κελαδεινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1413.png Seite 1413]] Geräusch machend, lärmend, brausend; [[Ζέφυρος]] Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., [[σῦριγξ]] Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1413.png Seite 1413]] Geräusch machend, lärmend, brausend; [[Ζέφυρος]] Il. 23, 208; von der Artemis, die auf der Jagd lärmt, dah. sie auch ohne weiteren Zusatz Κελαδεινή heißt, 21, 511; auch Bacchus, Hymn. (IX, 524, 11); sp. D., [[σῦριγξ]] Opp. Hal. 5, 455, ποταμοὺς κελαδεινὰ ῥέοντας Ap. Rh. 3, 532. Vgl. das Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή ([[θεά]]) IL la déesse qui aime le bruit, <i>càd</i> Artémis, <i>à cause du bruit de la chasse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέλαδος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κελᾰδεινός''': -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, [[θορυβώδης]], [[Ζέφυρος]] Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ [[ἁπλῶς]] Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· [[ὡσαύτως]] τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, [[μεγάλως]] ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. [[ὕβρις]], [[θορυβώδης]] [[προσβολή]], [[ὕβρις]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.
|lstext='''κελᾰδεινός''': -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, [[θορυβώδης]], [[Ζέφυρος]] Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ [[ἁπλῶς]] Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· [[ὡσαύτως]] τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, [[μεγάλως]] ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. [[ὕβρις]], [[θορυβώδης]] [[προσβολή]], [[ὕβρις]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή ([[θεά]]) IL la déesse qui aime le bruit, <i>càd</i> Artémis, <i>à cause du bruit de la chasse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέλαδος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth