3,277,172
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pas. aor. ind. διεθρύβησαν [[LXX]] <i>Na</i>.1.6, part. διατρῠφέν <i>Il</i>.3.363, Q.S.1.549, διαθρυφθέν D.L.7.153]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hacer pedazos]], [[romper en pedazos]] ἕνα γῆς ... βῶλον D.Chr.3.33, τὸ κρανίον Luc.<i>DMort</i>.6.2, ἔργα ... μελίσσης Nic.<i>Al</i>.445, τὴν τῶν λίθων ἰσχύν Procop.<i>Pers</i>.2.17.24<br /><b class="num">•</b>c. ac. de alimentos [[partir en pedazos]] (τὸν ἄρτον) Hp.<i>Vict</i>.3.75, [[LXX]] <i>Is</i>.58.7, Ast.Am.<i>Hom</i>.3.12.3, διαθρύψεις αὐτὰ κλάσματα (un pan ritual), [[LXX]] <i>Le</i>.2.6, cf. Hsch., en v. pas. ξίφος ... τριχθά τε καὶ τετραχθὰ [[διατρυφέν]] espada hecha tres o cuatro pedazos</i>, <i>Il</i>.l.c., cf. X.<i>Ages</i>.2.14, D.H.9.21, Q.S.l.c., νέφος ... ὑπὸ πνεύματος διαθρυφθέν D.L.l.c., αἱ πέτραι διεθρύβησαν ἀπ' [[αὐτοῦ]] [[LXX]] [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[romperse]] διαθρύπτονται ἐν ταῖς χερσίν de un tipo de piedras, Thphr.<i>Lap</i>.21, τὸν στέφανον ἐκπεσόντα ... διαθρυπτόμενον Plu.<i>Sull</i>.11.<br /><b class="num">3</b> [[machacar]], [[triturar]] los ingredientes en una receta de cocina τὸ [[ἔντερον]] καὶ τὸ [[αἷμα]] διαθρύψαντα Epainetus en Ath.662e, en v. pas., de ingredientes farmacéuticos, Hp.<i>Mul</i>.1.74.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[destrozar]], [[echar a perder]] a causa de una vida muelle, e.d. [[enervar]], [[debilitar]], [[corromper]] (τὰ παιδικά) Pl.<i>Ly</i>.210e, σώματα X.<i>Lac</i>.2.1, τοὺς στρατιώτας D.Chr.1.29, en v. pas. τῶν πλούτῳ διαθρυπτομένων A.<i>Pr</i>.891, [[Ἀλκιβιάδης]] ... ὑπὸ πολλῶν καὶ δυνατῶν ἀνθρώπων διαθρυπτόμενος X.<i>Mem</i>.1.2.24, πολλοὶ δὲ διὰ τὸν πλοῦτον διαθρυπτόμενοι X.<i>Mem</i>.4.2.35, ἀνὴρ ... διατεθρυμμένος ... κολακείαις un hombre corrompido por adulaciones</i> Plu.<i>Dio</i> 8, ὁ Μέτελλος ... διετέθρυπτο τῷ βίῳ Plu.<i>Pomp</i>.18, διατεθρύφθαι τὸν βίον llevar una vida relajada</i> Ael.<i>VH</i> 13.8.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[tratar de atraer]], [[coquetear]] c. dat. de pers. ἃ δὲ καὶ αὐτόθε τοι διαθρύπτεται Theoc.6.15<br /><b class="num">•</b>de un médico [[comportarse con afectación]] Gal.17(2).148. | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [pas. aor. ind. διεθρύβησαν [[LXX]] <i>Na</i>.1.6, part. διατρῠφέν <i>Il</i>.3.363, Q.S.1.549, διαθρυφθέν D.L.7.153]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hacer pedazos]], [[romper en pedazos]] ἕνα γῆς ... βῶλον D.Chr.3.33, τὸ κρανίον Luc.<i>DMort</i>.6.2, ἔργα ... μελίσσης Nic.<i>Al</i>.445, τὴν τῶν λίθων ἰσχύν Procop.<i>Pers</i>.2.17.24<br /><b class="num">•</b>c. ac. de alimentos [[partir en pedazos]] (τὸν ἄρτον) Hp.<i>Vict</i>.3.75, [[LXX]] <i>Is</i>.58.7, Ast.Am.<i>Hom</i>.3.12.3, διαθρύψεις αὐτὰ κλάσματα (un pan ritual), [[LXX]] <i>Le</i>.2.6, cf. Hsch., en v. pas. ξίφος ... τριχθά τε καὶ τετραχθὰ [[διατρυφέν]] espada hecha tres o cuatro pedazos</i>, <i>Il</i>.l.c., cf. X.<i>Ages</i>.2.14, D.H.9.21, Q.S.l.c., νέφος ... ὑπὸ πνεύματος διαθρυφθέν D.L.l.c., αἱ πέτραι διεθρύβησαν ἀπ' [[αὐτοῦ]] [[LXX]] [[l.c.]]<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[romperse]] διαθρύπτονται ἐν ταῖς χερσίν de un tipo de piedras, Thphr.<i>Lap</i>.21, τὸν στέφανον ἐκπεσόντα ... διαθρυπτόμενον Plu.<i>Sull</i>.11.<br /><b class="num">3</b> [[machacar]], [[triturar]] los ingredientes en una receta de cocina τὸ [[ἔντερον]] καὶ τὸ [[αἷμα]] διαθρύψαντα Epainetus en Ath.662e, en v. pas., de ingredientes farmacéuticos, Hp.<i>Mul</i>.1.74.<br /><b class="num">II</b> fig.<br /><b class="num">1</b> [[destrozar]], [[echar a perder]] a causa de una vida muelle, e.d. [[enervar]], [[debilitar]], [[corromper]] (τὰ παιδικά) Pl.<i>Ly</i>.210e, σώματα X.<i>Lac</i>.2.1, τοὺς στρατιώτας D.Chr.1.29, en v. pas. τῶν πλούτῳ διαθρυπτομένων A.<i>Pr</i>.891, [[Ἀλκιβιάδης]] ... ὑπὸ πολλῶν καὶ δυνατῶν ἀνθρώπων διαθρυπτόμενος X.<i>Mem</i>.1.2.24, πολλοὶ δὲ διὰ τὸν πλοῦτον διαθρυπτόμενοι X.<i>Mem</i>.4.2.35, ἀνὴρ ... διατεθρυμμένος ... κολακείαις un hombre corrompido por adulaciones</i> Plu.<i>Dio</i> 8, ὁ Μέτελλος ... διετέθρυπτο τῷ βίῳ Plu.<i>Pomp</i>.18, διατεθρύφθαι τὸν βίον llevar una vida relajada</i> Ael.<i>VH</i> 13.8.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[tratar de atraer]], [[coquetear]] c. dat. de pers. ἃ δὲ καὶ αὐτόθε τοι διαθρύπτεται Theoc.6.15<br /><b class="num">•</b>de un médico [[comportarse con afectación]] Gal.17(2).148. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2 Pass.</i> διετρύφην, <i>pf. Pass.</i> διατέθρυμμαι;<br /><b>1</b> mettre en pièces : τὸ κράνιον LUC briser le crâne ; <i>Pass.</i> être mis en pièces : [[τριχθά]] [[τε]] καὶ [[τετραχθά]] IL en trois et quatre morceaux;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> briser par une vie molle ; énerver, efféminer;<br /><i><b>Moy.</b></i> διαθρύπτομαι faire des manières, minauder.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[θρύπτω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαθρύπτω''': ἀόρ. παθ. διετρύφην [ῠ], Ἰλ., διεθρύφθην Διογ. Λ. 7. 153. 2) συνθλῶ εἰς τεμάχια, [[θραύω]], [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια· παρ’ Ὁμήρ. μόνον [[ἅπαξ]], [[τριχθά]] τε καὶ [[τετραχθὰ]] διατρυφὲν [τὸ [[ξίφος]]] Ἰλ. Γ. 363· ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Ξεν. Ἀγησ. 2, 14· διαθρύπτειν τὸ [[κρανίον]] Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 20. 2. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. frangere, ἀδυνατίζω, [[ἐκθηλύνω]] τινὰ δι’ ἀσώτου βίου καὶ διὰ τρυφῆς καὶ θωπειῶν, [[ἐκνευρίζω]], καθιστῶ τρυφηλόν, «χαϊδεμένον», θηλυπρεπῆ, Πλάτ. Λύσ. 210Ε, Ξεν. Πολ. Λακ. 2. 1. - Παθ. ὡς τὸ Λατ. frangi, κατασυντρίβομαι, ἐξαδυνατίζομαι, ἐκνευρίζομαι, διὰ τρυφῆς διαφθείρομαι, πλούτῳ Αἰσχύλ. Πρ. 891· διὰ τὸν πλοῦτον Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 35· ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων [[αὐτόθι]] 1. 2, 24· διατεθρύφθαι τὸν βίον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 8· τῷ βίῳ Πλούτ. Πομπ. 18· διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις, Λατ. animo fractus, ὁ αὐτ. Δίωνι 8· [[ἐντεῦθεν]] ἐπίρρ., [[διατεθρυμμένως]] ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 922C. 2) Μέσ., «καμαρώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], κομψεύομαι· ἐπὶ φιλαρέσκου κόρης, [[ἀκκίζομαι]], «[[κάμνω]] νάζια», τινι Θεόκρ. 6. 15, ἐπὶ γυναικὸς ἀοιδοῦ, διαθρύπτεται ἤδη, «κάμνει τὰ τσακίσματά της», λαμβάνει στάσιν, ἵνα ἀρχίσῃ τὸ ᾆσμα, ὁ αὐτ. 15. 99. | |lstext='''διαθρύπτω''': ἀόρ. παθ. διετρύφην [ῠ], Ἰλ., διεθρύφθην Διογ. Λ. 7. 153. 2) συνθλῶ εἰς τεμάχια, [[θραύω]], [[συντρίβω]] εἰς τεμάχια· παρ’ Ὁμήρ. μόνον [[ἅπαξ]], [[τριχθά]] τε καὶ [[τετραχθὰ]] διατρυφὲν [τὸ [[ξίφος]]] Ἰλ. Γ. 363· ἀσπίδες διατεθρυμμέναι Ξεν. Ἀγησ. 2, 14· διαθρύπτειν τὸ [[κρανίον]] Λουκ. Νεκρ. Διαλ. 20. 2. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. frangere, ἀδυνατίζω, [[ἐκθηλύνω]] τινὰ δι’ ἀσώτου βίου καὶ διὰ τρυφῆς καὶ θωπειῶν, [[ἐκνευρίζω]], καθιστῶ τρυφηλόν, «χαϊδεμένον», θηλυπρεπῆ, Πλάτ. Λύσ. 210Ε, Ξεν. Πολ. Λακ. 2. 1. - Παθ. ὡς τὸ Λατ. frangi, κατασυντρίβομαι, ἐξαδυνατίζομαι, ἐκνευρίζομαι, διὰ τρυφῆς διαφθείρομαι, πλούτῳ Αἰσχύλ. Πρ. 891· διὰ τὸν πλοῦτον Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 35· ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων [[αὐτόθι]] 1. 2, 24· διατεθρύφθαι τὸν βίον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13. 8· τῷ βίῳ Πλούτ. Πομπ. 18· διατεθρυμμένος τὰ ὦτα κολακείαις, Λατ. animo fractus, ὁ αὐτ. Δίωνι 8· [[ἐντεῦθεν]] ἐπίρρ., [[διατεθρυμμένως]] ἔχειν Πλάτ. Νόμ. 922C. 2) Μέσ., «καμαρώνω», [[ὑπερηφανεύομαι]], κομψεύομαι· ἐπὶ φιλαρέσκου κόρης, [[ἀκκίζομαι]], «[[κάμνω]] νάζια», τινι Θεόκρ. 6. 15, ἐπὶ γυναικὸς ἀοιδοῦ, διαθρύπτεται ἤδη, «κάμνει τὰ τσακίσματά της», λαμβάνει στάσιν, ἵνα ἀρχίσῃ τὸ ᾆσμα, ὁ αὐτ. 15. 99. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |