κατάτασις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1384.png Seite 1384]] ἡ, das Anspannen, Ggstz [[χάλασις]], Ptolem.; Anstrengung, Sp., auch heftiger Schmerz, D. Hal. 7, 68 u. a. Sp. – Hinabziehen, Dehnung, nach unten, Galen.; Herabdrücken, ἡ κατ. ἐπὶ γῆν Plat. Tim. 58 e. – Ist oft mit [[κατάστασις]] verwechselt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1384.png Seite 1384]] ἡ, das Anspannen, Ggstz [[χάλασις]], Ptolem.; Anstrengung, Sp., auch heftiger Schmerz, D. Hal. 7, 68 u. a. Sp. – Hinabziehen, Dehnung, nach unten, Galen.; Herabdrücken, ἡ κατ. ἐπὶ γῆν Plat. Tim. 58 e. – Ist oft mit [[κατάστασις]] verwechselt.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />allongement par tension ; <i>en mauv. part</i> torture.<br />'''Étymologie:''' [[κατατείνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάτᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔντασις]], τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. [[χάλασις]] Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = [[κατάθεσις]]·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814· κατατείνειν καὶ [[κατάτασις]] ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· [[πόνος]] ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) [[ἔκτασις]], [[καταπίεσις]], [[κατάθλιψις]] ἐπὶ τι [[διάστημα]], τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]), [[ἔντασις]], [[σπουδή]], Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία [[γύμνασις]], ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· μετὰ φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- [[ἔντασις]] ἰσχυρά, [[προσοχή]], κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. [[τάσις]], ὁλκὴ πρὸς τὰ [[κάτω]], Γαλην. 2. 281.
|lstext='''κατάτᾰσις''': -εως, ἡ, [[ἔντασις]], τὸ πολὺ τέντωμα, κ. τῶν χορδῶν (Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]) Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 51· ἀντίθετ. [[χάλασις]] Πτολεμ. 2) ἰδίως πρὸς τοποθέτησιν τεθραυσμένων ὀστῶν ἢ ἐξηρθρωμένων, = [[κατάθεσις]]·- χρή τὸν ἰατρόν τῶν ἐκπτωσίων τε και κατηγμάτων ὡς ἰθυτάτας τὰς κατατάσιας ποιέεσθαι Ἱππ. Ἀγμ. 749· αἱ κατἀ φύσιν καὶ αἱ παρὰ φύσιν κ. ὁ αὐτ. 814· κατατείνειν καὶ [[κατάτασις]] ἐπὶ τῆς σημασ. ταύτης συχνὰ παρ’ Ὀρειβασ. 166, 167, 173 Mai.· [[πόνος]] ὁ ἐκ τῆς ἰσχυρᾶς ἐντάσεως, μηδὲν ἄρθρον κινεῖν ἄνευκατατάσεως τῆς ἐσχάτης Διον. Ἁλ. 7. 68· αἰκίζεται πάσῃ λύμῃ καὶ κατατάσει Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. 3) [[ἔκτασις]], [[καταπίεσις]], [[κατάθλιψις]] ἐπὶ τι [[διάστημα]], τὴν γῆν (πλεῖστα Ἀντίγραφα [[κατάστασις]]), [[ἔντασις]], [[σπουδή]], Πλάτ. Τίμ. 58Α· 4) βιαία [[γύμνασις]], ἄσκησις, Λατ. contentio, πιθ. Γραφ. ἐν Πλάτ. Νόμ. 796Α· μετὰ φιλονεικίας και καταστάσεως διαπονούμενα τὰ σώματα·- [[ἔντασις]] ἰσχυρά, [[προσοχή]], κατατάσεις τῆς ψυχῆς Φίλων 2. 599. ΙΙ. [[τάσις]], ὁλκὴ πρὸς τὰ [[κάτω]], Γαλην. 2. 281.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />allongement par tension ; <i>en mauv. part</i> torture.<br />'''Étymologie:''' [[κατατείνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml