Anonymous

κελαδεινός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή ([[θεά]]) IL la déesse qui aime le bruit, <i>càd</i> Artémis, <i>à cause du bruit de la chasse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέλαδος]].
|btext=ή, όν :<br />bruyant, sonore, retentissant ; ἡ κελαδεινή ([[θεά]]) IL la déesse qui aime le bruit, <i>càd</i> Artémis, <i>à cause du bruit de la chasse</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κέλαδος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κελᾰδεινός''': -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, [[θορυβώδης]], [[Ζέφυρος]] Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ [[ἁπλῶς]] Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· [[ὡσαύτως]] τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, [[μεγάλως]] ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. [[ὕβρις]], [[θορυβώδης]] [[προσβολή]], [[ὕβρις]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.
|elnltext=κελαδεινός --όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende ( [[epithet]] van Artemis).
}}
{{elru
|elrutext='''κελᾰδεινός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[шумный]], [[шумливый]], [[воющий]] ([[Ζέφυρος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[гулкий]] (αὐλῶνες HH).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κελᾰδεινός:''' -ή, -όν, [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. [[κελαδεννός]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''κελᾰδεινός:''' -ή, -όν, [[ηχηρός]], [[θορυβώδης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. της Άρτεμης, από το θόρυβο του κυνηγιού, σε Όμηρ.· Δωρ. [[κελαδεννός]], σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κελᾰδεινός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[шумный]], [[шумливый]], [[воющий]] ([[Ζέφυρος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[гулкий]] (αὐλῶνες HH).
|lstext='''κελᾰδεινός''': -ή, -όν, κέλαδον προξενῶν, ἠχηρός, [[θορυβώδης]], [[Ζέφυρος]] Ἰλ. Ψ. 208· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ὡς ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, «διὰ τοὺς ἐν τοῖς κυνηγεσίοις κελάδους» Εὐστ. (καλεῖται δὲ καὶ [[ἁπλῶς]] Κελαδεινὴ ἐν Ἰλ. Φ. 511)· [[ὡσαύτως]] τοῦ Βάκχου, Ἀνθ., κτλ.· αὐλῶνες κ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95· σῦριγξ Ὀππ. Ἁλ. 5. 455·- ὁ Πίνδ. ἔχει Δωρ. τύπον, κελαδεννός, ἔπεα κ., στίχοι ἠχηροί, [[μεγάλως]] ἠχοῦντα ποιήματα, Π. 3. 200· κελ. Χάριτες, αἱ ἠχηρὰν φωνὴν ἔχουσαι Χάριτες, Π. 9. 158· κελ. [[ὕβρις]], [[θορυβώδης]] [[προσβολή]], [[ὕβρις]], ὁ αὐτ. ἐν Ι. 4. 14 (3. 26)·- οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ποταμοὶ κελαδεννὰ ῥέοντες Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 532.
}}
{{elnl
|elnltext=κελαδεινός -ή -όν [κέλαδος] Aeol. κελαδεννός luidklinkend; subst. ἡ κελαδεινή de luidklinkende ( [[epithet]] van Artemis).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κελᾰδεινός, ή, όν<br />[[sounding]], [[noisy]], Il.; [[epithet]] of [[Artemis]], from the [[noise]] of the [[chase]], Hom.:—doric [[κελαδεννός]], Pind.
|mdlsjtxt=κελᾰδεινός, ή, όν<br />[[sounding]], [[noisy]], Il.; [[epithet]] of [[Artemis]], from the [[noise]] of the [[chase]], Hom.:—doric [[κελαδεννός]], Pind.
}}
}}