (ὠδῖνες Hom.);
6) прискорбный, горестный, тяжелый (τιμωρία Aesch.; ἀγών Soph.): ἐμοὶ π. τέθνηκεν ᾖ κείνοις γλυκύς Soph. мне его (т. е. Эанта) смерть - горе, а другим - радость;
7) скорбящий, печальный (ὄρνις Soph.);
8) тягостный, неприятный (δεσμοί Eur.; γειτονία Plat.);
9) ненавистный (θεοῖς Soph.);
10) резкий, жестокий, суровый (νόμοι Arph.; λόγοι Eur.; δικαστής Polyb.; ζῆλον NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πικρός -ά -όν, f. ook -ός scherp, puntig:. ἐπ ’ Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν hij richtte zijn scherpe pijl op Antinoüs Od. 22.8. scherp, bitter:. ἐπὶ δὲ ῥίζαν βάλε πικρήν en erop deed hij een scherp kruid Il. 11.846; θυγατέρες πικρὰς ὠδῖνας ἔχουσαι dochters beschikkend over scherpe pijnen Il. 11.271; ἐξέπτυσεν ἅλμην πικρήν hij spuwde het zoute zeewater uit Od. 5.323; πικρὸν ἀποπνείουσαι... ὀδμήν een scherpe geur uitademend Od. 4.406; ἀπ ’ ὄμφακος πικρᾶς van een zure druif Aeschl. Ag. 970; ἀκούει φθόγγον... πικρόν hij hoort een doordringend gehuil Soph. OC 1610. overdr. van zaken bitter, pijnlijk:; μὴ... πικρὴν Αἴγυπτον... ἵκηαι opdat jij niet een bitter Egypte bereikt Od. 17.448; πικρὰ τιμωρία een pijnlijke bestraffing Aeschl. Pers. 473; πικροὶ λόγοι bittere woorden Plat. Grg. 522b; van pers. onaangenaam, gehaat:; πικροῦ δ ’ ἔκυρσας... μνηστῆρος jij hebt een onaangename huwelijkskandidaat getroffen Aeschl. PV 739; met dat..; τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς want ik weet dat onze dierbaarsten verbitterd op ons zijn Aeschl. Ch. 234; adv. πικρῶς op een pijnlijke manier, op een wrede manier:. πικρῶς ἔχειν met dat. streng zijn voor Dem. 10.54.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: sharp, peaky, piercing, bitter, painful (Il.; on the meaning Treu Von Homer zur Lyrik 78 a. 273).
Compounds: Compp., e.g. πικρό-χολος full of bitter gall (Hp.), γλυκύ-πικρος sweet-bitter (Sapph.; Risch IF 59, 32).
Derivatives: 1. Abstract: πικρ-ότης f. sharpness, bitterness etc. (IA.), -ία f. id. (D., Arist., hell.). 2. plantname: πικρ-άς, -ίς, -ίδιον (Arist., Thphr., Ps.-Dsc.); Strömberg Pfl.namen 63; -άς f. also sour bottom (pap. IIIa); -ίδιος as adj. somewhat bitter (Ath.). 3. verbs: a. πικρ-αίνομαι, -αίνω, also w. ἐκ-, ἐν-, παρα- a.o., to become bitter, to embitter; to make bitter (IA.) with -ασμός (παρα-πικρός) m. embitterment (LXX, Ep. Hebr.), -αντικῶς adv. in an embittering way (S.E.); b. πικρ-όομαι, almost only with ἐκ-, id. (Hp., Arist., Thphr.) with -ωσις f. (Gal.); back formation ἔκπικρος very bitter (Arist.; Strömberg Prefix Studies 73); c. πικρ-άζομαι, -άζω, also w. ἐκ-, id. (S. E.). 4. substantivising πίκρα f. name of an antidote (Alex. Trall.). 5. PN Πρίκων m. (Eretria, Tanagra) with metathesis as in NGr. πρικός (Kretschmer Glotta 6, 304; diff. Bechtel KZ 45, 155).
Origin: IE [Indo-European] [794] *piḱ-ro- motley, painted
Etymology: With a Slav. word for motley, e.g. ORuss. CSlav. pьstrъ formally identical: IE *piḱros, from a verb sting, cut, embroider, paint in Sk. piṃśáti (nasalpres.) carve, cut to measure, ornament, Slav., e.g. OCS pьsati write; further cognates s. ποικίλος. -- With πικρός also some Indo-Iran. words have been identified: Pashto p(u)šǝī f. kind of rhubarb, Rheum emodi (Morgenstierne Sarūpa-Bhāratī [Hoshiarpur 1954] 1; ), Skt. śilpá- motley (inverted from *piślá-; Tedesco Lang. 23, 383ff [?]). After Machek Zeitschr. f. Slawistik 1, 36 here also Slav. prikrь disgusting, sour, sharp; against this Vasmer Wb. s. príkryj.
Middle Liddell
πικρός, ή, όν [from πεύκη
I. properly pointed, sharp, keen, ὀϊστός Il.; γλωχίς Soph.;metaph., γλώσσης πικροῖς κέντροισι Eur.
II. generally, sharp to the senses:
1. of taste, sharp, pungent, bitter, Hom., Hdt.:—so of smell, Od.
2. of feeling, sharp, keen, ὠδῖνες Il., Soph.
3. of sound, sharp, piercing, shrill, οἰμωγή, φθόγγος Soph.; γόοι Eur.
III. metaph.,
1. of things, bitter, cruel, Od., attic
2. of persons, bitter, malignant, Solon., Hdt., attic; πικρὸς θεοῖς hateful to the gods, Soph.; πικρὸς πολίταις Eur.
3. embittered, sorrowing, Soph.
B. comp. -ότερος, Sup. -ότατος Pind., etc.
C. adv. πικρῶς, bitterly, cruelly, Aesch., Soph.; π. ἔχειν τινί, πρός τινα Dem.; π. φέρειν τι Eur.
Frisk Etymology German
πικρός: {pikrós}
Meaning: scharf, spitz, stechend, bitter, schmerzhaft (seit Il.; zur Bed. Treu Von Homer zur Lyrik 78 u. 273).
Composita : Kompp., z.B. πικρόχολος voll bitterer Galle (Hp. u.a.), γλυκύπικρος süßbitter (Sapph.; Risch IF 59, 32).
Derivative: Davon 1. Abstrakta: πικρότης f. Schärfe, Bitterkeit (ion. att.), -ία f. ib. (D., Arist., hell. u. sp.). 2. Pflanzennamen: πικράς, -ίς, -ίδιον (Arist., Thphr., Ps.-Dsk. u.a.); Strömberg Pfl.namen 63; -άς f. auch saurer Boden (Pap. IIIa); -ίδιος als Adj. etwas bitter (Ath.). 3. Verba: a. πικραίνομαι, -αίνω, auch m. ἐκ-, ἐν-, παρα- u.a., bitter werden, erbittern; bittermachen (ion. att.) mit -ασμός (παρα-~) m. Erbitterung (LXX, Ep. Hebr.), -αντικῶς Adv. in erbitternder Weise (S.E.); b. πικρόομαι, fast nur mit ἐκ-, ib. (Hp., Arist., Thphr. u.a.) mit -ωσις f. (Gal.); Rückbildung ἔκπικρος sehr bitter (Arist.; Strömberg Prefix Studies 73); c. πικράζομαι, -άζω, auch m. ἐκ-, ib. (S. E. u.a.). 4. Substantivierung πίκρα f. Ben. eines Gegengifts (Alex. Trall.). 5. PN Πρίκων m. (Eretria, Tanagra) mit Metathese wie in ngr. πρικός (Kretschmer Glotta 6, 304; anders Bechtel KZ 45, 155).
Etymology : Mit einem slav. Wort für bunt, z.B. aruss. kslav. pьstrъ formal identisch: idg. *piḱros, von einem Verb stechen, schneiden, sticken, malen in aind. piṃśáti (Nasalpräs.) aushauen, zurechtschneiden, schmücken, slav., z.B. aksl. pьsati schreiben; weitere Verwandte s. ποικίλος. — Mit πικρός sind auch ein paar indoiran. Wörter identifiziert worden: pashto p(u)šəī f. Art Rhabarber, Rheum emodi (Morgenstierne Sarūpa-Bhāratī [Hoshiarpur 1954] 1; zweifelnd), aind. śilpá- bunt (aus *piślá- umgestellt; Tedesco Lang. 23, 383ff [?]). Nach Machek Zeitschr. f. Slawistik 1, 36 hierher noch slav. prikrь widerlich, herb, scharf; dagegen Vasmer Wb. s. príkryj.
Page 2,535-536
Chinese
原文音譯:pikrÒj 披克羅士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:苦
字義溯源:銳利的*,苦的,苦毒的,嚴厲的;或源自(περιπείρω)=刺透)
同源字:1) (παραπικραίνω)惹人發怒 2) (πεῖρα)發怒 3) (πικραίνω)苦待 4) (πικρία)尖刻,苦毒 5) (πικρός)銳利的 6) (πικρῶς)悲痛地
出現次數:總共(2);雅(2)
譯字彙編:
1) 苦毒的(1) 雅3:14;
2) 苦的(1) 雅3:11
English (Woodhouse)
angry, bad-tempered, bitter, cruel, distressing, embittered, fierce, grievous, harsh, ill-tempered, implacable, inflexible, lamentable, malignant, painful, pitiless, severe, shrill, stern, stinging, of flavour, of manners