Anonymous

δυσηλεγής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />dur, pénible, cruel.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄλγος]] ; <i>ou</i> sel. d'autres δυσ-, [[ἀλέγω]].
|btext=ής, ές :<br />dur, pénible, cruel.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἄλγος]] ; <i>ou</i> sel. d'autres δυσ-, [[ἀλέγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δυσηλεγής:''' [[жестокий]], [[беспощадный]], [[мучительный]] ([[θάνατος]], [[πόλεμος]] Hom.; [[δεσμός]], πηγάδες Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσηλεγής:''' -ές ([[λέγω]], [[αποκοιμίζω]], πρβλ. ταν-ηλεγής), αυτός που ξαπλώνει κάποιον πάνω σε σκληρό [[κρεβάτι]], αυτός που επιφέρει άσχημο ύπνο, λέγεται για τον θάνατο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''δυσηλεγής:''' -ές ([[λέγω]], [[αποκοιμίζω]], πρβλ. ταν-ηλεγής), αυτός που ξαπλώνει κάποιον πάνω σε σκληρό [[κρεβάτι]], αυτός που επιφέρει άσχημο ύπνο, λέγεται για τον θάνατο, σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσηλεγής:''' [[жестокий]], [[беспощадный]], [[мучительный]] ([[θάνατος]], [[πόλεμος]] Hom.; [[δεσμός]], πηγάδες Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]ηλεγής, ές [[λέγω]] to lay [[asleep]]] [cf. [[τανηλεγής]]<br />laying one on a [[hard]] bed, of [[death]], Hom., Hes.
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]ηλεγής, ές [[λέγω]] to lay [[asleep]]] [cf. [[τανηλεγής]]<br />laying one on a [[hard]] bed, of [[death]], Hom., Hes.
}}
}}