δημιουργικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0562.png Seite 562]] ή, όν, 1) zum Handwerker gehörig; [[βίος]] Plat. Phaedr. 248 o; [[τέχνη]], [[ἀρετή]], Prot. 322 bd; [[ἔθνος]] Gorg. 455 b; [[πλῆθος]] δ. καὶ βάναυσον Pol. 10, 8. – 2) die Staarsgeschäfte betreffend, Arist. Pol. 4, 4; οἱ δ., der Staatsgeschäfte treibende Theil des Volks, 4, 3, 14. – Adv., -ικῶς; φράζε, wie ein Kunstverständiger, Ar. Pax 421.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0562.png Seite 562]] ή, όν, 1) zum Handwerker gehörig; [[βίος]] Plat. Phaedr. 248 o; [[τέχνη]], [[ἀρετή]], Prot. 322 bd; [[ἔθνος]] Gorg. 455 b; [[πλῆθος]] δ. καὶ βάναυσον Pol. 10, 8. – 2) die Staarsgeschäfte betreffend, Arist. Pol. 4, 4; οἱ δ., der Staatsgeschäfte treibende Theil des Volks, 4, 3, 14. – Adv., -ικῶς; φράζε, wie ein Kunstverständiger, Ar. Pax 421.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d'ouvrier manuel, d'artisan.<br />'''Étymologie:''' [[δημιουργός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δημιουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ δημιουργοῦ ἢ ἀνήκων εἰς δημιουργόν, [[ἤτοι]] τεχνίτην, Πλάτ. Φαίδρ. 248Ε· ἡ δ. [[τέχνη]] ὁ αὐτ. Πρωτ. 322D· δ. τεχνήματα, βάναυσα ἔργα χειρώνακτος, ὁ αὐτ. Νόμ. 846D. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὡς [[τεχνίτης]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 429. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τοὺς ἄρχοντας, τὸ δημιουργικόν, ἡ [[τάξις]] τῶν ἐχόντων ἀξίωμά τι, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 16· δ. τιμαὶ Ἀθήν. 660C.
|lstext='''δημιουργικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκ δημιουργοῦ ἢ ἀνήκων εἰς δημιουργόν, [[ἤτοι]] τεχνίτην, Πλάτ. Φαίδρ. 248Ε· ἡ δ. [[τέχνη]] ὁ αὐτ. Πρωτ. 322D· δ. τεχνήματα, βάναυσα ἔργα χειρώνακτος, ὁ αὐτ. Νόμ. 846D. - Ἐπιρρ. -κῶς, ὡς [[τεχνίτης]], Ἀριστοφ. Εἰρ. 429. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς τοὺς ἄρχοντας, τὸ δημιουργικόν, ἡ [[τάξις]] τῶν ἐχόντων ἀξίωμά τι, Ἀριστ. Πολ. 4. 4, 16· δ. τιμαὶ Ἀθήν. 660C.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d'ouvrier manuel, d'artisan.<br />'''Étymologie:''' [[δημιουργός]].
}}
}}
{{grml
{{grml