καθαρός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] rein, unbefleckt; εἵματα Od. 6, 61; ἐν καθαρῷ, sc. τόπῳ, in freiem Raume, freiem Felde, wo Nichts im Wege ist, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χῶρος]], Il. 8, 491. 10, 199. 23, 61; vgl. οἰκεῖν ἐν καθαρῷ, im Freien wohnen, Plat. Rep. VII, 520 e, wie ἐν καθαροῖς Legg. X, 910; wohin auch Soph. O. C. 1575 ἐν καθαρῷ βῆναι zu ziehen, den Weg rein lassen; ἐν καθαρῷ λειμῶνι, auf freier Wiese. Theocr. 26. 5; [[θάνατος]], ein ehrlicher, schmachloser Tod, durch das Schwert, nicht den Strick, Od. 22, 462; so Folgde im eigtl. Sinne u. übertr. von sittlicher Reinheit; [[λέβης]] Pind. Ol. 1, 26; [[φέγγος]], rein, ungetrübt. hell, P. 9, 90, wie [[φάος]] 6, 14 (vgl. ἐν αὐγῇ καθαρᾷ Plat. Phaedr. 250 c, ἐν ἡλίῳ καθαρῷ 239 c, καὶ λαμπρόν Tim. 72 c); [[ἀρετή]] 5, 2 u. öfter; καθαροῖσι βωμοῖς θεοὺς ἀρέσονται Aesch. Suppl. 641; χεῖρες Eum. 303; Soph. O. C. 554; [[δόμος]] Eur. I. T. 1231; [[οὐκέτι]] καθαρὰν φρέν' ἔχω Hipp. 1120, unverfälscht, ächt, wahrhaft, καθαρὸς Τίμων Ar. Av. 154; [[δοῦλος]], ἀπηκριβωμένος erkl. B. A. 105, 5, aus Antiphan.; ποταμοί u. ä., Her. 4, 53; τινός, rein wovon, 2, 38; τὸ ἐμποδὼν ἐγένετο καθαρόν, das Hinderniß war aus dem Wege geräumt, 7, 183; [[στρατός]] 1, 211, wie τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ, der gesunde Theil des Heeres, im Ggstz von ἀσθενεῖς, 4, 135; ὁ τῶν κακῶν καθαρὸς [[τόπος]] Plat. Theaet. 177 a; ἂν μὴ καθαρὸς ᾐ τὰς χεῖρας φόνου Legg. IX, 864 e; τὸ καθαρὸν καὶ τὸ ἀληθές Phil. 79 e; καὶ εἱλικρινές 52 d; καὶ [[ἄκρατος]] νοῦς Xen. Cyr. 8, 7, 20; Sp., οὐ μόνον τὰς χεῖρας δεῖ καθαρὰς ἔχειν τὸν στρατηγόν, ἀλλὰ καὶ τὰς ὄψεις Plut. Pericl. 8; τὸ καθαρόν, die Reinheit, Them. 4; – καθαραὶ ψῆφοι, reine Rechnung, die richtig ist, aufgeht, ἂν μηδὲν περιῇ, Dem. 18, 227; auch von der Reinheit des Styls. – Adv. καθαρῶς, καὶ ἁγνῶς ἔρδειν [[ἱερά]] Hes. O. 334, Folgde, καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Plat. Phaed. 108 e, καὶ δικαίως Soph. 253 e, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1281.png Seite 1281]] rein, unbefleckt; εἵματα Od. 6, 61; ἐν καθαρῷ, sc. τόπῳ, in freiem Raume, freiem Felde, wo Nichts im Wege ist, ὅθι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χῶρος]], Il. 8, 491. 10, 199. 23, 61; vgl. οἰκεῖν ἐν καθαρῷ, im Freien wohnen, Plat. Rep. VII, 520 e, wie ἐν καθαροῖς Legg. X, 910; wohin auch Soph. O. C. 1575 ἐν καθαρῷ βῆναι zu ziehen, den Weg rein lassen; ἐν καθαρῷ λειμῶνι, auf freier Wiese. Theocr. 26. 5; [[θάνατος]], ein ehrlicher, schmachloser Tod, durch das Schwert, nicht den Strick, Od. 22, 462; so Folgde im eigtl. Sinne u. übertr. von sittlicher Reinheit; [[λέβης]] Pind. Ol. 1, 26; [[φέγγος]], rein, ungetrübt. hell, P. 9, 90, wie [[φάος]] 6, 14 (vgl. ἐν αὐγῇ καθαρᾷ Plat. Phaedr. 250 c, ἐν ἡλίῳ καθαρῷ 239 c, καὶ λαμπρόν Tim. 72 c); [[ἀρετή]] 5, 2 u. öfter; καθαροῖσι βωμοῖς θεοὺς ἀρέσονται Aesch. Suppl. 641; χεῖρες Eum. 303; Soph. O. C. 554; [[δόμος]] Eur. I. T. 1231; [[οὐκέτι]] καθαρὰν φρέν' ἔχω Hipp. 1120, unverfälscht, ächt, wahrhaft, καθαρὸς Τίμων Ar. Av. 154; [[δοῦλος]], ἀπηκριβωμένος erkl. B. A. 105, 5, aus Antiphan.; ποταμοί u. ä., Her. 4, 53; τινός, rein wovon, 2, 38; τὸ ἐμποδὼν ἐγένετο καθαρόν, das Hinderniß war aus dem Wege geräumt, 7, 183; [[στρατός]] 1, 211, wie τὸ καθαρὸν τοῦ στρατοῦ, der gesunde Theil des Heeres, im Ggstz von ἀσθενεῖς, 4, 135; ὁ τῶν κακῶν καθαρὸς [[τόπος]] Plat. Theaet. 177 a; ἂν μὴ καθαρὸς ᾐ τὰς χεῖρας φόνου Legg. IX, 864 e; τὸ καθαρὸν καὶ τὸ ἀληθές Phil. 79 e; καὶ εἱλικρινές 52 d; καὶ [[ἄκρατος]] νοῦς Xen. Cyr. 8, 7, 20; Sp., οὐ μόνον τὰς χεῖρας δεῖ καθαρὰς ἔχειν τὸν στρατηγόν, ἀλλὰ καὶ τὰς ὄψεις Plut. Pericl. 8; τὸ καθαρόν, die Reinheit, Them. 4; – καθαραὶ ψῆφοι, reine Rechnung, die richtig ist, aufgeht, ἂν μηδὲν περιῇ, Dem. 18, 227; auch von der Reinheit des Styls. – Adv. καθαρῶς, καὶ ἁγνῶς ἔρδειν [[ἱερά]] Hes. O. 334, Folgde, καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Plat. Phaed. 108 e, καὶ δικαίως Soph. 253 e, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />pur :<br /><b>1</b> sans tache, sans souillure, propre : εἵματα OD vêtements sans tache ; <i>au sens mor.</i> pur de toute souillure : [[καθαρός]] τινος (ἀδικίας, φόνου, <i>etc.</i>) ATT pur de souillure (injustice, meurtre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> pur de tout mélange : [[ἄρτος]] HDT pain de bonne qualité, pur ; [[χρυσός]] HDT or pur ; <i>en parl. de l'eau</i> limpide ; <i>en parl. du son</i> net, pur ; [[τῶν]] Ἀθηναίων [[ὅπερ]] ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε THC tous ceux des Athéniens qui faisaient partie de l'expédition étaient purement des citoyens, <i>càd</i> des citoyens sans mélange d'étrangers ; <i>en parl. de l'intelligence</i> καθαρὸς [[νοῦς]] XÉN esprit net;<br /><b>3</b> pur de toute fraude;<br /><b>4</b> exempt d'infirmité : τὸ καθαρὸν [[τοῦ]] στρατοῦ HDT la partie valide de l'armée;<br /><b>5</b> nettoyé, débarrassé de tout obstacle ; vide : [[ἐν]] καθαρῷ IL dans un espace libre ; [[ἐν]] καθαρῷ [[βῆναι]] SOPH s'avancer librement ; [[ἐν]] καθαρῷ οἰκεῖν PLAT vivre en plein air ; διὰ καθαροῦ ῥέειν HDT couler librement;<br /><i>Cp.</i> καθαρώτερος.<br />'''Étymologie:''' R. <i>skr.</i> çudh « purifier », çundhâmi « je purifie ».
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰθᾰρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν. τέλ.): 1) ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ [[ῥυπαρός]], εἵματα Ὀδ. Ζ. 61, κτλ. (ἀλλ’ οὐχὶ [[οὕτως]] ἐν τῇ Ἰλ.)· οὕτω παρ’ Ἀρχιλ. 6 Gaisf., Ἡρόδ. 2. 37, Εὐρ. Κύκλ. 35, 562, κτλ.· - ἐπὶ προσώπ., = [[καθάριος]], καθαρὸς περὶ ἐσθῆτα Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 5, 5, πρβλ. Ρητ. 3. 15, 5. 2) ἀντίθετον τῷ [[πλήρης]], [[μεστός]], [[ἀνοικτός]], [[καθαρός]], [[ἐλευθέριος]], [[κενός]], ἐν καθαρῷ (δηλ. τόπῳ), ἐν τόπῳ ἀνοικτῷ ἐνθα δὲν ὑπῆρχον νεκροί, ἐν καθαρῷ, ὅτι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χῶρος]] Ἰλ. Θ. 491, Κ. 199· ἐν καθαρῷ, ὅτι κύματ’ ἐπ’ ἠϊόνας κλύζεσκον Ψ. 61· κελεύθῳ ἐν καθαρᾷ Πινδ. Ο. 6. 36· ἀλλ’ ἐν Ο. 10 (11). 55, ἐπὶ τόπου ἀδένδρου· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 132· ἐν καθαρῷ βῆναι, ἐκποδὼν βῆναι, νὰ ἀφήσῃ τὴν ὁδὸν ἐλευθέραν ἀποχωρῶν αὐτῆς, Σοφ. Ο. Κ. 1575· ἐν καθαρῷ οἰκεῖν, οἰκεῖν ἐν ὑπαίθρῳ, Πλάτ. Πολ. 52D· διὰ καθαροῦ ῥέειν, ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέοντος διὰ καθαροῦ τόπου, οὐχὶ τεναγώδους δηλ. ἢ ἑλώδους, Ἡρόδ. 1. 202· ἐν καθαρῷ λειμῶνι Θεόκρ. 26. 5· ἐν ἡλίῳ καθαρῶ, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὑπό… σκιᾷ, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε καθαρόν, ἀφῃρέθη, «ἔλειψε», Ἡρόδ. 7. 183· καθαρὰς ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας, ἱστάναι τὰ δίκτυα ἐν τόπῳ ἀνοικτῷ, Ξεν. Κυν. 6, 6: - μετὰ γεν., [[γλῶσσα]] καθαρὴ τῶν σημηΐων, ἀπηλλαγμένη τῶν σημείων, Ἡρόδ. 2. 38· καθαρὸν τῶν προβόλων, ἐπὶ φρουρίου, Ἀρρ. Ἀν. 2. 21, 7. 3) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας· παρ’ Ὁμήρῳ, [[θάνατος]] [[καθαρός]], ὁ [[ἁπλοῦς]], ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, [[διότι]] ὁ δι’ ἀγχόνης ἐθεωρεῖτο [[μιαρός]], καθαρῷ θανάτῳ Ὀδ. Χ. 462· ἢ θάνατον οὐ καθαρὸν τὸν δι’ ἀγχόνης ὑπομένουσιν Φίλων 2. 610: - τὸ πλεῖστον ἀντίθετον τῷ [[μυσαρός]], [[ἐλεύθερος]] ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, [[ἀμόλυντος]], [[καθαρός]], [[ἀμίαντος]], [[νόος]] Θέογν. 89· χεῖρες Αἰσχύλ. Εὐμ. 313· καθαρὸς χεῖρας Ἡρόδ. 1. 35, Ἀντιφῶν 310. 30, Ἀνδοκ. 12 ἐν τέλει· καθ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ [[σῶμα]] καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Κρατ. 405Β· ἰδίως ἐπὶ προσώπων, καθαρὸς μετὰ [[μίασμα]], [[ἱκέτης]] προσῆλθες καθαρὸς ἀβλαβὴς δόμοις Αἰσχύλ. Εὐμ. 474, πρβλ, Σοφ. Ο. Κ. 548, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, βωμοί, θύματα, δόμοι, μέλαθρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 655, Εὐρ. Ι. Τ. 1163, κτλ.: - μετὰ γεν., καθαρὸς ἀπό τινος πράγματος, καθαρὸς ἐγκλημάτων Ἀντιφῶν 120. 24· ἀδικίας, κακῶν, κτλ., τὸ τοῦ Ὀρατίου sceleris purus, Πλάτ. Πολ. 496Ε, Κρατ. 403Ε, Ξεν. Οἰκ. 20, 20, κτλ.· ὁ τῶν κακῶν καθ. [[τόπος]] Πλατ. Θεαίτ. 177Α· καθ. τὰς χεῖρας φόνου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 864Ε· Κόρινθον... ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαρὰν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 6· [[ὡσαύτως]], καθ. ἀπό τινος Δίων Κ. 37. 24: - καθαραὶ ἡμέραι, Λατ. dies fasti, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἀποφράδας, Πλάτ. Νόμ. 800D. 4) ἀντίθετον τῷ [[θολερός]], ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέει καθαρὸς (ὁ [[Βορυσθένης]]) παρὰ θολεροῖσι Ἡρόδ. 4. 53· ἐπὶ ὕδατος ἐν γένει καὶ ἄλλων πραγμάτων, καθαρὰ ὕδατα Εὐρ. Ἱππ. 210· δρόσοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 96· καθαρὰ καὶ διαφανῆ ὑδάτια Πλάτ. Φαῖδρ. 229Β· οὕτω, καθ. [[φάος]], [[φέγγος]] Πινδ. Π. 6. 14, 9. 159· [[πνεῦμα]] καθ. οὐρανοῦ Εὐρ. Ἑλ. 867· καθαρὸς ἄρτος Ἡρόδ. 2. 40· χρυσὸς [[αὐτόθι]] 166· [[σῖτος]] Ξεν. Οἰκ. 18, 8· [[ἀργύριον]] Θεόκρ. 15. 36· [[ἄκρατος]] καὶ καθ. [[νοῦς]] Ξεν. Κύρ. 8. 7, 30· χροαὶ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 3. 12· φωναὶ ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 25 κτλ. 5) ἐπὶ καταγωγῆς, ἀντίθετον τῷ [[ξένος]], [[καθαρός]], [[γνήσιος]], [[σπέρμα]] θεοῦ Πινδ. Π. 3. 27· [[πόλις]] Εὐρ. Ἴων 673· τῶν Ἀθηναίων [[ὅπερ]] ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, δηλ. ἦσαν πολῖται γνήσιοι τὴν καταγωγήν, Θουκ. 5. 8, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 506, καὶ ἴδε κατωτ. 7· καθαρόν, «παρρησιαστικόν, εἰλικρινές, γνήσιον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1015· καθ. Τίμων, καθαρὸς καὶ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1549· καθαρὸς [[δοῦλος]], «οἰονεῖ ἀπηκριβωμένος Α. Β. 105. 5, Ἀντιφάνης, ἐν «Ἀγροίκῳ»10. 6) ἐπὶ γλώσσης, καθαρεύουσα, [[ἀμιγής]], Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 2, πρὸς Γναῖον Πομπ. 2: - ἀλλὰ παρὰ Γραμματικοῖς ἐπὶ φωνήεντος οὗ προηγεῖται ἕτερον φωνῆεν, Δράκων π. Μέτρ. 22. 7) ὁ [[ἄνευ]] μώμου ἢ ἐλλείψεως εἰς τὸ [[εἶδος]] του, [[τέλειος]], ἄμμωνος, [[ἀνεπίληπτος]], ὁ καθ. [[στρατός]], τὸ καθαρόν του στρατοῦ, τὸ ὑγιῶς ἔχον [[μέρος]] τοῦ στρατοῦ, τὸ ἄριστον, Ἡρόδ. 1. 211., 4. 135· ἴδε ἀνωτ. 5. 9) [[ἀκριβής]], ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι, ἂν ὁ λογαριασμὸς [[εἶναι]] [[ἀκριβής]], «[[σωστός]]», Δημ. 303. 22, [[ἔνθα]] ἴδε Dissen. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἁγνῶς καὶ καθαρῶς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 121, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 335· καθαρῶς γεγονέναι, ἐκ καθαροῦ αἵματος, Ἡρόδ. 1. 147. 2) ἔχων καθαρὰς χεῖρας, καθαρῶς, τιμίως, σὺν [[δίκη]]… καὶ κ. Θέογν. 198· δικαίως καὶ κ. Δημ. 127. 5· [[ἁπλῶς]], καθ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Πλάτ. Φαίδ. 108C. 3) σαφῶς, λέγειν Ἀριστοφ. Σφ. 631, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 35· [[λέξις]] καθαρῶς καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Ἰσοκρ. 83Α· καθ. γνῶναι, εἰδέναι Ἀριστοφ. Σφ. 1045, Πλάτ. Φαίδ. 66D, E· καθαρώτατα ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 426Α 4) ὁλοκλήρως, Δίων Κ. 36. 8. (Ἐκ τῆς √ΚΑΘ γίνονται καὶ αἱ λέξεις καθαίρω, κάθαρσις κλ.· πρβλ. Σανσκρ. ←udh, ←udhâmi (purifico, lustro)· Λατ. cast-us. Ἀρχ. Σαξον. hed-ar, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γέρμ. heid-ur).
|lstext='''κᾰθᾰρός''': -ά, -όν, (ἴδε ἐν. τέλ.): 1) ὡς καὶ νῦν, ἀντίθετον τῷ [[ῥυπαρός]], εἵματα Ὀδ. Ζ. 61, κτλ. (ἀλλ’ οὐχὶ [[οὕτως]] ἐν τῇ Ἰλ.)· οὕτω παρ’ Ἀρχιλ. 6 Gaisf., Ἡρόδ. 2. 37, Εὐρ. Κύκλ. 35, 562, κτλ.· - ἐπὶ προσώπ., = [[καθάριος]], καθαρὸς περὶ ἐσθῆτα Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 5, 5, πρβλ. Ρητ. 3. 15, 5. 2) ἀντίθετον τῷ [[πλήρης]], [[μεστός]], [[ἀνοικτός]], [[καθαρός]], [[ἐλευθέριος]], [[κενός]], ἐν καθαρῷ (δηλ. τόπῳ), ἐν τόπῳ ἀνοικτῷ ἐνθα δὲν ὑπῆρχον νεκροί, ἐν καθαρῷ, ὅτι δὴ νεκύων διεφαίνετο [[χῶρος]] Ἰλ. Θ. 491, Κ. 199· ἐν καθαρῷ, ὅτι κύματ’ ἐπ’ ἠϊόνας κλύζεσκον Ψ. 61· κελεύθῳ ἐν καθαρᾷ Πινδ. Ο. 6. 36· ἀλλ’ ἐν Ο. 10 (11). 55, ἐπὶ τόπου ἀδένδρου· πρβλ. Ἡρόδ. 1. 132· ἐν καθαρῷ βῆναι, ἐκποδὼν βῆναι, νὰ ἀφήσῃ τὴν ὁδὸν ἐλευθέραν ἀποχωρῶν αὐτῆς, Σοφ. Ο. Κ. 1575· ἐν καθαρῷ οἰκεῖν, οἰκεῖν ἐν ὑπαίθρῳ, Πλάτ. Πολ. 52D· διὰ καθαροῦ ῥέειν, ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέοντος διὰ καθαροῦ τόπου, οὐχὶ τεναγώδους δηλ. ἢ ἑλώδους, Ἡρόδ. 1. 202· ἐν καθαρῷ λειμῶνι Θεόκρ. 26. 5· ἐν ἡλίῳ καθαρῶ, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὑπό… σκιᾷ, Πλάτ. Φαῖδρ. 239C· ὥς σφι τὸ ἐμποδὼν ἐγεγόνεε καθαρόν, ἀφῃρέθη, «ἔλειψε», Ἡρόδ. 7. 183· καθαρὰς ποιεῖσθαι τὰς ἀρκυστασίας, ἱστάναι τὰ δίκτυα ἐν τόπῳ ἀνοικτῷ, Ξεν. Κυν. 6, 6: - μετὰ γεν., [[γλῶσσα]] καθαρὴ τῶν σημηΐων, ἀπηλλαγμένη τῶν σημείων, Ἡρόδ. 2. 38· καθαρὸν τῶν προβόλων, ἐπὶ φρουρίου, Ἀρρ. Ἀν. 2. 21, 7. 3) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας· παρ’ Ὁμήρῳ, [[θάνατος]] [[καθαρός]], ὁ [[ἁπλοῦς]], ὁ διὰ ξίφους γινόμενος, [[διότι]] ὁ δι’ ἀγχόνης ἐθεωρεῖτο [[μιαρός]], καθαρῷ θανάτῳ Ὀδ. Χ. 462· ἢ θάνατον οὐ καθαρὸν τὸν δι’ ἀγχόνης ὑπομένουσιν Φίλων 2. 610: - τὸ πλεῖστον ἀντίθετον τῷ [[μυσαρός]], [[ἐλεύθερος]] ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, [[ἀμόλυντος]], [[καθαρός]], [[ἀμίαντος]], [[νόος]] Θέογν. 89· χεῖρες Αἰσχύλ. Εὐμ. 313· καθαρὸς χεῖρας Ἡρόδ. 1. 35, Ἀντιφῶν 310. 30, Ἀνδοκ. 12 ἐν τέλει· καθ. παρέχειν τινὰ κατὰ τὸ [[σῶμα]] καὶ κατὰ τὴν ψυχὴν Πλάτ. Κρατ. 405Β· ἰδίως ἐπὶ προσώπων, καθαρὸς μετὰ [[μίασμα]], [[ἱκέτης]] προσῆλθες καθαρὸς ἀβλαβὴς δόμοις Αἰσχύλ. Εὐμ. 474, πρβλ, Σοφ. Ο. Κ. 548, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ πραγμάτων, βωμοί, θύματα, δόμοι, μέλαθρα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 655, Εὐρ. Ι. Τ. 1163, κτλ.: - μετὰ γεν., καθαρὸς ἀπό τινος πράγματος, καθαρὸς ἐγκλημάτων Ἀντιφῶν 120. 24· ἀδικίας, κακῶν, κτλ., τὸ τοῦ Ὀρατίου sceleris purus, Πλάτ. Πολ. 496Ε, Κρατ. 403Ε, Ξεν. Οἰκ. 20, 20, κτλ.· ὁ τῶν κακῶν καθ. [[τόπος]] Πλατ. Θεαίτ. 177Α· καθ. τὰς χεῖρας φόνου ὁ αὐτ. ἐν Νόμ 864Ε· Κόρινθον... ἀποδεῖξαι τῶν μιαιφόνων καθαρὰν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 6· [[ὡσαύτως]], καθ. ἀπό τινος Δίων Κ. 37. 24: - καθαραὶ ἡμέραι, Λατ. dies fasti, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς ἀποφράδας, Πλάτ. Νόμ. 800D. 4) ἀντίθετον τῷ [[θολερός]], ἐπὶ ποταμοῦ, ῥέει καθαρὸς (ὁ [[Βορυσθένης]]) παρὰ θολεροῖσι Ἡρόδ. 4. 53· ἐπὶ ὕδατος ἐν γένει καὶ ἄλλων πραγμάτων, καθαρὰ ὕδατα Εὐρ. Ἱππ. 210· δρόσοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 96· καθαρὰ καὶ διαφανῆ ὑδάτια Πλάτ. Φαῖδρ. 229Β· οὕτω, καθ. [[φάος]], [[φέγγος]] Πινδ. Π. 6. 14, 9. 159· [[πνεῦμα]] καθ. οὐρανοῦ Εὐρ. Ἑλ. 867· καθαρὸς ἄρτος Ἡρόδ. 2. 40· χρυσὸς [[αὐτόθι]] 166· [[σῖτος]] Ξεν. Οἰκ. 18, 8· [[ἀργύριον]] Θεόκρ. 15. 36· [[ἄκρατος]] καὶ καθ. [[νοῦς]] Ξεν. Κύρ. 8. 7, 30· χροαὶ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 3. 12· φωναὶ ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 25 κτλ. 5) ἐπὶ καταγωγῆς, ἀντίθετον τῷ [[ξένος]], [[καθαρός]], [[γνήσιος]], [[σπέρμα]] θεοῦ Πινδ. Π. 3. 27· [[πόλις]] Εὐρ. Ἴων 673· τῶν Ἀθηναίων [[ὅπερ]] ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε, δηλ. ἦσαν πολῖται γνήσιοι τὴν καταγωγήν, Θουκ. 5. 8, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 506, καὶ ἴδε κατωτ. 7· καθαρόν, «παρρησιαστικόν, εἰλικρινές, γνήσιον» (Σχολ.), Ἀριστοφ. Σφ. 1015· καθ. Τίμων, καθαρὸς καὶ [[ἁπλοῦς]], ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1549· καθαρὸς [[δοῦλος]], «οἰονεῖ ἀπηκριβωμένος Α. Β. 105. 5, Ἀντιφάνης, ἐν «Ἀγροίκῳ»10. 6) ἐπὶ γλώσσης, καθαρεύουσα, [[ἀμιγής]], Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 2, πρὸς Γναῖον Πομπ. 2: - ἀλλὰ παρὰ Γραμματικοῖς ἐπὶ φωνήεντος οὗ προηγεῖται ἕτερον φωνῆεν, Δράκων π. Μέτρ. 22. 7) ὁ [[ἄνευ]] μώμου ἢ ἐλλείψεως εἰς τὸ [[εἶδος]] του, [[τέλειος]], ἄμμωνος, [[ἀνεπίληπτος]], ὁ καθ. [[στρατός]], τὸ καθαρόν του στρατοῦ, τὸ ὑγιῶς ἔχον [[μέρος]] τοῦ στρατοῦ, τὸ ἄριστον, Ἡρόδ. 1. 211., 4. 135· ἴδε ἀνωτ. 5. 9) [[ἀκριβής]], ἂν καθαραὶ ὦσιν αἱ ψῆφοι, ἂν ὁ λογαριασμὸς [[εἶναι]] [[ἀκριβής]], «[[σωστός]]», Δημ. 303. 22, [[ἔνθα]] ἴδε Dissen. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἁγνῶς καὶ καθαρῶς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 121, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 335· καθαρῶς γεγονέναι, ἐκ καθαροῦ αἵματος, Ἡρόδ. 1. 147. 2) ἔχων καθαρὰς χεῖρας, καθαρῶς, τιμίως, σὺν [[δίκη]]… καὶ κ. Θέογν. 198· δικαίως καὶ κ. Δημ. 127. 5· [[ἁπλῶς]], καθ. τε καὶ μετρίως τὸν βίον διεξελθεῖν Πλάτ. Φαίδ. 108C. 3) σαφῶς, λέγειν Ἀριστοφ. Σφ. 631, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 35· [[λέξις]] καθαρῶς καὶ ἀκριβῶς ἔχουσα Ἰσοκρ. 83Α· καθ. γνῶναι, εἰδέναι Ἀριστοφ. Σφ. 1045, Πλάτ. Φαίδ. 66D, E· καθαρώτατα ἀποδεῖξαι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 426Α 4) ὁλοκλήρως, Δίων Κ. 36. 8. (Ἐκ τῆς √ΚΑΘ γίνονται καὶ αἱ λέξεις καθαίρω, κάθαρσις κλ.· πρβλ. Σανσκρ. ←udh, ←udhâmi (purifico, lustro)· Λατ. cast-us. Ἀρχ. Σαξον. hed-ar, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γέρμ. heid-ur).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />pur :<br /><b>1</b> sans tache, sans souillure, propre : εἵματα OD vêtements sans tache ; <i>au sens mor.</i> pur de toute souillure : [[καθαρός]] τινος (ἀδικίας, φόνου, <i>etc.</i>) ATT pur de souillure (injustice, meurtre, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> pur de tout mélange : [[ἄρτος]] HDT pain de bonne qualité, pur ; [[χρυσός]] HDT or pur ; <i>en parl. de l'eau</i> limpide ; <i>en parl. du son</i> net, pur ; [[τῶν]] Ἀθηναίων [[ὅπερ]] ἐστράτευε καθαρὸν ἐξῆλθε THC tous ceux des Athéniens qui faisaient partie de l'expédition étaient purement des citoyens, <i>càd</i> des citoyens sans mélange d'étrangers ; <i>en parl. de l'intelligence</i> καθαρὸς [[νοῦς]] XÉN esprit net;<br /><b>3</b> pur de toute fraude;<br /><b>4</b> exempt d'infirmité : τὸ καθαρὸν [[τοῦ]] στρατοῦ HDT la partie valide de l'armée;<br /><b>5</b> nettoyé, débarrassé de tout obstacle ; vide : [[ἐν]] καθαρῷ IL dans un espace libre ; [[ἐν]] καθαρῷ [[βῆναι]] SOPH s'avancer librement ; [[ἐν]] καθαρῷ οἰκεῖν PLAT vivre en plein air ; διὰ καθαροῦ ῥέειν HDT couler librement;<br /><i>Cp.</i> καθαρώτερος.<br />'''Étymologie:''' R. <i>skr.</i> çudh « purifier », çundhâmi « je purifie ».
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth