κοτέω: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kote/w
|Beta Code=kote/w
|Definition=(κότος) Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice, [[bear]] one [[a grudge]], [[be angry at]] him, c. dat. pers., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν <span class="bibl">Il.5.177</span>, cf. <span class="bibl">18.367</span>; Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος <span class="bibl">23.383</span>; τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο <span class="bibl">2.223</span>; <b class="b3">τοῖσίν τε κοτέσσεται</b> (Ep. for [[κοτέσηται]]) <span class="bibl">5.747</span>, <span class="bibl">8.391</span>, <span class="bibl">Od.1.101</span>; λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>403</span>: [[proverb|prov.]], κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτονι τέκτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Op.</span>25</span>: c.dat.rei, βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.<span class="title">Supp.</span>13a31: c. gen. rei, <b class="b3">ἀπάτης κοτέων</b> [[angry at]] the trick, <span class="bibl">Il.4.168</span>; <b class="b3">κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα</b>… <span class="bibl">14.191</span>: abs., οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος <span class="bibl">1.181</span>, cf. <span class="bibl">23.391</span>; <b class="b3">κεκοτηότι θυμῷ</b> (Ep. pf. part.) with [[angry]] heart, <span class="bibl">21.456</span>, <span class="bibl">Od.9.501</span>, <span class="bibl">19.71</span>: aor. κοτέσασα <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>254</span>; Διωνύσῳ κοτέσασα <span class="bibl">Euph.14</span>.
|Definition=(κότος) Ep. and Lyr. Verb, used in the forms cited below, without distinction of voice, [[bear]] one [[a grudge]], [[be angry at]] him, c. dat. pers., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν <span class="bibl">Il.5.177</span>, cf. <span class="bibl">18.367</span>; Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος <span class="bibl">23.383</span>; τῷ δ' ἄρ' Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο <span class="bibl">2.223</span>; <b class="b3">τοῖσίν τε κοτέσσεται</b> (Ep. for [[κοτέσηται]]) <span class="bibl">5.747</span>, <span class="bibl">8.391</span>, <span class="bibl">Od.1.101</span>; λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντες <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>403</span>: [[proverb|prov.]], κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτονι τέκτων <span class="bibl">Id.<span class="title">Op.</span>25</span>: c.dat.rei, βασιλῆος ἀτασθαλίᾳ κοτέων Pi.<span class="title">Supp.</span>13a31: c. gen. rei, <b class="b3">ἀπάτης κοτέων</b> [[angry at]] the trick, <span class="bibl">Il.4.168</span>; <b class="b3">κοτεσσαμένη τό γε θυμῷ, οὕνεκα</b>… <span class="bibl">14.191</span>: abs., οὐδ' ὄθομαι κοτέοντος <span class="bibl">1.181</span>, cf. <span class="bibl">23.391</span>; <b class="b3">κεκοτηότι θυμῷ</b> (Ep. pf. part.) with [[angry]] heart, <span class="bibl">21.456</span>, <span class="bibl">Od.9.501</span>, <span class="bibl">19.71</span>: aor. κοτέσασα <span class="bibl"><span class="title">h.Cer.</span>254</span>; Διωνύσῳ κοτέσασα <span class="bibl">Euph.14</span>.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés., part. ao. et part. pf. au sens du prés.</i><br />être irrité, garder rancune : τινος de qch ; κεκοτηότι θυμῷ IL, OD d'un cœur irrité;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κοτέομαι]], [[κοτοῦμαι]] être irrité : τινι contre qqn ; garder rancune à qqn ; <i>ou avec</i> acc., [[τόγε]]… [[οὕνεκα]] être irrité de ce que.<br />'''Étymologie:''' [[κότος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτέω''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]] εὔχρηστον ἐν τοῖς κατωτ. σημειουμένοις τύποις [[ἄνευ]] διακρίσεως φωνῆς ([[κότος]]). Φυλάττω [[πάθος]] κατά τινος, ὀργίζομαι, μετὰ δοτ. προσώπ., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Ἰλ. Ε. 177, πρβλ. Σ. 367· Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος Ψ. 383· τῷ δ’ ἂρ Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ἐπικ. ἀντὶ κοτέσηται) Ε. 747., Θ. 391, Ὀδ. Α. 101· λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντε Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 402· παροιμ., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι [[τέκτων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 25· ― μετὰ γεν. πράγμ., ἀπάτης κοτέων..., ὀργιζόμενος ἐπὶ τῇ ἀπάτῃ, Ἰλ. Δ. 168· [[ὡσαύτως]] κοτεσσαμένη τόγε θυμῷ, [[οὕνεκα]]..., Ξ. 191· ― ἀπολ., οὐδ’ [[ὄθομαι]] κοτέοντος Α. 181, πρβλ. Ψ. 391· κεκοτηότι θυμῷ, μὲ ψυχὴν πλήρη ὀργῆς, Φ. 456, Ὀδ. Ι. 501., Τ. 71· ἀόρ. κοτέσσασα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 255.
|lstext='''κοτέω''': Ἐπικ. [[ῥῆμα]] εὔχρηστον ἐν τοῖς κατωτ. σημειουμένοις τύποις [[ἄνευ]] διακρίσεως φωνῆς ([[κότος]]). Φυλάττω [[πάθος]] κατά τινος, ὀργίζομαι, μετὰ δοτ. προσώπ., κοτεσσάμενος Τρώεσσιν Ἰλ. Ε. 177, πρβλ. Σ. 367· Τυδέος υἷι κοτέσσατο Φοῖβος Ψ. 383· τῷ δ’ ἂρ Ἀχαιοὶ ἐκπάγλως κοτέοντο Β. 223· τοῖσίν τε κοτέσσεται (Ἐπικ. ἀντὶ κοτέσηται) Ε. 747., Θ. 391, Ὀδ. Α. 101· λέοντε δύω ἀμφὶ κταμένης ἐλάφοιο ἀλλήλοις κοτέοντε Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 402· παροιμ., κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι [[τέκτων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 25· ― μετὰ γεν. πράγμ., ἀπάτης κοτέων..., ὀργιζόμενος ἐπὶ τῇ ἀπάτῃ, Ἰλ. Δ. 168· [[ὡσαύτως]] κοτεσσαμένη τόγε θυμῷ, [[οὕνεκα]]..., Ξ. 191· ― ἀπολ., οὐδ’ [[ὄθομαι]] κοτέοντος Α. 181, πρβλ. Ψ. 391· κεκοτηότι θυμῷ, μὲ ψυχὴν πλήρη ὀργῆς, Φ. 456, Ὀδ. Ι. 501., Τ. 71· ἀόρ. κοτέσσασα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 255.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés., part. ao. et part. pf. au sens du prés.</i><br />être irrité, garder rancune : τινος de qch ; κεκοτηότι θυμῷ IL, OD d'un cœur irrité;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[κοτέομαι]], [[κοτοῦμαι]] être irrité : τινι contre qqn ; garder rancune à qqn ; <i>ou avec</i> acc., [[τόγε]]… [[οὕνεκα]] être irrité de ce que.<br />'''Étymologie:''' [[κότος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth