φάρμακο: Difference between revisions

m
Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} "
mNo edit summary
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ")
Line 2: Line 2:
|mltxt=το / [[φάρμακον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την [[αποκατάσταση]] της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού ή για [[προφύλαξη]] από τις νόσους, φαρμακευτικό [[προϊόν]], [[γιατρικό]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μέσο]] που χρησιμεύει για την [[άμβλυνση]] δυσάρεστων ή αρνητικών καταστάσεων (α. «το χοντρό [[ντύσιμο]] [[είναι]] [[φάρμακο]] για το [[κρύο]]» β. «ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ [[φάρμακον]] κάλλιστον ἑᾱς ἀρετᾱς ἄλυξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις» <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φαρμ.)</b> χημική [[ουσία]] που επηρεάζει τις λειτουργίες τών έμβιων όντων και τών μικροοργανισμών οι οποίοι τά προσβάλλουν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «γεωργικά φάρμακα» — ουσίες ή μίγματα ουσιών που χρησιμοποιούνται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της παραγωγής, επεξεργασίας ή αποθήκευσης τών γεωργικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται τα εντομοκτόνα, ακαρεοκτόνα, μυκητοκτόνα κ.ά., ουσίες που ελκύουν ή απωθούν έντομα και [[ακάρεα]] [[καθώς]] και ουσίες που απωθούν πτηνά και άλλα ανώτερα ζώα, χημειοστειρωτικές ουσίες εντόμων, ουσίες φυτορμονικής ή άλλης φύσης που επιδρούν στη [[φυσιολογία]] τών [[φυτών]] και, [[τέλος]], ιχνοστοιχεία, που χρησιμοποιούνται για τη [[θεραπεία]] τών [[φυτών]] από τις τροφοπενίες<br />β) «γαληνικά φάρμακα» ή «γαληνικά σκευάσματα»<br /><b>(φαρμ.)</b> φάρμακα που παρασκευάζονται στο [[φαρμακείο]] ή στη φαρμακοβιομηχανία από δραστική [[ουσία]], [[έκδοχο]] και βοηθητικές ουσίες, όπως [[είναι]] οι αλοιφές, τα βάμματα, τα σιρόπια, και τα οποία αποτελούν, [[μαζί]] με τις δρόγες και τα [[καθαρά]] χημικά σκευάσματα, τις κύριες ομάδες φαρμάκων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βότανο]] με θεραπευτικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> [[δηλητήριο]], [[φαρμάκι]]<br /><b>3.</b> [[ποτό]] ή [[αλοιφή]] με μαγικές ιδιότητες·4. (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαγεία]], [[μαγγανεία]]<br /><b>5.</b> βοηθητικό [[μέσο]], [[βοήθημα]] («οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει [[φάρμακον]] [[ἄλλο]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αλισίβα]] που χρησιμοποιείται στο [[πλύσιμο]]<br /><b>7.</b> [[μέσο]] ή [[τρόπος]] («μνήμης τε... και σοφίας [[φάρμακον]] εὑρέθη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> βαφική [[ουσία]], [[χρώμα]]<br /><b>9.</b> [[είδος]] υγρού που χρησιμοποιούν οι βυρσοδέψες<br /><b>10.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φάρμακον]]<br />ἡ [[ὑποστάθμη]]<br />ἄλλοι [[σύνθεσις]] ἧ κηδεύουσι τὰ ἱερὰ τῶν ζῴων»<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ τῆς λήθης φάρμακα» — τα γράμματα (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[φάρμακον]] μανίας» — [[λάδι]] χρήσιμο στους παλαιστές (Διογ. Λαέρ.)<br />γ) «φάρμακα ἐπίπαστα» και «φάρμακα καταπλαστά» — τα έμπλαστρα και τα καταπλάσματα, αντίστοιχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ., όπως πιθανότατα και άλλα ονόματα [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀμάρακος</i>, [[πιστάκη]]). Κατ' [[άλλη]] [[ωστόσο]] [[άποψη]], η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή [[προέλευση]] και αποτελεί θεματική [[μορφή]] αμάρτυρου τ. <i>φάρμ</i>-<i>αξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάρμα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, <b>πρβλ.</b> [[ἕρμα]]: <i>ἕρμ</i>-<i>αξ</i>). Για την [[προέλευση]] του τ. [[φάρμα]] έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες επικρατέστερη [[είναι]] η ακόλουθη, [[επειδή]] στηρίζεται στην αρχική σημ. της λ. «[[βότανο]]»: ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φαρ</i>- του ρ. [[φέρω]] (<b>πρβλ.</b> [[φάρω]], [[φαρέτρα]]), [[οπότε]] πρόκειται για το [[φυτό]], το [[βότανο]] που φέρει, που παράγει η γη (<b>πρβλ.</b> [[φέρμα]] [II] «[[καρπός]] της γης» και αλβ. <i>b</i><i>ā</i><i>r</i> «[[άχυρο]]» [[αλλά]] και «[[βότανο]]»). Αντίθετα, οι απόψεις που θεωρούν ως αρχική σημ. της λ. την [[έννοια]] της μαγείας, της θεραπείας με μαγικό τρόπο, όπως [[είναι]] η [[σύνδεση]] της με το λιθουαν. <i>burti</i> «[[γοητεύω]], [[θέλγω]], [[μαγεύω]]» και η [[αναγωγή]] της στη [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>er</i>- «[[χτυπώ]]» ([[οπότε]] [[φάρμα]] «[[χτύπημα]] της μοίρας, του δαίμονα» και [[φάρμακον]] «[[θεραπεία]], [[τρόπος]] αντιμετώπισης του χτυπήματος») δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η [[άποψη]] ότι η λ. [[φάρμακον]] προήλθε από αμάρτυρο τ. <i>φαρμα</i>-<i>μακον</i> «[[μίγμα]] που χρησιμοποιείται για μαγικούς σκοπούς» (<span style="color: red;"><</span> [[φάρμα]] «[[μαγεία]]» <span style="color: red;">+</span> [[μάσσω]] «[[αναμιγνύω]]»), [[διότι]] [[εκτός]] από τις σημασιολογικές δυσχέρειες, προσκρούει και σε μορφολογικές δυσχέρειες σχετικές με το β' συνθετικό -<i>μακον</i>, [[αφού]] το ρ. [[μάσσω]] δεν απαντά σε κανένα [[άλλο]] σύνθ. με αυτήν τη [[μορφή]]. Απίθανη, [[τέλος]], θεωρείται και η [[σύνδεση]] της λ. με ρ. [[φύρω]] «[[ανακατεύω]], [[συγχέω]]». Η λ. [[φάρμακον]] με αρχική σημ. «[[βότανο]] με θεραπευτικές ιδιότητες» χρησιμοποιήθηκε αφ' ενός με σημ. «[[ουσία]], [[ποτό]] ή [[αλοιφή]] που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς», αφ' ετέρου με σημ. «[[ουσία]] με μαγικές ιδιότητες», από όπου, κατ' [[επέκταση]], η σημ. «[[μαγεία]], [[μαγγανεία]]» και η «ἐπὶ κακῷ» σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. «[[δηλητήριο]], [[φαρμάκι]]». Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει [[ουσία]], κατάλληλη για [[βαφή]], [[χρώμα]] και γενικά [[οτιδήποτε]] μπορεί να παραχθεί με χημικές διαδικασίες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φαρμακεύω]], [[φαρμάκι]](<i>ον</i>), [[φαρμακώδης]], [[φαρμακώ]](<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φαρμακηρός]], [[φαρμακία]], [[φαρμακίς]], [[φαρμακίτης]], [[φαρμακίων]], [[φαρμακώ]], [[φαρμακωνίτις]], [[φαρμάσσω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φαρμακεύς]], [[φαρμακόεις]], [[φαρμακών]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φαρμακικός]], [[φαρμάκισσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαρμακάδα]], [[φαρμακείο]], [[φαρμακερός]], [[φαρμακίλα]], [[φαρμακούσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φαρμακοθήκη]], [[φαρμακοποιός]], [[φαρμακοπώλης]], [[φαρμακοτρίβης]]·<b>αρχ.-μσν.</b> [[φαρμακοδοσία]] [[φαρμακόμαντις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φαρμακουργός]], [[φαρμακοφόρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[φαρμακεργάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαρμακαποθήκη]], [[φαρμακέμπορος]], <i>φαρμακοβιομήχανος</i>, [[φαρμακοβοηθός]], [[φαρμακοβοτανική]], [[φαρμακογενής]], [[φαρμακόγλωσσος]], [[φαρμακογνώστης]], [[φαρμακογραφία]], [[φαρμακοδόχος]], [[φαρμακοδυναμικός]], [[φαρμακοθεραπεία]], [[φαρμακοκάπηλος]], [[φαρμακοληψία]], [[φαρμακολογία]], [[φαρμακολύτρια]], [[φαρμακομανής]], [[φαρμακομύτης]], [[φαρμακοπότης]], [[φαρμακοστεγής]], [[φαρμακοσυλλέκτης]], [[φαρμακοτέχνης]], [[φαρμακοφυσική]], [[φαρμακοχημεία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αλεξιφάρμακος]], <i>αφάρμακος</i>, [[ευφάρμακος]], [[παμφάρμακος]], [[πενταφάρμακος]], [[πολυφάρμακος]], [[τετραφάρμακος]], [[φιλοφάρμακος]].
|mltxt=το / [[φάρμακον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[ουσία]] που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την [[αποκατάσταση]] της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού ή για [[προφύλαξη]] από τις νόσους, φαρμακευτικό [[προϊόν]], [[γιατρικό]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[μέσο]] που χρησιμεύει για την [[άμβλυνση]] δυσάρεστων ή αρνητικών καταστάσεων (α. «το χοντρό [[ντύσιμο]] [[είναι]] [[φάρμακο]] για το [[κρύο]]» β. «ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ [[φάρμακον]] κάλλιστον ἑᾱς ἀρετᾱς ἄλυξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις» <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(φαρμ.)</b> χημική [[ουσία]] που επηρεάζει τις λειτουργίες τών έμβιων όντων και τών μικροοργανισμών οι οποίοι τά προσβάλλουν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «γεωργικά φάρμακα» — ουσίες ή μίγματα ουσιών που χρησιμοποιούνται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της παραγωγής, επεξεργασίας ή αποθήκευσης τών γεωργικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται τα εντομοκτόνα, ακαρεοκτόνα, μυκητοκτόνα κ.ά., ουσίες που ελκύουν ή απωθούν έντομα και [[ακάρεα]] [[καθώς]] και ουσίες που απωθούν πτηνά και άλλα ανώτερα ζώα, χημειοστειρωτικές ουσίες εντόμων, ουσίες φυτορμονικής ή άλλης φύσης που επιδρούν στη [[φυσιολογία]] τών [[φυτών]] και, [[τέλος]], ιχνοστοιχεία, που χρησιμοποιούνται για τη [[θεραπεία]] τών [[φυτών]] από τις τροφοπενίες<br />β) «γαληνικά φάρμακα» ή «γαληνικά σκευάσματα»<br /><b>(φαρμ.)</b> φάρμακα που παρασκευάζονται στο [[φαρμακείο]] ή στη φαρμακοβιομηχανία από δραστική [[ουσία]], [[έκδοχο]] και βοηθητικές ουσίες, όπως [[είναι]] οι αλοιφές, τα βάμματα, τα σιρόπια, και τα οποία αποτελούν, [[μαζί]] με τις δρόγες και τα [[καθαρά]] χημικά σκευάσματα, τις κύριες ομάδες φαρμάκων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βότανο]] με θεραπευτικές ιδιότητες<br /><b>2.</b> [[δηλητήριο]], [[φαρμάκι]]<br /><b>3.</b> [[ποτό]] ή [[αλοιφή]] με μαγικές ιδιότητες·4. (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαγεία]], [[μαγγανεία]]<br /><b>5.</b> βοηθητικό [[μέσο]], [[βοήθημα]] («οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει [[φάρμακον]] [[ἄλλο]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[αλισίβα]] που χρησιμοποιείται στο [[πλύσιμο]]<br /><b>7.</b> [[μέσο]] ή [[τρόπος]] («μνήμης τε... και σοφίας [[φάρμακον]] εὑρέθη», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>8.</b> βαφική [[ουσία]], [[χρώμα]]<br /><b>9.</b> [[είδος]] υγρού που χρησιμοποιούν οι βυρσοδέψες<br /><b>10.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φάρμακον]]<br />ἡ [[ὑποστάθμη]]<br />ἄλλοι [[σύνθεσις]] ἧ κηδεύουσι τὰ ἱερὰ τῶν ζῴων»<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «τὰ τῆς λήθης φάρμακα» — τα γράμματα (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «[[φάρμακον]] μανίας» — [[λάδι]] χρήσιμο στους παλαιστές (Διογ. Λαέρ.)<br />γ) «φάρμακα ἐπίπαστα» και «φάρμακα καταπλαστά» — τα έμπλαστρα και τα καταπλάσματα, αντίστοιχα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνεια λ., όπως πιθανότατα και άλλα ονόματα [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἀμάρακος</i>, [[πιστάκη]]). Κατ' [[άλλη]] [[ωστόσο]] [[άποψη]], η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή [[προέλευση]] και αποτελεί θεματική [[μορφή]] αμάρτυρου τ. <i>φάρμ</i>-<i>αξ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φάρμα]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, <b>πρβλ.</b> [[ἕρμα]]: <i>ἕρμ</i>-<i>αξ</i>). Για την [[προέλευση]] του τ. [[φάρμα]] έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες επικρατέστερη [[είναι]] η ακόλουθη, [[επειδή]] στηρίζεται στην αρχική σημ. της λ. «[[βότανο]]»: ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>φαρ</i>- του ρ. [[φέρω]] (<b>πρβλ.</b> [[φάρω]], [[φαρέτρα]]), [[οπότε]] πρόκειται για το [[φυτό]], το [[βότανο]] που φέρει, που παράγει η γη (<b>πρβλ.</b> [[φέρμα]] [II] «[[καρπός]] της γης» και αλβ. <i>b</i><i>ā</i><i>r</i> «[[άχυρο]]» [[αλλά]] και «[[βότανο]]»). Αντίθετα, οι απόψεις που θεωρούν ως αρχική σημ. της λ. την [[έννοια]] της μαγείας, της θεραπείας με μαγικό τρόπο, όπως [[είναι]] η [[σύνδεση]] της με το λιθουαν. <i>burti</i> «[[γοητεύω]], [[θέλγω]], [[μαγεύω]]» και η [[αναγωγή]] της στη [[ρίζα]] <i>b</i><sup>h</sup><i>er</i>- «[[χτυπώ]]» ([[οπότε]] [[φάρμα]] «[[χτύπημα]] της μοίρας, του δαίμονα» και [[φάρμακον]] «[[θεραπεία]], [[τρόπος]] αντιμετώπισης του χτυπήματος») δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η [[άποψη]] ότι η λ. [[φάρμακον]] προήλθε από αμάρτυρο τ. <i>φαρμα</i>-<i>μακον</i> «[[μίγμα]] που χρησιμοποιείται για μαγικούς σκοπούς» (<span style="color: red;"><</span> [[φάρμα]] «[[μαγεία]]» <span style="color: red;">+</span> [[μάσσω]] «[[αναμιγνύω]]»), [[διότι]] [[εκτός]] από τις σημασιολογικές δυσχέρειες, προσκρούει και σε μορφολογικές δυσχέρειες σχετικές με το β' συνθετικό -<i>μακον</i>, [[αφού]] το ρ. [[μάσσω]] δεν απαντά σε κανένα [[άλλο]] σύνθ. με αυτήν τη [[μορφή]]. Απίθανη, [[τέλος]], θεωρείται και η [[σύνδεση]] της λ. με ρ. [[φύρω]] «[[ανακατεύω]], [[συγχέω]]». Η λ. [[φάρμακον]] με αρχική σημ. «[[βότανο]] με θεραπευτικές ιδιότητες» χρησιμοποιήθηκε αφ' ενός με σημ. «[[ουσία]], [[ποτό]] ή [[αλοιφή]] που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς», αφ' ετέρου με σημ. «[[ουσία]] με μαγικές ιδιότητες», από όπου, κατ' [[επέκταση]], η σημ. «[[μαγεία]], [[μαγγανεία]]» και η «ἐπὶ κακῷ» σημασιολογική [[εξέλιξη]] της λ. «[[δηλητήριο]], [[φαρμάκι]]». Η λ., [[τέλος]], χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει [[ουσία]], κατάλληλη για [[βαφή]], [[χρώμα]] και γενικά [[οτιδήποτε]] μπορεί να παραχθεί με χημικές διαδικασίες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φαρμακεύω]], [[φαρμάκι]](<i>ον</i>), [[φαρμακώδης]], [[φαρμακώ]](<i>νω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[φαρμακηρός]], [[φαρμακία]], [[φαρμακίς]], [[φαρμακίτης]], [[φαρμακίων]], [[φαρμακώ]], [[φαρμακωνίτις]], [[φαρμάσσω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φαρμακεύς]], [[φαρμακόεις]], [[φαρμακών]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φαρμακικός]], [[φαρμάκισσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαρμακάδα]], [[φαρμακείο]], [[φαρμακερός]], [[φαρμακίλα]], [[φαρμακούσα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φαρμακοθήκη]], [[φαρμακοποιός]], [[φαρμακοπώλης]], [[φαρμακοτρίβης]]·<b>αρχ.-μσν.</b> [[φαρμακοδοσία]] [[φαρμακόμαντις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φαρμακουργός]], [[φαρμακοφόρος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[φαρμακεργάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαρμακαποθήκη]], [[φαρμακέμπορος]], <i>φαρμακοβιομήχανος</i>, [[φαρμακοβοηθός]], [[φαρμακοβοτανική]], [[φαρμακογενής]], [[φαρμακόγλωσσος]], [[φαρμακογνώστης]], [[φαρμακογραφία]], [[φαρμακοδόχος]], [[φαρμακοδυναμικός]], [[φαρμακοθεραπεία]], [[φαρμακοκάπηλος]], [[φαρμακοληψία]], [[φαρμακολογία]], [[φαρμακολύτρια]], [[φαρμακομανής]], [[φαρμακομύτης]], [[φαρμακοπότης]], [[φαρμακοστεγής]], [[φαρμακοσυλλέκτης]], [[φαρμακοτέχνης]], [[φαρμακοφυσική]], [[φαρμακοχημεία]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αλεξιφάρμακος]], <i>αφάρμακος</i>, [[ευφάρμακος]], [[παμφάρμακος]], [[πενταφάρμακος]], [[πολυφάρμακος]], [[τετραφάρμακος]], [[φιλοφάρμακος]].
}}
}}
==Translations==
{{trml
Afrikaans: medisyne; Alabama: aissi; Albanian: ilaç; Amharic: ሕክምና; Arabic: دَوَاء‎; Aramaic: סמא‎; Armenian: դեղ, դեղորայք; Assamese: ঔষধ, দৰৱ; Asturian: melecina; Avar: дарман, дару; Azerbaijani: dərman, əlac; Bashkir: дарыу, дауа; Belarusian: ле́кі, ляка́рства; Bengali: দাওয়াই, ঔষধ; Breton: louzoù; Bulgarian: лека́рство; Burmese: ဆေး; Buryat: эм; Catalan: medicament; Chechen: молха; Cherokee: ᏅᏬᏘ; Chichewa: mankhwala; Chickasaw: itti̠sh; Chinese Dungan: йүә; Mandarin: 藥, 药, 藥材, 药材, 藥物, 药物, 藥品, 药品; Chukchi: инэнмэԓевичгын; Czech: lék; Danish: medicin, lægemiddel; Dutch: medicijn, geneesmiddel; Dzongkha: སྨན; Emilian: midgénna; Erzya: менькс; Esperanto: kuracilo; Estonian: arstirohi, medikament; Ewe: atike; Faroese: heilivágur; Finnish: lääke; French: médicament, remède; Galician: medicamento, medicina; Gamilaraay: dhalbin; Georgian: წამალი; German: [[Arznei]], [[Medizin]], [[Medikament]]; Greek: [[φάρμακο]]; Ancient Greek: [[φαρμάκιον]], [[φάρμακον]], [[φαρμάκευμα]], [[ἴαμα]], [[βοήθημα]], [[ἄκεστρον]], [[ἄκεσμα]], [[ἀλέξιον]]; Greenlandic: nakorsaat, katsorsaat; Gujarati: દવા, ઔષધ; Haitian Creole: medikaman; Halkomelem: stelmexw; Hausa: magani; Hawaiian: lāʻau; Hebrew: תְּרוּפָה‎; Hindi: औषधि, औषध, दवा, दारू, दवाई; Hungarian: gyógyszer, orvosság; Ibaloi: agas; Icelandic: lyf; Igbo: ogwu; Ilocano: agas; Indonesian: obat; Irish: cógas, leigheas; Isnag: axas; Italian: medicina, medicamento; Japanese: 薬, 薬剤, 医薬品; Jarai: jrao; Javanese: tamba, jamu, jampi, loloh; Kabuverdianu: ramédi; Kalmyk: эм; Kamba: daawa; Kankanaey: agas; Kannada: ಮದ್ದು, ಔಷಧ; Karao: agas; Kazakh: дауа, дәрі; Khmer: ថ្នាំ, ឱសថ; Kikuyu: ndawa; Korean: 약; Kurdish Central Kurdish: دەرمان‎, دەوا‎; Northern Kurdish: derman, îlac; Kyrgyz: дары; Lao: ຢາ; Latin: [[medicina]]; Latvian: zāles, medikaments; Limos Kalinga: agas; Lithuanian: vaistas, medikamentas; Livonian: āinad; Luhya: kamalesi; Luxembourgish: Medezin; Lü: ᦊᦱ; Macedonian: лек, лекарство; Malay: ubat; Malayalam: ഔഷധം, മരുന്ന്; Manchu: ᠣᡴ᠋ᡨ᠋ᠣ; Maori: rongoā, pūroi; Marathi: औषध; Meru: ndawa; Mongolian: эм; Navajo: azeeʼ; Neapolitan: 'mmericìna; Nepali: औषध; Northern Sami: dálkkas; Norwegian Bokmål: legemiddel, medikament, medisin, droge; Nynorsk: lækjemiddel, medikament, medicin; Occitan: medicament; Ojibwe: mashkiki; Old English: lǣċedōm, lācnung; Oriya: ଔଷଧ; Pali: osadha; Pashto: دوايي‎, دوا‎; Persian: دارو‎, درمان‎; Polish: lekarstwo, lek inan, medykament inan; Portuguese: remédio, medicamento; Punjabi: ਦਵਾ; Quechua: jampina; Romanian: medicament; Romansch: medicament, remedi; Russian: лека́рство, медикаме́нт, лека́рственное сре́дство; Sanskrit: औषध, भेषज, अगद; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Semai: penglai; Serbo-Croatian Cyrillic: лек, лије̑к, здравило; Roman: lek, lijȇk, zdravilo; Sindhi: دوا‎; Sinhalese: ඔසුව, ඖෂධය; Slovak: liek; Slovene: zdravilo; Sorbian Upper Sorbian: lěkarstwo, lěk, medikament; Sotho: moriana; Spanish: [[medicamento]], [[medicina]], [[remedio]], [[fármaco]]; Sundanese: ᮒᮒᮙ᮪ᮘ; Swahili: dawa; Swedish: läkemedel, medicin, drog; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tajik: дору; Tamil: மருந்து; Taos: woléne; Tatar: дару; Telugu: మందు, ఔషదం; Thai: ยา; Tibetan: སྨན; Tigrinya: ሕክምና; Tocharian B: sāṃtke; Tok Pisin: marasin; Turkish: ilaç, em; Turkmen: derman; Ukrainian: лі́ки, лік, ліка́рство; Urdu: ڈرگ‎, اوشدهی‎, اوشدهہ‎; Uyghur: دورا‎; Uzbek: iloj, dori, medikament; Venetian: medexina; Vietnamese: thuốc; Waray-Waray: bulong; Welsh: meddyginiaeth, moddion, ffisig; White Hmong: tsuaj; Yakut: эмп; Yiddish: מעדיצין‎; Yoruba: oogun; Zazaki: dermon; Zhuang: yw; Zulu: iselapho, umuthi
|trtx=Afrikaans: medisyne; Alabama: aissi; Albanian: ilaç; Amharic: ሕክምና; Arabic: دَوَاء‎; Aramaic: סמא‎; Armenian: դեղ, դեղորայք; Assamese: ঔষধ, দৰৱ; Asturian: melecina; Avar: дарман, дару; Azerbaijani: dərman, əlac; Bashkir: дарыу, дауа; Belarusian: ле́кі, ляка́рства; Bengali: দাওয়াই, ঔষধ; Breton: louzoù; Bulgarian: лека́рство; Burmese: ဆေး; Buryat: эм; Catalan: medicament; Chechen: молха; Cherokee: ᏅᏬᏘ; Chichewa: mankhwala; Chickasaw: itti̠sh; Chinese Dungan: йүә; Mandarin: 藥, 药, 藥材, 药材, 藥物, 药物, 藥品, 药品; Chukchi: инэнмэԓевичгын; Czech: lék; Danish: medicin, lægemiddel; Dutch: medicijn, geneesmiddel; Dzongkha: སྨན; Emilian: midgénna; Erzya: менькс; Esperanto: kuracilo; Estonian: arstirohi, medikament; Ewe: atike; Faroese: heilivágur; Finnish: lääke; French: médicament, remède; Galician: medicamento, medicina; Gamilaraay: dhalbin; Georgian: წამალი; German: [[Arznei]], [[Medizin]], [[Medikament]]; Greek: [[φάρμακο]]; Ancient Greek: [[φαρμάκιον]], [[φάρμακον]], [[φαρμάκευμα]], [[ἴαμα]], [[βοήθημα]], [[ἄκεστρον]], [[ἄκεσμα]], [[ἀλέξιον]]; Greenlandic: nakorsaat, katsorsaat; Gujarati: દવા, ઔષધ; Haitian Creole: medikaman; Halkomelem: stelmexw; Hausa: magani; Hawaiian: lāʻau; Hebrew: תְּרוּפָה‎; Hindi: औषधि, औषध, दवा, दारू, दवाई; Hungarian: gyógyszer, orvosság; Ibaloi: agas; Icelandic: lyf; Igbo: ogwu; Ilocano: agas; Indonesian: obat; Irish: cógas, leigheas; Isnag: axas; Italian: medicina, medicamento; Japanese: 薬, 薬剤, 医薬品; Jarai: jrao; Javanese: tamba, jamu, jampi, loloh; Kabuverdianu: ramédi; Kalmyk: эм; Kamba: daawa; Kankanaey: agas; Kannada: ಮದ್ದು, ಔಷಧ; Karao: agas; Kazakh: дауа, дәрі; Khmer: ថ្នាំ, ឱសថ; Kikuyu: ndawa; Korean: 약; Kurdish Central Kurdish: دەرمان‎, دەوا‎; Northern Kurdish: derman, îlac; Kyrgyz: дары; Lao: ຢາ; Latin: [[medicina]]; Latvian: zāles, medikaments; Limos Kalinga: agas; Lithuanian: vaistas, medikamentas; Livonian: āinad; Luhya: kamalesi; Luxembourgish: Medezin; Lü: ᦊᦱ; Macedonian: лек, лекарство; Malay: ubat; Malayalam: ഔഷധം, മരുന്ന്; Manchu: ᠣᡴ᠋ᡨ᠋ᠣ; Maori: rongoā, pūroi; Marathi: औषध; Meru: ndawa; Mongolian: эм; Navajo: azeeʼ; Neapolitan: 'mmericìna; Nepali: औषध; Northern Sami: dálkkas; Norwegian Bokmål: legemiddel, medikament, medisin, droge; Nynorsk: lækjemiddel, medikament, medicin; Occitan: medicament; Ojibwe: mashkiki; Old English: lǣċedōm, lācnung; Oriya: ଔଷଧ; Pali: osadha; Pashto: دوايي‎, دوا‎; Persian: دارو‎, درمان‎; Polish: lekarstwo, lek inan, medykament inan; Portuguese: remédio, medicamento; Punjabi: ਦਵਾ; Quechua: jampina; Romanian: medicament; Romansch: medicament, remedi; Russian: лека́рство, медикаме́нт, лека́рственное сре́дство; Sanskrit: औषध, भेषज, अगद; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Semai: penglai; Serbo-Croatian Cyrillic: лек, лије̑к, здравило; Roman: lek, lijȇk, zdravilo; Sindhi: دوا‎; Sinhalese: ඔසුව, ඖෂධය; Slovak: liek; Slovene: zdravilo; Sorbian Upper Sorbian: lěkarstwo, lěk, medikament; Sotho: moriana; Spanish: [[medicamento]], [[medicina]], [[remedio]], [[fármaco]]; Sundanese: ᮒᮒᮙ᮪ᮘ; Swahili: dawa; Swedish: läkemedel, medicin, drog; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tajik: дору; Tamil: மருந்து; Taos: woléne; Tatar: дару; Telugu: మందు, ఔషదం; Thai: ยา; Tibetan: སྨན; Tigrinya: ሕክምና; Tocharian B: sāṃtke; Tok Pisin: marasin; Turkish: ilaç, em; Turkmen: derman; Ukrainian: лі́ки, лік, ліка́рство; Urdu: ڈرگ‎, اوشدهی‎, اوشدهہ‎; Uyghur: دورا‎; Uzbek: iloj, dori, medikament; Venetian: medexina; Vietnamese: thuốc; Waray-Waray: bulong; Welsh: meddyginiaeth, moddion, ffisig; White Hmong: tsuaj; Yakut: эмп; Yiddish: מעדיצין‎; Yoruba: oogun; Zazaki: dermon; Zhuang: yw; Zulu: iselapho, umuthi
}}