ιαμβείος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(17)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α ἰαμβεῑος, -ον) [[ίαμβος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιαμβείο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιαμβικός]] («ἰαμβεῑον... [[μέτρον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰαμβεῑον</i><br />το ιαμβικό [[μέτρο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ίαμβεῑα</i><br />τα ιαμβικά ποιήματα.
|mltxt=-ο (Α ἰαμβεῑος, -ον) [[ίαμβος]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιαμβείο</i>(<i>ν</i>)<br />ο [[ιαμβικός]] [[στίχος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιαμβικός]] («ἰαμβεῖον... [[μέτρον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰαμβεῖον</i><br />το ιαμβικό [[μέτρο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ίαμβεῑα</i><br />τα ιαμβικά ποιήματα.
}}
}}

Revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

-ο (Α ἰαμβεῑος, -ον) ίαμβος
το ουδ. ως ουσ. το ιαμβείο(ν)
ο ιαμβικός στίχος
αρχ.
1. ιαμβικός («ἰαμβεῖον... μέτρον», Αριστοτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰαμβεῖον
το ιαμβικό μέτρο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ίαμβεῑα
τα ιαμβικά ποιήματα.