γόης

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόης Medium diacritics: γόης Low diacritics: γόης Capitals: ΓΟΗΣ
Transliteration A: góēs Transliteration B: goēs Transliteration C: gois Beta Code: go/hs

English (LSJ)

γόητος, ὁ,
A sorcerer, wizard, Phoronis 2, Hdt.2.33,4.105, Pl.R. 380d, Phld.Ir.p.29 W.; γόης ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός E.Ba.234, cf. Hipp.1038; prob. f.l. for βοῇσι Hdt.7.191.
2 juggler, cheat, δεινὸς γόης καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής Pl.Smp.203d; δεινὸν καὶ γόην καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων D.18.276; ἄπιστος γόης πονηρός Id.19.109; μάγος καὶ γόης Aeschin.3.137: Comp. γοητότερος Ach.Tat.6.7 (s.v.l.). (Cf. Lith. žavēti 'incantare'.)

Spanish (DGE)

-ητος, ὁ
• Morfología: [fem. Ael.NA 15.11; adj. compar. γοητότερος Ach.Tat.6.7.4]
I 1brujo, hechicero, mago γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός E.Ba.234, cf. Phoronis 2, Hdt.2.33, 4.105, E.Hipp.1038, Xenomedes 1, Pl.R.380d, Posidon.279, M.Ant.1.6, Luc.Pisc.25, Ael.NA 3.17, Plot.4.4.40, Hsch.
hechicera γ. καὶ φαρμακίς Ael.l.c.
2 charlatán, impostor δεινὸς γ. καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής Pl.Smp.203d, cf. D.18.276, μάγος καὶ γ. Aeschin.3.137, Γοήτων φώρα Los charlatanes desenmascarados tít. de una obra de Oenom. contra los oráculos, Eus.PE 5.18.6, cf. Erot.Fr.Pap.(?) en Hermes 55.1920.191, κόλαξ καὶ γ. D.Chr.77/78.33, cf. Aristid.Or.28.11, I.Ap.2.145, Origenes Cels.2.49, Hsch.
3 dud. persona que se lamenta o quizá que lanza gritos prob. rituales γοήτων νόμον μεθήσομεν A.Ch.822.
II adj.
1 de pers. charlatán, impostor, embaucador ἄπιστος, γ., πονηρός D.19.109, γ. ἀνήρ I.BI 4.85, AI 20.97, πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες 2Ep.Ti.3.13, Ἄραβές εἰσιν ... ψεῦσταί τε καὶ γόητες Babr.57.13, cf. Plu.2.63a, Numen.27.33.
2 mágico, encantador τὸ (δάκρυον) δὲ τῶν γυναικῶν ... ὅσῳ θαλερώτερον, τοσούτῳ καὶ γοητότερον Ach.Tat.l.c.

German (Pape)

[Seite 500] ητος, ὁ (γοάω), 1) ein Weinender, Wehklagender, Aesch. Ch. 809. – 2) nach Eust. ὁ μετὰ γόου ἐπᾴδων, Zauberer, die ihre Zaubersprüche mit dumpfem, heulendem Ton vortrugen, ursprünglich in gutem Sinne, aber gew. in üblem; καὶ ἐπῳδός Eur. Hipp. 1038; vgl. Bacch. 234; ebenso Her. 4, 105; auch 7, 191 ist γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ richtige Lesart für γόῃσι; nach B. A. 31 ἀττικώτερον τοῦ μάγος: allgemein, Gaukler, Betrüger, VLL. πλανός, ἀπατεών; nach Möris attisch für das hellenistische κόλαξ; Plat. vrbdt Couv. 203 d γ. καὶ φαρμακεύς (Dem. 18, 276, vgl. 29, 32) καὶ σοφιστής; vgl. Soph. 235 a; καὶ μιαρός Din. 1, 92. 95. Vgl. über das Wort u. die abgeleiteten Sturz Empedocl. I p. 36 ff c

French (Bailly abrégé)

ητος (ὁ) :
1 sorcier, magicien;
2 charlatan, imposteur.
Étymologie: γοάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γόης -ητος, ὁ γοάω tovenaar; oplichter, bedrieger:. δεινὸς γόης καὶ φαρμακεὺς καὶ σοφιστής hij is een vreselijke bedrieger, magiër en sofist Plat. Smp. 203d; ἄπιστος γόης πονηρός onbetrouwbaar, een bedrieger, een schurk Dem. 19.109.

Russian (Dvoretsky)

γόης: ητος ὁ
1 заклинатель, колдун Her., Eur.;
2 обманщик, шарлатан Plat., Dem.

Middle Liddell

γοάω
1. one who howls out enchantments, a sorcerer, enchanter, Hdt., Eur.; γόησι καταείδοντες charming by means of sorcerers, Hdt.
2. a juggler, cheat, Plat., Dem.

English (Strong)

from goao (to wail); properly, a wizard (as muttering spells), i.e. (by implication) an imposter: seducer.

English (Thayer)

γοητος, ὁ (γοάω to bewail, howl);
1. a wailer, howler: Aeschylus choëph. 823 (Hermann, et al. γοητής).
2. a juggler, enchanter (because incantations used to be uttered in a kind of howl).
3. a deceiver, impostor: Herodotus, Euripides, Plato, and subsequent writers).

Greek Monolingual

και γόητας, ο (θηλ. γόησσα, η) (AM γόης, ο) γοώ
μάγος, θαυματοποιόςγόης φιδιών», «μάγος και γόης»)
νεοελλ.
αυτός που σαγηνεύει με την ομορφιά του
αρχ.
απατεώνας.

Greek Monotonic

γόης: -ητος, ὁ (γοάω),
1. αυτός που κραυγάζει και λόγω του ότι οι μαγικές επωδές ψάλλονταν με γοερές φωνές, αυτός που εκστομίζει μάγια, ξόρκια, ο μάγος, σε Ηρόδ., Ευρ.· γόησι καταείδοντες, γοητευτικός ως μάγος, σε Ηρόδ.
2. θαυματοποιός, απατεώνας, σε Πλάτ., Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

γόης: -ητος, ὁ, (γοάω) κυρίως, ὁ θρηνῶν, ὁ κραυγάζων, γογγύζων (πρβλ. γοητής), καὶ ἑπομένως (ἐκ τῶν γοερῶν φωνῶν ἐν αἷς ἐψάλλοντο αἱ μαγικαὶ ἐπῳδαί, barbaricus ululatus, Σενέκας) μάγος, πλάνος, ἐπῳδός, Ἡρόδ. 2.33., 4. 105· γ. ἐπῳδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονὸς Εὐρ. Βάκχ. 234, πρβλ. Ἱππ. 1038, Σοφ. Αἴ. 582· ἐν Ἡροδ. 7. 191 (γόησι καταείδοντες τῷ ἀνέμῳ) γόησι φαίνεται νὰ σημαίνῃ: διὰ μέσου μάγων. 2) θαυματοποιός, ψεύστης, ἀπατεών, δεινὸς γόης καὶ φαρμακεύς καὶ σοφιστής Πλάτ. Συμπ. 203D· δεινόν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν… ὀνομάζων Δημ. 318. 1· ἄπιστος, γ., πονηρὸς ὁ αὐτ. 374. 20· μάγος καὶ γ. Αἰσχίν. 73. 13.

Chinese

原文音譯:gÒhj 哥誒士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:呻吟(者)
字義溯源:巫術家,騙子,迷惑人者,施魔法者;源自(γνώριμος / γνωστός)X*=哭泣)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 迷惑人的(1) 提後3:13

English (Woodhouse)

charlatan, enchanter, juggler, one who cheats

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού θρηνεῖ, μάγος πού μέ δυνατές φωνές ξεστόμιζε μαγεῖες, ψεύτης, ἀπατεώνας). Ἀπό τό γοάω.

Translations

juggler

Armenian: ժոնգլյոր; Belarusian: жанглёр, жанглёрка; Bulgarian: жонгльор, жонгльорка; Catalan: malabarista; Chinese Mandarin: 雜耍演員, 杂耍演员, 變戲法的人, 变戏法的人; Czech: žonglér, žonglérka; Danish: jonglør; Esperanto: ĵonglisto; Finnish: jonglööri; French: jongleur, jongleuse; Georgian: ჟონგლიორი; German: Jongleur, Jongleurin; Greek: ζογκλέρ; Ancient Greek: ἀγύρτης, γόης, θαυματοποιός, μάγος, σφαιροπαίκτης, σφαιροποιός, ψηφάς; Hungarian: zsonglőr; Italian: giocoliere, giocoliera; Japanese: ジャグラー; Korean: 저글러; Latin: praestigiator, praestigiatrix, aeruscator; Macedonian: жонглер, жонглерка; Maharastri Prakrit: 𑀥𑀫𑁆𑀫𑀺𑀅; Norwegian Bokmål: sjonglør; Nynorsk: sjonglør; Persian: ژانگلر; Polish: żongler, żonglerka; Portuguese: malabarista; Romanian: jongler; Russian: жонглёр, жонглёрша; Sicilian: jucularu, juculeri; Spanish: malabarista; Swedish: jonglör; Turkish: jonglör; Turkmen: žonglýor; Ukrainian: жонглер, жонглерка