3,274,915
edits
m (Text replacement - ".[[" to ". [[") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό και μονάχος, -η, -ο (ΑΜ [[μοναχός]], -ή, -όν, Μ και μονάχος, -η, -ον και [[μοναχός]] και αμοναχός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[μοναχός]], η [[μοναχή]]<br />αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη [[λατρεία]] του Θεού σε [[μονή]], [[μοναστής]], [[καλόγηρος]] («πήγε στο Άγιο Όρος με σκοπό να γίνει [[μοναχός]]»)<br />2.[[έρημος]], εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[μαζί]] με άλλους, [[μόνος]], μεμονωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμιγής]], [[γνήσιος]], [[καθαρός]] («αυτό το [[ούζο]] [[είναι]] [[σπίρτο]] μονάχο»)<br /><b>2.</b> [[ερημικός]], [[απόμερος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτερυγιόποδων θηλαστικών της οικογένειας phocidae<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σίδερο]] μονάχο» — υγιέστατος [[άνθρωπος]]<br />β) «[[σπίρτο]] μονάχο» — πολύ [[ευφυής]] [[άνθρωπος]], [[άνθρωπος]] με [[οξεία]] [[αντίληψη]]<br />γ) «[[σκυλί]] μονάχο» — [[άνθρωπος]] με [[μεγάλη]] [[αντοχή]] ή [[άνθρωπος]] που [[είναι]] πολύ [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αβοήθητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με τη θέλησή του, με δική του [[πρωτοβουλία]], αυτός που δρα αυτοβούλως («[[μοναχός]] του το αποφάσισε και [[τώρα]] το μετάνιωσε»)<br /><b>3.</b> [[μοναδικός]], [[ένας]] μόνον αποκλειστικά [[ένας]]<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) [[σκέτος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μιλώ]] [[μοναχός]]» — [[παραμιλώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνόδευτος]]<br /><b>2.</b> [[ταλαίπωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[μοναξιά]]<br /><b>4.</b> [[μοναχικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δικαιοῦμαι [[μοναχός]]» — [[αυτοδιοικούμαι]], έχω [[αυτονομία]]<br />β) «[[χωρίζω]] ή χωρίζομαι [[μοναχός]] μου» — αποχωρίζομαι, [[ξεκόβω]] από μια [[ομάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νομικά έγγραφα) αυτός που γίνεται ή εκτελείται σε ένα μόνο [[αντίγραφο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μοναχόν</i><br />η [[μοναδικότητα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[μοναχά]]<br />οι ατομικές περιπτώσεις<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ινδικού υφάσματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μονάχα]] και [[μοναχά]] και [[μονάχας]] και [[μοναχάς]] (Μ [[μονάχα]] και [[μονάχανε]] και [[μόναχας]] και [[μονάχας]] και [[μοναχάς]])<br />(για να δηλωθεί [[μοναδικότητα]] ή [[αποκλειστικότητα]] προσώπου ή γεγονότος) μόνον, [[κατά]] έναν μόνον τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως [[μόριο]] αντιθετικό) υπό τον όρο ότι..., αρκεί μόνο να..., [[αλλά]], [[προπάντων]], [[αλλά]] όμως («πρόσεχε [[μονάχα]] μη σέ δουν»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αποκλειστικά και μόνο για..., μόνο και μόνο για...<br /><b>2.</b> [[απλώς]] και μόνο, [[απλώς]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λιγάκι]], για λίγο<br /><b>2.</b> [[αμέσως]]<br /><b>3.</b> [[μόλις]]<br /><b>αρχ.</b><br />με ομοιόμορφο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μοναχός]] (και <i>μονάχος</i>, με αναβιβασμό του τόνου) σχηματίστηκε από το θ. <i>μοναχ</i>- τών επιρρημάτων <i>μοναχῇ</i>, [[μοναχοῦ]], [[μοναχῶς]]. Το αρσ. και θηλ. ως ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν στους χριστιανικούς χρόνους για να δηλώσουν τον άνθρωπο που μονάζει, τον καλόγηρο. Με αυτήν τη σημ. τον τ. δανείστηκε η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>monachus</i>) από όπου η λ. πέρασε και στις άλλες γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>moine</i>, γερμ. <i>Μ</i><i>onch</i>, ιρλδ. <i>manacti</i>]. | |mltxt=-ή, -ό και μονάχος, -η, -ο (ΑΜ [[μοναχός]], -ή, -όν, Μ και μονάχος, -η, -ον και [[μοναχός]] και αμοναχός, -ή, -όν)<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) ο [[μοναχός]], η [[μοναχή]]<br />αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη [[λατρεία]] του Θεού σε [[μονή]], [[μοναστής]], [[καλόγηρος]] («πήγε στο Άγιο Όρος με σκοπό να γίνει [[μοναχός]]»)<br />2. [[έρημος]], εγκαταλελειμμένος<br /><b>3.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[μαζί]] με άλλους, [[μόνος]], μεμονωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμιγής]], [[γνήσιος]], [[καθαρός]] («αυτό το [[ούζο]] [[είναι]] [[σπίρτο]] μονάχο»)<br /><b>2.</b> [[ερημικός]], [[απόμερος]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] πτερυγιόποδων θηλαστικών της οικογένειας phocidae<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σίδερο]] μονάχο» — υγιέστατος [[άνθρωπος]]<br />β) «[[σπίρτο]] μονάχο» — πολύ [[ευφυής]] [[άνθρωπος]], [[άνθρωπος]] με [[οξεία]] [[αντίληψη]]<br />γ) «[[σκυλί]] μονάχο» — [[άνθρωπος]] με [[μεγάλη]] [[αντοχή]] ή [[άνθρωπος]] που [[είναι]] πολύ [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αβοήθητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει [[κάτι]] με τη θέλησή του, με δική του [[πρωτοβουλία]], αυτός που δρα αυτοβούλως («[[μοναχός]] του το αποφάσισε και [[τώρα]] το μετάνιωσε»)<br /><b>3.</b> [[μοναδικός]], [[ένας]] μόνον αποκλειστικά [[ένας]]<br /><b>4.</b> (για [[φαγητό]]) [[σκέτος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[μιλώ]] [[μοναχός]]» — [[παραμιλώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ασυνόδευτος]]<br /><b>2.</b> [[ταλαίπωρος]]<br /><b>3.</b> αυτός που προξενεί [[μοναξιά]]<br /><b>4.</b> [[μοναχικός]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «δικαιοῦμαι [[μοναχός]]» — [[αυτοδιοικούμαι]], έχω [[αυτονομία]]<br />β) «[[χωρίζω]] ή χωρίζομαι [[μοναχός]] μου» — αποχωρίζομαι, [[ξεκόβω]] από μια [[ομάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για νομικά έγγραφα) αυτός που γίνεται ή εκτελείται σε ένα μόνο [[αντίγραφο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μοναχόν</i><br />η [[μοναδικότητα]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[μοναχά]]<br />οι ατομικές περιπτώσεις<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[είδος]] ινδικού υφάσματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[μονάχα]] και [[μοναχά]] και [[μονάχας]] και [[μοναχάς]] (Μ [[μονάχα]] και [[μονάχανε]] και [[μόναχας]] και [[μονάχας]] και [[μοναχάς]])<br />(για να δηλωθεί [[μοναδικότητα]] ή [[αποκλειστικότητα]] προσώπου ή γεγονότος) μόνον, [[κατά]] έναν μόνον τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ως [[μόριο]] αντιθετικό) υπό τον όρο ότι..., αρκεί μόνο να..., [[αλλά]], [[προπάντων]], [[αλλά]] όμως («πρόσεχε [[μονάχα]] μη σέ δουν»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αποκλειστικά και μόνο για..., μόνο και μόνο για...<br /><b>2.</b> [[απλώς]] και μόνο, [[απλώς]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[λιγάκι]], για λίγο<br /><b>2.</b> [[αμέσως]]<br /><b>3.</b> [[μόλις]]<br /><b>αρχ.</b><br />με ομοιόμορφο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[μοναχός]] (και <i>μονάχος</i>, με αναβιβασμό του τόνου) σχηματίστηκε από το θ. <i>μοναχ</i>- τών επιρρημάτων <i>μοναχῇ</i>, [[μοναχοῦ]], [[μοναχῶς]]. Το αρσ. και θηλ. ως ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκαν στους χριστιανικούς χρόνους για να δηλώσουν τον άνθρωπο που μονάζει, τον καλόγηρο. Με αυτήν τη σημ. τον τ. δανείστηκε η λατ. ([[πρβλ]]. λατ. <i>monachus</i>) από όπου η λ. πέρασε και στις άλλες γλώσσες ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>moine</i>, γερμ. <i>Μ</i><i>onch</i>, ιρλδ. <i>manacti</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |