3,274,917
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0680.png Seite 680]] ές ([[λέγω]], vgl. [[τανηλεγής]]), schwer[[ daniederstreckend]], [[hart bettend]]; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = [[schmerzlich]], [[unangenehm]]; πηγάδες Hes. O. 504; [[δεσμός]], schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0680.png Seite 680]] ές ([[λέγω]], vgl. [[τανηλεγής]]), schwer[[ daniederstreckend]], [[hart bettend]]; Homer zweimal: Iliad. 20, 154 δυσηλεγέος πολέμοιο, Odyss. 22, 825 θάνατον δυσηλεγέα. Vgl. Apoll. Lex. Hom. p. 61, 1. – Bei den Folg. übh. = [[schmerzlich]], [[unangenehm]]; πηγάδες Hes. O. 504; [[δεσμός]], schwer lastend, Theogn. 552; πολῖται, harte, unfreundliche, 793. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />dur, pénible, cruel.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄλγος]] ; <i>ou</i> sel. d'autres δυσ-, [[ἀλέγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσηλεγής''': -ές, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ θανάτου καὶ πολέμου, ὁ κακῶς κοιμίζων τινά, [[ἑπομένως]], [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], δυσηλεγέος θανάτοιο, δ. πολέμοιο Ὀδ. Χ. 325, Ἰλ. Υ. 154· οὕτω, πηγάδες... δυσηλεγέες, σκληροὶ παγετοί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504· δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ ὁ αὐτ. Θ. 652· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, πολῖται Θέογν. 793· γείτονες Μάξιμ. π. καταρχ. 87.― Λέξις Ἐπ. ὡς τὸ [[τανηλεγής]], ἐκ τοῦ [[λέγω]], [[κοιμίζω]], βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἐνῷ τὰ [[ἀπηλεγέως]], ἀνηλεγὴς παράγονται ἐκ τοῦ [[ἀλέγω]], κατ’ ἄλλ. ἐκ τοῦ [[ἄλγος]] = [[δυσαλγής]]. | |lstext='''δυσηλεγής''': -ές, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ θανάτου καὶ πολέμου, ὁ κακῶς κοιμίζων τινά, [[ἑπομένως]], [[σκληρός]], [[ἀνηλεής]], δυσηλεγέος θανάτοιο, δ. πολέμοιο Ὀδ. Χ. 325, Ἰλ. Υ. 154· οὕτω, πηγάδες... δυσηλεγέες, σκληροὶ παγετοί, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504· δυσηλεγέος ἀπὸ δεσμοῦ ὁ αὐτ. Θ. 652· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνδρῶν, πολῖται Θέογν. 793· γείτονες Μάξιμ. π. καταρχ. 87.― Λέξις Ἐπ. ὡς τὸ [[τανηλεγής]], ἐκ τοῦ [[λέγω]], [[κοιμίζω]], βάλλω τινὰ νὰ κοιμηθῇ, ἐνῷ τὰ [[ἀπηλεγέως]], ἀνηλεγὴς παράγονται ἐκ τοῦ [[ἀλέγω]], κατ’ ἄλλ. ἐκ τοῦ [[ἄλγος]] = [[δυσαλγής]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |