φάρμακο
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
Greek Monolingual
το / φάρμακον, ΝΜΑ
1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό
2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση δυσάρεστων ή αρνητικών καταστάσεων (α. «το χοντρό ντύσιμο είναι φάρμακο για το κρύο» β. «ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾱς ἀρετᾱς ἄλυξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις» Πίνδ.)
νεοελλ.
1. (φαρμ.) χημική ουσία που επηρεάζει τις λειτουργίες τών έμβιων όντων και τών μικροοργανισμών οι οποίοι τά προσβάλλουν
2. φρ. α) «γεωργικά φάρμακα» — ουσίες ή μίγματα ουσιών που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της παραγωγής, επεξεργασίας ή αποθήκευσης τών γεωργικών προϊόντων, στα οποία περιλαμβάνονται τα εντομοκτόνα, ακαρεοκτόνα, μυκητοκτόνα κ.ά., ουσίες που ελκύουν ή απωθούν έντομα και ακάρεα καθώς και ουσίες που απωθούν πτηνά και άλλα ανώτερα ζώα, χημειοστειρωτικές ουσίες εντόμων, ουσίες φυτορμονικής ή άλλης φύσης που επιδρούν στη φυσιολογία τών φυτών και, τέλος, ιχνοστοιχεία, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία τών φυτών από τις τροφοπενίες
β) «γαληνικά φάρμακα» ή «γαληνικά σκευάσματα»
(φαρμ.) φάρμακα που παρασκευάζονται στο φαρμακείο ή στη φαρμακοβιομηχανία από δραστική ουσία, έκδοχο και βοηθητικές ουσίες, όπως είναι οι αλοιφές, τα βάμματα, τα σιρόπια, και τα οποία αποτελούν, μαζί με τις δρόγες και τα καθαρά χημικά σκευάσματα, τις κύριες ομάδες φαρμάκων
αρχ.
1. βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες
2. δηλητήριο, φαρμάκι
3. ποτό ή αλοιφή με μαγικές ιδιότητες·4. (κατ' επέκτ.) μαγεία, μαγγανεία
5. βοηθητικό μέσο, βοήθημα («οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο», Θεόκρ.)
6. αλισίβα που χρησιμοποιείται στο πλύσιμο
7. μέσο ή τρόπος («μνήμης τε... και σοφίας φάρμακον εὑρέθη», Πλάτ.)
8. βαφική ουσία, χρώμα
9. είδος υγρού που χρησιμοποιούν οι βυρσοδέψες
10. (κατά τον Ησύχ.) «φάρμακον
ἡ ὑποστάθμη
ἄλλοι σύνθεσις ἧ κηδεύουσι τὰ ἱερὰ τῶν ζῴων»
11. φρ. α) «τὰ τῆς λήθης φάρμακα» — τα γράμματα (Πλάτ.)
β) «φάρμακον μανίας» — λάδι χρήσιμο στους παλαιστές (Διογ. Λαέρ.)
γ) «φάρμακα ἐπίπαστα» και «φάρμακα καταπλαστά» — τα έμπλαστρα και τα καταπλάσματα, αντίστοιχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνεια λ., όπως πιθανότατα και άλλα ονόματα φυτών (πρβλ. ἀμάρακος, πιστάκη). Κατ' άλλη ωστόσο άποψη, η λ. έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και αποτελεί θεματική μορφή αμάρτυρου τ. φάρμ-αξ (< φάρμα + επίθημα -αξ, -ακος, πρβλ. ἕρμα: ἕρμ-αξ). Για την προέλευση του τ. φάρμα έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες επικρατέστερη είναι η ακόλουθη, επειδή στηρίζεται στην αρχική σημ. της λ. «βότανο»: ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα φαρ- του ρ. φέρω (πρβλ. φάρω, φαρέτρα), οπότε πρόκειται για το φυτό, το βότανο που φέρει, που παράγει η γη (πρβλ. φέρμα [II] «καρπός της γης» και αλβ. bār «άχυρο» αλλά και «βότανο»). Αντίθετα, οι απόψεις που θεωρούν ως αρχική σημ. της λ. την έννοια της μαγείας, της θεραπείας με μαγικό τρόπο, όπως είναι η σύνδεση της με το λιθουαν. burti «γοητεύω, θέλγω, μαγεύω» και η αναγωγή της στη ρίζα bher- «χτυπώ» (οπότε φάρμα «χτύπημα της μοίρας, του δαίμονα» και φάρμακον «θεραπεία, τρόπος αντιμετώπισης του χτυπήματος») δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι η λ. φάρμακον προήλθε από αμάρτυρο τ. φαρμα-μακον «μίγμα που χρησιμοποιείται για μαγικούς σκοπούς» (< φάρμα «μαγεία» + μάσσω «αναμιγνύω»), διότι εκτός από τις σημασιολογικές δυσχέρειες, προσκρούει και σε μορφολογικές δυσχέρειες σχετικές με το β' συνθετικό -μακον, αφού το ρ. μάσσω δεν απαντά σε κανένα άλλο σύνθ. με αυτήν τη μορφή. Απίθανη, τέλος, θεωρείται και η σύνδεση της λ. με ρ. φύρω «ανακατεύω, συγχέω». Η λ. φάρμακον με αρχική σημ. «βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες» χρησιμοποιήθηκε αφ' ενός με σημ. «ουσία, ποτό ή αλοιφή που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς», αφ' ετέρου με σημ. «ουσία με μαγικές ιδιότητες», από όπου, κατ' επέκταση, η σημ. «μαγεία, μαγγανεία» και η «ἐπὶ κακῷ» σημασιολογική εξέλιξη της λ. «δηλητήριο, φαρμάκι». Η λ., τέλος, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ουσία, κατάλληλη για βαφή, χρώμα και γενικά οτιδήποτε μπορεί να παραχθεί με χημικές διαδικασίες.
ΠΑΡ. φαρμακεύω, φαρμάκι(ον), φαρμακώδης, φαρμακώ(νω)
αρχ.
φαρμακηρός, φαρμακία, φαρμακίς, φαρμακίτης, φαρμακίων, φαρμακώ, φαρμακωνίτις, φαρμάσσω
αρχ.-μσν.
φαρμακεύς, φαρμακόεις, φαρμακών
μσν.
φαρμακικός, φαρμάκισσα
νεοελλ.
φαρμακάδα, φαρμακείο, φαρμακερός, φαρμακίλα, φαρμακούσα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) φαρμακοθήκη, φαρμακοποιός, φαρμακοπώλης, φαρμακοτρίβης·αρχ.-μσν. φαρμακοδοσία φαρμακόμαντις
μσν.
φαρμακουργός, φαρμακοφόρος
μσν.- νεοελλ.
φαρμακεργάτης
νεοελλ.
φαρμακαποθήκη, φαρμακέμπορος, φαρμακοβιομήχανος, φαρμακοβοηθός, φαρμακοβοτανική, φαρμακογενής, φαρμακόγλωσσος, φαρμακογνώστης, φαρμακογραφία, φαρμακοδόχος, φαρμακοδυναμικός, φαρμακοθεραπεία, φαρμακοκάπηλος, φαρμακοληψία, φαρμακολογία, φαρμακολύτρια, φαρμακομανής, φαρμακομύτης, φαρμακοπότης, φαρμακοστεγής, φαρμακοσυλλέκτης, φαρμακοτέχνης, φαρμακοφυσική, φαρμακοχημεία. (Β' συνθετικό) αρχ. αλεξιφάρμακος, αφάρμακος, ευφάρμακος, παμφάρμακος, πενταφάρμακος, πολυφάρμακος, τετραφάρμακος, φιλοφάρμακος.
Translations
medicine
Afrikaans: medisyne; Alabama: aissi; Albanian: ilaç; Amharic: ሕክምና; Arabic: دَوَاء; Aramaic: סמא; Armenian: դեղ, դեղորայք; Assamese: ঔষধ, দৰৱ; Asturian: melecina; Avar: дарман, дару; Azerbaijani: dərman, əlac; Bashkir: дарыу, дауа; Belarusian: ле́кі, ляка́рства; Bengali: দাওয়াই, ঔষধ; Breton: louzoù; Bulgarian: лека́рство; Burmese: ဆေး; Buryat: эм; Catalan: medicament; Chechen: молха; Cherokee: ᏅᏬᏘ; Chichewa: mankhwala; Chickasaw: itti̠sh; Chinese Dungan: йүә; Mandarin: 藥, 药, 藥材, 药材, 藥物, 药物, 藥品, 药品; Chukchi: инэнмэԓевичгын; Czech: lék; Danish: medicin, lægemiddel; Dutch: medicijn, geneesmiddel; Dzongkha: སྨན; Emilian: midgénna; Erzya: менькс; Esperanto: kuracilo; Estonian: arstirohi, medikament; Ewe: atike; Faroese: heilivágur; Finnish: lääke; French: médicament, remède; Galician: medicamento, medicina; Gamilaraay: dhalbin; Georgian: წამალი; German: Arznei, Medizin, Medikament; Greek: φάρμακο; Ancient Greek: φαρμάκιον, φάρμακον, φαρμάκευμα, ἴαμα, βοήθημα, ἄκεστρον, ἄκεσμα, ἀλέξιον; Greenlandic: nakorsaat, katsorsaat; Gujarati: દવા, ઔષધ; Haitian Creole: medikaman; Halkomelem: stelmexw; Hausa: magani; Hawaiian: lāʻau; Hebrew: תְּרוּפָה; Hindi: औषधि, औषध, दवा, दारू, दवाई; Hungarian: gyógyszer, orvosság; Ibaloi: agas; Icelandic: lyf; Igbo: ogwu; Ilocano: agas; Indonesian: obat; Irish: cógas, leigheas; Isnag: axas; Italian: medicina, medicamento; Japanese: 薬, 薬剤, 医薬品; Jarai: jrao; Javanese: tamba, jamu, jampi, loloh; Kabuverdianu: ramédi; Kalmyk: эм; Kamba: daawa; Kankanaey: agas; Kannada: ಮದ್ದು, ಔಷಧ; Karao: agas; Kazakh: дауа, дәрі; Khmer: ថ្នាំ, ឱសថ; Kikuyu: ndawa; Korean: 약; Kurdish Central Kurdish: دەرمان, دەوا; Northern Kurdish: derman, îlac; Kyrgyz: дары; Lao: ຢາ; Latin: medicina; Latvian: zāles, medikaments; Limos Kalinga: agas; Lithuanian: vaistas, medikamentas; Livonian: āinad; Luhya: kamalesi; Luxembourgish: Medezin; Lü: ᦊᦱ; Macedonian: лек, лекарство; Malay: ubat; Malayalam: ഔഷധം, മരുന്ന്; Manchu: ᠣᡴ᠋ᡨ᠋ᠣ; Maori: rongoā, pūroi; Marathi: औषध; Meru: ndawa; Mongolian: эм; Navajo: azeeʼ; Neapolitan: 'mmericìna; Nepali: औषध; Northern Sami: dálkkas; Norwegian Bokmål: legemiddel, medikament, medisin, droge; Nynorsk: lækjemiddel, medikament, medicin; Occitan: medicament; Ojibwe: mashkiki; Old English: lǣċedōm, lācnung; Oriya: ଔଷଧ; Pali: osadha; Pashto: دوايي, دوا; Persian: دارو, درمان; Polish: lekarstwo, lek inan, medykament inan; Portuguese: remédio, medicamento; Punjabi: ਦਵਾ; Quechua: jampina; Romanian: medicament; Romansch: medicament, remedi; Russian: лека́рство, медикаме́нт, лека́рственное сре́дство; Sanskrit: औषध, भेषज, अगद; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Semai: penglai; Serbo-Croatian Cyrillic: лек, лије̑к, здравило; Roman: lek, lijȇk, zdravilo; Sindhi: دوا; Sinhalese: ඔසුව, ඖෂධය; Slovak: liek; Slovene: zdravilo; Sorbian Upper Sorbian: lěkarstwo, lěk, medikament; Sotho: moriana; Spanish: medicamento, medicina, remedio, fármaco; Sundanese: ᮒᮒᮙ᮪ᮘ; Swahili: dawa; Swedish: läkemedel, medicin, drog; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tajik: дору; Tamil: மருந்து; Taos: woléne; Tatar: дару; Telugu: మందు, ఔషదం; Thai: ยา; Tibetan: སྨན; Tigrinya: ሕክምና; Tocharian B: sāṃtke; Tok Pisin: marasin; Turkish: ilaç, em; Turkmen: derman; Ukrainian: лі́ки, лік, ліка́рство; Urdu: ڈرگ, اوشدهی, اوشدهہ; Uyghur: دورا; Uzbek: iloj, dori, medikament; Venetian: medexina; Vietnamese: thuốc; Waray-Waray: bulong; Welsh: meddyginiaeth, moddion, ffisig; White Hmong: tsuaj; Yakut: эмп; Yiddish: מעדיצין; Yoruba: oogun; Zazaki: dermon; Zhuang: yw; Zulu: iselapho, umuthi