δυσωπέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] 1) einen unangenehmen Eindruck aufs Auge machen, ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν Plut. Lyc. 9; τινά, machen, daß einer den Blick niederschlägt, ihn beschämen, Plut. vit. pud.; ihm Furcht, Bedenklichkeit einflößen, Luc. Asin. 38; vgl. Lob. Phryn. 190; auch Jem. bitten, so daß er aus Scham die Bitte nicht abschlagen kann, Sp., vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. p. 245. – 2) wie das pass., fürchten, τί, Plut.; μὴ οὐ, D. Hal. de Lys. 11. – 3) schwer sehen, Luc. Lexiph. 4. – Bei den Aeltern nur pass., Scheu haben, fürchten; τινά, von scheuen Thieren Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Poll. 1, 197; πρὸς ἀλλήλους Plat. Legg. XI, 933 a; μή τι ἀμείψω Phaedr. 242 c; Folgde; τὴν μοναρχίαν Plut. Sol. li; B. A. 234 wird δυσωποῦμαι erkl. αἰσχύνομαι καὶ ὑφορῶμαι καὶ φοβοῦμαι καὶ τὸ ἀηδῶς ὁρᾶν ἢ ὁρᾶσθαι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0691.png Seite 691]] 1) einen unangenehmen Eindruck aufs Auge machen, ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν Plut. Lyc. 9; τινά, machen, daß einer den Blick niederschlägt, ihn beschämen, Plut. vit. pud.; ihm Furcht, Bedenklichkeit einflößen, Luc. Asin. 38; vgl. Lob. Phryn. 190; auch Jem. bitten, so daß er aus Scham die Bitte nicht abschlagen kann, Sp., vgl. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. p. 245. – 2) wie das pass., fürchten, τί, Plut.; μὴ οὐ, D. Hal. de Lys. 11. – 3) schwer sehen, Luc. Lexiph. 4. – Bei den Aeltern nur pass., Scheu haben, fürchten; τινά, von scheuen Thieren Xen. Mem. 2, 1, 4; vgl. Poll. 1, 197; πρὸς ἀλλήλους Plat. Legg. XI, 933 a; μή τι ἀμείψω Phaedr. 242 c; Folgde; τὴν μοναρχίαν Plut. Sol. li; B. A. 234 wird δυσωποῦμαι erkl. αἰσχύνομαι καὶ ὑφορῶμαι καὶ φοβοῦμαι καὶ τὸ ἀηδῶς ὁρᾶν ἢ ὁρᾶσθαι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire mal aux yeux : ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν PLUT eaux dont la réverbération blesse la vue, <i>càd</i> éblouit;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire baisser les yeux, <i>càd</i> remplir de honte, de confusion ; <i>Pass.</i> être honteux de, acc. ; <i>en gén.</i> être décontenancé, troublé ; <i>abs.</i> être timide, craintif <i>en parl. d'animaux</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir la vue faible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ὤψ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσωπέω''': ἀόρ. ἐδυσώπησα Λουκ. Ὄν. 38 (ὄψ)·- [[κάμνω]] τινὰ νὰ καταβιβάσῃ τούς ὀφθαλμούς, «ἐντροπιάζω» τινά, ἰδίως δι' ἐπιμόνων παρακλήσεων, [[ὥστε]] νά μή δύνηται νά ἀρνηθῇ τό αἰτούμενον, τινὰ Φίλων 1. 291, Λουκ. ἔνθ' ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8735· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ἐπιμόνως παρακαλῶ, Πλούτ. 2. 532D, 535E· πρβλ. ὁ αὐτ. Βρούτ. 6·-δυσωπεῖν τὴν ὄψιν, θαμβώνειν τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. παρὰ δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. τύπω, παρατ. ἐδυσωπούμην Πλάτ. Φαίδρ. 242C·- χάνω τὴν ἠρεμίαν τῆς ὄψεώς μου, ταράττομαι, θορυβοῦμαι, ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 285Β· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Νόμ. 933Α· δ. μὴ.., ὁ αὐτ. Φαίδρ. ἔνθ' ἀνωτ.· ἐπί ζῴων, εἶμαι [[δειλός]], εὐκόλως πτοοῦμαι, Ξεν.Ἀπομν. 2. 1, 4. 2)ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι διά τι, τι Πλούτ. Κορ. 15, κτλ.·- [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., μετὰ δυσκολίας [[βλέπω]], Λουκ. Λεξιφ. 4.
|lstext='''δυσωπέω''': ἀόρ. ἐδυσώπησα Λουκ. Ὄν. 38 (ὄψ)·- [[κάμνω]] τινὰ νὰ καταβιβάσῃ τούς ὀφθαλμούς, «ἐντροπιάζω» τινά, ἰδίως δι' ἐπιμόνων παρακλήσεων, [[ὥστε]] νά μή δύνηται νά ἀρνηθῇ τό αἰτούμενον, τινὰ Φίλων 1. 291, Λουκ. ἔνθ' ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8735· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ἐπιμόνως παρακαλῶ, Πλούτ. 2. 532D, 535E· πρβλ. ὁ αὐτ. Βρούτ. 6·-δυσωπεῖν τὴν ὄψιν, θαμβώνειν τοὺς ὀφθαλμούς, ὁ αὐτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. παρὰ δοκίμοις ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ. τύπω, παρατ. ἐδυσωπούμην Πλάτ. Φαίδρ. 242C·- χάνω τὴν ἠρεμίαν τῆς ὄψεώς μου, ταράττομαι, θορυβοῦμαι, ἀπολ., ὁ αὐτ. Πολιτ. 285Β· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Νόμ. 933Α· δ. μὴ.., ὁ αὐτ. Φαίδρ. ἔνθ' ἀνωτ.· ἐπί ζῴων, εἶμαι [[δειλός]], εὐκόλως πτοοῦμαι, Ξεν.Ἀπομν. 2. 1, 4. 2)ἐντρέπομαι, αἰσχύνομαι διά τι, τι Πλούτ. Κορ. 15, κτλ.·- [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., μετὰ δυσκολίας [[βλέπω]], Λουκ. Λεξιφ. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> faire mal aux yeux : ὕδατα δυσωποῦντα τὴν ὄψιν PLUT eaux dont la réverbération blesse la vue, <i>càd</i> éblouit;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire baisser les yeux, <i>càd</i> remplir de honte, de confusion ; <i>Pass.</i> être honteux de, acc. ; <i>en gén.</i> être décontenancé, troublé ; <i>abs.</i> être timide, craintif <i>en parl. d'animaux</i>;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir la vue faible.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ὤψ]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm