γόης: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0500.png Seite 500]] ητος, ὁ ([[γοάω]]), 1) ein Weinender, Wehklagender, Aesch. Ch. 809. – 2) nach Eust. ὁ μετὰ γόου ἐπᾴδων, Zauberer, die ihre Zaubersprüche mit dumpfem, heulendem Ton vortrugen, ursprünglich in gutem Sinne, aber gew. in üblem; καὶ [[ἐπῳδός]] Eur. Hipp. 1038; vgl. Bacch. 234; ebenso Her. 4, 105; auch 7, 191 ist γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ richtige Lesart für γόῃσι; nach B. A. 31 ἀττικώτερον τοῦ [[μάγος]]: allgemein, Gaukler, Betrüger, VLL. πλανός, [[ἀπατεών]]; nach Möris attisch für das hellenistische [[κόλαξ]]; Plat. vrbdt Couv. 203 d γ. καὶ [[φαρμακεύς]] (Dem. 18, 276, vgl. 29, 32) καὶ [[σοφιστής]]; vgl. Soph. 235 a; καὶ [[μιαρός]] Din. 1, 92. 95. Vgl. über das Wort u. die abgeleiteten Sturz Empedocl. I p. 36 ff c
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0500.png Seite 500]] ητος, ὁ ([[γοάω]]), 1) ein Weinender, Wehklagender, Aesch. Ch. 809. – 2) nach Eust. ὁ μετὰ γόου ἐπᾴδων, Zauberer, die ihre Zaubersprüche mit dumpfem, heulendem Ton vortrugen, ursprünglich in gutem Sinne, aber gew. in üblem; καὶ [[ἐπῳδός]] Eur. Hipp. 1038; vgl. Bacch. 234; ebenso Her. 4, 105; auch 7, 191 ist γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ richtige Lesart für γόῃσι; nach B. A. 31 ἀττικώτερον τοῦ [[μάγος]]: allgemein, Gaukler, Betrüger, VLL. πλανός, [[ἀπατεών]]; nach Möris attisch für das hellenistische [[κόλαξ]]; Plat. vrbdt Couv. 203 d γ. καὶ [[φαρμακεύς]] (Dem. 18, 276, vgl. 29, 32) καὶ [[σοφιστής]]; vgl. Soph. 235 a; καὶ [[μιαρός]] Din. 1, 92. 95. Vgl. über das Wort u. die abgeleiteten Sturz Empedocl. I p. 36 ff c
}}
{{bailly
|btext=ητος (ὁ) :<br /><b>1</b> sorcier, magicien;<br /><b>2</b> charlatan, imposteur.<br />'''Étymologie:''' [[γοάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γόης''': -ητος, ὁ, ([[γοάω]]) [[κυρίως]], ὁ θρηνῶν, ὁ κραυγάζων, γογγύζων (πρβλ. [[γοητής]]), καὶ [[ἑπομένως]] (ἐκ τῶν γοερῶν φωνῶν ἐν αἷς ἐψάλλοντο αἱ μαγικαὶ ἐπῳδαί, barbaricus ululatus, Σενέκας) μάγος, [[πλάνος]], [[ἐπῳδός]], Ἡρόδ. 2.33., 4. 105· γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονὸς Εὐρ. Βάκχ. 234, πρβλ. Ἱππ. 1038, Σοφ. Αἴ. 582· ἐν Ἡροδ. 7. 191 (γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ) γόησι φαίνεται νὰ σημαίνῃ: διὰ μέσου μάγων. 2) [[θαυματοποιός]], [[ψεύστης]], [[ἀπατεών]], δεινὸς [[γόης]] καὶ [[φαρμακεύς]] καὶ [[σοφιστής]] Πλάτ. Συμπ. 203D· δεινόν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων Δημ. 318. 1· [[ἄπιστος]], γ., πονηρὸς ὁ αὐτ. 374. 20· μάγος καὶ γ. Αἰσχίν. 73. 13.
|lstext='''γόης''': -ητος, ὁ, ([[γοάω]]) [[κυρίως]], ὁ θρηνῶν, ὁ κραυγάζων, γογγύζων (πρβλ. [[γοητής]]), καὶ [[ἑπομένως]] (ἐκ τῶν γοερῶν φωνῶν ἐν αἷς ἐψάλλοντο αἱ μαγικαὶ ἐπῳδαί, barbaricus ululatus, Σενέκας) μάγος, [[πλάνος]], [[ἐπῳδός]], Ἡρόδ. 2.33., 4. 105· γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονὸς Εὐρ. Βάκχ. 234, πρβλ. Ἱππ. 1038, Σοφ. Αἴ. 582· ἐν Ἡροδ. 7. 191 (γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ) γόησι φαίνεται νὰ σημαίνῃ: διὰ μέσου μάγων. 2) [[θαυματοποιός]], [[ψεύστης]], [[ἀπατεών]], δεινὸς [[γόης]] καὶ [[φαρμακεύς]] καὶ [[σοφιστής]] Πλάτ. Συμπ. 203D· δεινόν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων Δημ. 318. 1· [[ἄπιστος]], γ., πονηρὸς ὁ αὐτ. 374. 20· μάγος καὶ γ. Αἰσχίν. 73. 13.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ὁ) :<br /><b>1</b> sorcier, magicien;<br /><b>2</b> charlatan, imposteur.<br />'''Étymologie:''' [[γοάω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR