δραστήριος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] ον, thatkräftig, unternehmend; Eur. Hel. 998; ἐς τὰ πάντα Thuc. 4, 81, der τὸ δραστήριον, die Thatkraft, den Unternehmungsgeist, dem ἄπραγμον entgegensetzt, 2, 63; Plut. vrbdt τὸ δρ. καὶ τὸ γαῦρον Fab. 19. Von Sachen, wirksam, [[μηχανή]] Aesch. Spt. 1032; [[φάρμακον]] Eur. Ion 1185; – ῥήματα, verba activa, Ggstz παθητικά, Dion. Hal. iud. de Thuc. 24, öfter. – Adv., Philo. – Bei Nonn. ἔργα, des Dieners.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0665.png Seite 665]] ον, thatkräftig, unternehmend; Eur. Hel. 998; ἐς τὰ πάντα Thuc. 4, 81, der τὸ δραστήριον, die Thatkraft, den Unternehmungsgeist, dem ἄπραγμον entgegensetzt, 2, 63; Plut. vrbdt τὸ δρ. καὶ τὸ γαῦρον Fab. 19. Von Sachen, wirksam, [[μηχανή]] Aesch. Spt. 1032; [[φάρμακον]] Eur. Ion 1185; – ῥήματα, verba activa, Ggstz παθητικά, Dion. Hal. iud. de Thuc. 24, öfter. – Adv., Philo. – Bei Nonn. ἔργα, des Dieners.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />actif <i>en parl. de pers.</i> ; ἀνὴρ [[δραστήριος]] [[ἐς]] τὰ πάντα THC homme prêt à toutes les entreprises, propre à tout ; τὸ δραστήριον, l'activité ; <i>en parl. de choses</i> efficace, énergique.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δραστήριος''': -ον, [[ἐνεργητικός]], [[ἀποτελεσματικός]], μηχανὴ Αἰσχύλ. Θήβ. 1041· [[φάρμακον]] Εὐρ. Ἴωνι 1185· δρ. ἐς τὰ πάντα Θουκ. 4. 81· τὸ δρ., [[δραστηριότης]], ἐνεργητικότης, ὁ αὐτ. 2. 63· ἀντίθ. ἄπραγμον·- δρ. [[ῥῆμα]], ἐνεργητικόν· ἀντίθ. παθητικόν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια, θρασέα ἔργα, Εὐρ. Ὀρ. 1554. 3) [[δουλικός]], [[ἔργον]] Νόνν. Ἰω. ιγ΄, ἴδε ζ΄.
|lstext='''δραστήριος''': -ον, [[ἐνεργητικός]], [[ἀποτελεσματικός]], μηχανὴ Αἰσχύλ. Θήβ. 1041· [[φάρμακον]] Εὐρ. Ἴωνι 1185· δρ. ἐς τὰ πάντα Θουκ. 4. 81· τὸ δρ., [[δραστηριότης]], ἐνεργητικότης, ὁ αὐτ. 2. 63· ἀντίθ. ἄπραγμον·- δρ. [[ῥῆμα]], ἐνεργητικόν· ἀντίθ. παθητικόν, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 24. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασ., τὰ δεινὰ καὶ δραστήρια, θρασέα ἔργα, Εὐρ. Ὀρ. 1554. 3) [[δουλικός]], [[ἔργον]] Νόνν. Ἰω. ιγ΄, ἴδε ζ΄.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />actif <i>en parl. de pers.</i> ; ἀνὴρ [[δραστήριος]] [[ἐς]] τὰ πάντα THC homme prêt à toutes les entreprises, propre à tout ; τὸ δραστήριον, l'activité ; <i>en parl. de choses</i> efficace, énergique.<br />'''Étymologie:''' [[δράω]].
}}
}}
{{grml
{{grml