3,273,797
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΝ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[περιορισμός]] κάποιου σε ορισμένο χώρο, η [[παρεμπόδιση]] της επικοινωνίας του με τους [[εκτός]]<br /><b>2.</b> η επιβαλλόμενη, με τη [[βοήθεια]] του πολεμικού στόλου, από [[κράτος]] σε [[άλλο]] [[κράτος]] και σε καιρό ειρήνης [[διακοπή]] συγκοινωνιών και [[κάθε]] επικοινωνίας με άλλες χώρες<br /><b>3.</b> η [[απαγόρευση]] συμμετοχής σε διαγωνισμό ή αγώνα<br /><b>4.</b> «[[εμπορικός]] [[αποκλεισμός]]» — η [[άρνηση]] των εμπόρων ή των καταναλωτών μιας χώρας να εισαγάγουν ή να καταναλώσουν προϊόντα από κάποια [[άλλη]] [[χώρα]], το [[μποϋκοτάζ]]<br /><b>5.</b> «[[αποκλεισμός]] εργατών» — η [[διακοπή]] της λειτουργίας εργοστασίου ή υπηρεσίας που κηρύσσεται από τους εργοδότες για να εξουδετερωθεί η [[απεργία]] ή η [[τάση]] για [[απεργία]] των εργαζομένων, η [[ανταπεργία]], το λοκ [[άουτ]]<br /><b>6.</b> «[[ναυτικός]] [[αποκλεισμός]]» — [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία ναυτική [[δύναμη]] αποκλείει τα λιμάνια μιας χώρας απαγορεύοντας την είσοδο ή την [[έξοδο]] [[κάθε]] πλοίου, το εμπάργκο<br /><b>μσν.</b><br />[[πολιορκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να αποκλείσει [[κανείς]] κάποιον, να τον κλείσει έξω<br /><b>2.</b> το να κλείσει [[κανείς]] κάποιον [[μέσα]], στη [[φυλακή]]. | |mltxt=ο (ΑΝ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[περιορισμός]] κάποιου σε ορισμένο χώρο, η [[παρεμπόδιση]] της επικοινωνίας του με τους [[εκτός]]<br /><b>2.</b> η επιβαλλόμενη, με τη [[βοήθεια]] του πολεμικού στόλου, από [[κράτος]] σε [[άλλο]] [[κράτος]] και σε καιρό ειρήνης [[διακοπή]] συγκοινωνιών και [[κάθε]] επικοινωνίας με άλλες χώρες<br /><b>3.</b> η [[απαγόρευση]] συμμετοχής σε διαγωνισμό ή αγώνα<br /><b>4.</b> «[[εμπορικός]] [[αποκλεισμός]]» — η [[άρνηση]] των εμπόρων ή των καταναλωτών μιας χώρας να εισαγάγουν ή να καταναλώσουν προϊόντα από κάποια [[άλλη]] [[χώρα]], το [[μποϋκοτάζ]]<br /><b>5.</b> «[[αποκλεισμός]] εργατών» — η [[διακοπή]] της λειτουργίας εργοστασίου ή υπηρεσίας που κηρύσσεται από τους εργοδότες για να εξουδετερωθεί η [[απεργία]] ή η [[τάση]] για [[απεργία]] των εργαζομένων, η [[ανταπεργία]], το λοκ [[άουτ]]<br /><b>6.</b> «[[ναυτικός]] [[αποκλεισμός]]» — [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία ναυτική [[δύναμη]] αποκλείει τα λιμάνια μιας χώρας απαγορεύοντας την είσοδο ή την [[έξοδο]] [[κάθε]] πλοίου, το εμπάργκο<br /><b>μσν.</b><br />[[πολιορκία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να αποκλείσει [[κανείς]] κάποιον, να τον κλείσει έξω<br /><b>2.</b> το να κλείσει [[κανείς]] κάποιον [[μέσα]], στη [[φυλακή]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====prison=== | |||
Abkhaz: абахҭа; Adzera: karabus; Afrikaans: tronk, gevangenis; Albanian: burg; Amharic: ከርቼሌ, ዘብጥያ; Arabic: سِجْن; Egyptian Arabic: سجن; Hijazi Arabic: سِجِن; Moroccan Arabic: حبْس; Aramaic: ܚܒܘܫܝܐ; Armenian: բանտ; Aromanian: ncljisoari, hapsi, hãpsani, filichii, zundani, pudrumi; Asturian: cárcel, prisión; Avar: турма; Azerbaijani: həbsxana, zindan, dustaqxana, qazamat, türmə, həbs; Bashkir: төрмә; Basque: espetxe; Belarusian: турма, цямні́ца, астрог; Bengali: কারাগার; Bulgarian: затвор, дранголник, тъмница, тюрма, зандан; Burmese: အကျဉ်းထောင်, ထောင်; Catalan: presó, càrcer, presidi; Cebuano: bilanggoan, prisohan; Chechen: набахти; Cherokee: ᏗᏓᏍᏚᏗ; Chinese Cantonese: 監獄, 监狱, 牢獄, 牢狱, 監牢, 监牢; Dungan: йүҗян, банфонзы; Hakka: 監獄, 监狱, 監牢, 监牢, 囹仔; Mandarin: 監獄, 监狱, 牢獄, 牢狱, 監牢, 监牢, 班房; Min Nan: 監牢, 监牢, 監獄, 监狱, 櫳仔, 栊仔, 櫳仔內, 栊仔内; Wu: 監獄, 监狱; Coptic: ϣⲧⲉⲕⲟ, ⲕⲉⲣⲟⲩⲥⲓⲁ; Cornish: prison; Corsican: prigione, prigiò, prighjò, carcere, carcera; Czech: vězení, žalář, věznice; Danish: fængsel; Dutch: [[gevangenis]], [[kerker]]; Esperanto: malliberejo, prizono; Estonian: vangla; Farefare: yʋ'a deem; Faroese: fongsul, fangahús, gegl; Finnish: vankila, tyrmä; French: [[prison]], [[cabane]], [[geôle]], [[pénitencier]]; Old French: prison; Galician: prisión, cárcere, cadea, trenla; Georgian: ციხე, საპატიმრო; German: [[Gefängnis]], [[Knast]], [[Kerker]], [[Zuchthaus]]; Greek: [[φυλακή]], [[δεσμωτήριο]]; Ancient Greek: [[ἀναγκαῖον]], [[ἀπόκλεισμα]], [[ἀποκλεισμός]], [[δεσμοφυλάκειον]], [[δεσμωτήριον]], [[δικαιωτήριον]], [[εἰργμός]], [[εἱργμός]], [[εἰρκτή]], [[κάρκαρον]], [[κάρκαρος]], [[κἀρχαρον]], [[ὁρκάνη]], [[ὀχύρωμα]], [[συγκλειστήριον]], [[σωματοτροφεῖον]], [[τηρητήριον]], [[φυλακή]]; Greenlandic: parnaarussivik; Gujarati: તુરંગ; Hebrew: כֶּלֶא, בֵּית כֶּלֶא, בֵּית סֹהַר, בֵּית הָאֲסוּרִים; Hiligaynon: bilanggoan; Hindi: कारागार, बन्दीघर, जेल, क़ैदख़ाना; Hungarian: börtön; Icelandic: fangelsi; Ido: karcero; Ilocano: pagbaludan; Indonesian: penjara; Irish: príosún, carcair; Italian: [[prigione]], [[carcere]], [[fresco]]; Japanese: 監獄, 刑務所, 牢屋, 牢; Jarai: sang krư̆, sang mơnă; Kannada: ಜೈಲು; Kazakh: түрме, абақты; Khmer: គុក, ពន្ធនាគារ; Korean: 교도소(矯導所), 교화소(敎化所), 감옥(監獄), 형무소(刑務所); Kurdish Central Kurdish: بەندیخانە, گرتوخانە, زندان; Northern Kurdish: girtîgeh, zindan; Kyrgyz: түрмө, абак; Lao: ຄຸກ, ເຮືອນຈຳກາງ, ພັນທະນາຄານ, ຕະລາງ, ໂຮງຣາຊທັນ; Latin: [[carcer]]; Latvian: cietums; Lithuanian: kalėjimas; Livonian: vizākuodā; Luxembourgish: Prisong; Macedonian: затвор, зандана; Malay: penjara; Malayalam: കാരാഗൃഹം, ജയില്, തുറുങ്ക്; Maltese: ħabs; Manx: pryssoon; Maori: whare herehere; Marathi: तुरुंग; Mongolian Cyrillic: шорон, гяндан, хар гэр; Moore: bãens-roogo, bi-bees roogo; Navajo: awáalya; Nepali: थाना; Northern Sami: fáŋgal, ladni; Norwegian Bokmål: fengsel; Nynorsk: fengsel; Occitan: preson; Ojibwe: gibaakwa'odiiwigamig; Okinawan: 監獄, 牢屋, 牢; Old Church Slavonic Cyrillic: тьмьница, острогъ; Old East Slavic: тюрма, тьмьница, острогъ; Old English: cweartern, carcern; Oromo: mana hidhaa; Ossetian: ахӕстон; Pashto: زندان, اړتون, بنديخانه, جېل, جېلخانه, قيدخانه, محبس; Persian: زندان; Plautdietsch: Kjarkja, Jefenkjniss; Polish: więzienie, pierdel; Portuguese: [[prisão]], [[cadeia]], [[xadrez]], [[cárcere]]; Punjabi: ਜੇਲ੍ਹ, ਬੰਦੀਖਾਨਾ, ਬੰਦੀਖ਼ਾਨਾ, ਕੈਦਖਾਨਾ, ਕੈਦਖ਼ਾਨਾ; Quechua: laqha wasi; Romanian: închisoare, pușcărie, temniță; Romansch: praschun; Russian: [[тюрьма]], [[темница]], [[острог]], [[кутузка]], [[каталажка]], [[тюряга]], [[зона]], [[каземат]]; Sanskrit: कारागृह, कारागार; Scots: preeson; Scottish Gaelic: prìosan; Serbo-Croatian Cyrillic: затвор, та̀мница; Roman: zátvor, tàmnica; Sinhalese: සිරගෙදර; Slovak: väznica, väzenie, žalár; Slovene: zapor, ječa; Sorbian Lower Sorbian: popajźeństwo; Upper Sorbian: jastwo; Southern Altai: тӱрме; Spanish: [[cárcel]], [[prisión]], [[penitenciaría]], [[chirona]], [[trullo]], [[talego]]; Svan: დჷლიგ; Swahili: jela, gereza; Swedish: fängelse; Tagalog: bilangguan, piitan; Tajik: зиндон; Tamil: சிறை, சிறைச்சாலை; Tatar: төрмә; Telugu: జైలు, కారాగారం; Thai: คุก, กรงขัง, เรือนจำ, พันธนาคาร, ทัณฑสถาน; Tibetan: བཙོན་ཁང; Tigrinya: ቤት ማእሰርቲ; Tocharian B: prautke; Tok Pisin: kalabus; Turkish: hapis, hapishane, cezaevi; Turkmen: türme; Tuvan: кара-бажың; Ukrainian: в'язниця, тюрма, темниця, острог; Urdu: کاراگار, بندیگھر, جیل, قیدخانہ; Uyghur: تۈرمە, قاماقخانا; Uzbek: turma, qamoqxona; Vietnamese: tù, nhà tù; Volapük: fanäböp; Walloon: prijhon; Welsh: carchar; West Frisian: finzenis; Yiddish: טורמע, תּפֿיסה; Yonaguni: 牢屋; Zhuang: banfuengz, gam, lauz, fuengz | |||
}} | }} |