ἀποκλεισμός
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
ὁ, exclusion, Arr.Epict.4.7.20, Artem.3.54; but, prison, Aq.Ps.141(142).8.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 exclusión ἀποκλεισμὸς ἐμοί οὐ γίνεται no se me puede cerrar el paso Arr.Epict.4.7.20.
2 encierro ἐξάγαγε ἐξ ἀποκλεισμοῦ τὴν ψυχήν μου Aq.Ps.141(142).8, cf. Artem.3.54.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
prison.
Étymologie: ἀποκλείω.
Greek Monolingual
ο (ΑΝ)
νεοελλ.
1. ο περιορισμός κάποιου σε ορισμένο χώρο, η παρεμπόδιση της επικοινωνίας του με τους εκτός
2. η επιβαλλόμενη, με τη βοήθεια του πολεμικού στόλου, από κράτος σε άλλο κράτος και σε καιρό ειρήνης διακοπή συγκοινωνιών και κάθε επικοινωνίας με άλλες χώρες
3. η απαγόρευση συμμετοχής σε διαγωνισμό ή αγώνα
4. «εμπορικός αποκλεισμός» — η άρνηση των εμπόρων ή των καταναλωτών μιας χώρας να εισαγάγουν ή να καταναλώσουν προϊόντα από κάποια άλλη χώρα, το μποϋκοτάζ
5. «αποκλεισμός εργατών» — η διακοπή της λειτουργίας εργοστασίου ή υπηρεσίας που κηρύσσεται από τους εργοδότες για να εξουδετερωθεί η απεργία ή η τάση για απεργία των εργαζομένων, η ανταπεργία, το λοκ άουτ
6. «ναυτικός αποκλεισμός» — κατάσταση κατά την οποία ναυτική δύναμη αποκλείει τα λιμάνια μιας χώρας απαγορεύοντας την είσοδο ή την έξοδο κάθε πλοίου, το εμπάργκο
μσν.
πολιορκία
αρχ.
1. το να αποκλείσει κανείς κάποιον, να τον κλείσει έξω
2. το να κλείσει κανείς κάποιον μέσα, στη φυλακή.
Translations
prison
Abkhaz: абахҭа; Adzera: karabus; Afrikaans: tronk, gevangenis; Albanian: burg; Amharic: ከርቼሌ, ዘብጥያ; Arabic: سِجْن; Egyptian Arabic: سجن; Hijazi Arabic: سِجِن; Moroccan Arabic: حبْس; Aramaic: ܚܒܘܫܝܐ; Armenian: բանտ; Aromanian: ncljisoari, hapsi, hãpsani, filichii, zundani, pudrumi; Asturian: cárcel, prisión; Avar: турма; Azerbaijani: həbsxana, zindan, dustaqxana, qazamat, türmə, həbs; Bashkir: төрмә; Basque: espetxe; Belarusian: турма, цямні́ца, астрог; Bengali: কারাগার; Bulgarian: затвор, дранголник, тъмница, тюрма, зандан; Burmese: အကျဉ်းထောင်, ထောင်; Catalan: presó, càrcer, presidi; Cebuano: bilanggoan, prisohan; Chechen: набахти; Cherokee: ᏗᏓᏍᏚᏗ; Chinese Cantonese: 監獄, 监狱, 牢獄, 牢狱, 監牢, 监牢; Dungan: йүҗян, банфонзы; Hakka: 監獄, 监狱, 監牢, 监牢, 囹仔; Mandarin: 監獄, 监狱, 牢獄, 牢狱, 監牢, 监牢, 班房; Min Nan: 監牢, 监牢, 監獄, 监狱, 櫳仔, 栊仔, 櫳仔內, 栊仔内; Wu: 監獄, 监狱; Coptic: ϣⲧⲉⲕⲟ, ⲕⲉⲣⲟⲩⲥⲓⲁ; Cornish: prison; Corsican: prigione, prigiò, prighjò, carcere, carcera; Czech: vězení, žalář, věznice; Danish: fængsel; Dutch: gevangenis, kerker; English: big house, calaboose, can, chokey, choky, clink, correctional facility, correctional institution, hock, house of detention, joint, jug, nick, pen, penitentiary, porridge, prison, queer ken, slam, slammer, stir; Esperanto: malliberejo, prizono; Estonian: vangla; Farefare: yʋ'a deem; Faroese: fongsul, fangahús, gegl; Finnish: vankila, tyrmä; French: prison, cabane, geôle, pénitencier; Old French: prison; Galician: prisión, cárcere, cadea, trenla; Georgian: ციხე, საპატიმრო; German: Gefängnis, Knast, Kerker, Zuchthaus; Greek: γκιζντάνι, δεσμωτήριο, μπουζού, στενή, φρέσκο, φυλάκα, φυλακή, ψειρού; Ancient Greek: ἀναγκαῖον, ἀπόκλεισμα, ἀποκλεισμός, δεσμοφυλάκειον, δεσμωτήριον, δικαιωτήριον, εἰργμός, εἱργμός, εἰρκτή, κάρκαρον, κάρκαρος, ὁρκάνη, ὀχύρωμα, συγκλειστήριον, σωματοτροφεῖον, τηρητήριον, φρούριον, φρουρά, φρουρή, φυλακή; Greenlandic: parnaarussivik; Gujarati: તુરંગ; Hebrew: כֶּלֶא, בֵּית כֶּלֶא, בֵּית סֹהַר, בֵּית הָאֲסוּרִים; Hiligaynon: bilanggoan; Hindi: कारागार, बन्दीघर, जेल, क़ैदख़ाना; Hungarian: börtön; Icelandic: fangelsi; Ido: karcero; Ilocano: pagbaludan; Indonesian: penjara; Irish: príosún, carcair; Italian: prigione, carcere, fresco; Japanese: 監獄, 刑務所, 牢屋, 牢; Jarai: sang krư̆, sang mơnă; Kannada: ಜೈಲು; Kazakh: түрме, абақты; Khmer: គុក, ពន្ធនាគារ; Korean: 교도소(矯導所), 교화소(敎化所), 감옥(監獄), 형무소(刑務所); Kurdish Central Kurdish: بەندیخانە, گرتوخانە, زندان; Northern Kurdish: girtîgeh, zindan; Kyrgyz: түрмө, абак; Lao: ຄຸກ, ເຮືອນຈຳກາງ, ພັນທະນາຄານ, ຕະລາງ, ໂຮງຣາຊທັນ; Latin: carcer; Latvian: cietums; Lithuanian: kalėjimas; Livonian: vizākuodā; Luxembourgish: Prisong; Macedonian: затвор, зандана; Malay: penjara; Malayalam: കാരാഗൃഹം, ജയില്, തുറുങ്ക്; Maltese: ħabs; Manx: pryssoon; Maori: whare herehere; Marathi: तुरुंग; Mongolian Cyrillic: шорон, гяндан, хар гэр; Moore: bãens-roogo, bi-bees roogo; Navajo: awáalya; Nepali: थाना; Northern Sami: fáŋgal, ladni; Norwegian Bokmål: fengsel; Nynorsk: fengsel; Occitan: preson; Ojibwe: gibaakwa'odiiwigamig; Okinawan: 監獄, 牢屋, 牢; Old Church Slavonic Cyrillic: тьмьница, острогъ; Old East Slavic: тюрма, тьмьница, острогъ; Old English: cweartern, carcern; Oromo: mana hidhaa; Ossetian: ахӕстон; Pashto: زندان, اړتون, بنديخانه, جېل, جېلخانه, قيدخانه, محبس; Persian: زندان; Plautdietsch: Kjarkja, Jefenkjniss; Polish: więzienie, pierdel; Portuguese: prisão, cadeia, xadrez, cárcere; Punjabi: ਜੇਲ੍ਹ, ਬੰਦੀਖਾਨਾ, ਬੰਦੀਖ਼ਾਨਾ, ਕੈਦਖਾਨਾ, ਕੈਦਖ਼ਾਨਾ; Quechua: laqha wasi; Romanian: închisoare, pușcărie, temniță; Romansch: praschun; Russian: тюрьма, темница, острог, кутузка, каталажка, тюряга, зона, каземат; Sanskrit: कारागृह, कारागार; Scots: preeson; Scottish Gaelic: prìosan; Serbo-Croatian Cyrillic: затвор, та̀мница; Roman: zátvor, tàmnica; Sinhalese: සිරගෙදර; Slovak: väznica, väzenie, žalár; Slovene: zapor, ječa; Sorbian Lower Sorbian: popajźeństwo; Upper Sorbian: jastwo; Southern Altai: тӱрме; Spanish: cárcel, prisión, penitenciaría, chirona, trullo, talego; Svan: დჷლიგ; Swahili: jela, gereza; Swedish: fängelse; Tagalog: bilangguan, piitan; Tajik: зиндон; Tamil: சிறை, சிறைச்சாலை; Tatar: төрмә; Telugu: జైలు, కారాగారం; Thai: คุก, กรงขัง, เรือนจำ, พันธนาคาร, ทัณฑสถาน; Tibetan: བཙོན་ཁང; Tigrinya: ቤት ማእሰርቲ; Tocharian B: prautke; Tok Pisin: kalabus; Turkish: hapis, hapishane, cezaevi; Turkmen: türme; Tuvan: кара-бажың; Ukrainian: в'язниця, тюрма, темниця, острог; Urdu: کاراگار, بندیگھر, جیل, قیدخانہ; Uyghur: تۈرمە, قاماقخانا; Uzbek: turma, qamoqxona; Vietnamese: tù, nhà tù; Volapük: fanäböp; Walloon: prijhon; Welsh: carchar; West Frisian: finzenis; Yiddish: טורמע, תּפֿיסה; Yonaguni: 牢屋; Zhuang: banfuengz, gam, lauz, fuengz