μηκάομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0171.png Seite 171]] (onomatopoetisch, wie [[μυκάομαι]]), perf. mit Präsensbdtg μέμηκα (partic. [[μεμηκώς]], Il. 10, 362, fem. [[μεμακυῖα]], 4, 435), u. davon ein impf. gebildet, μέμηκον, Od. 9, 439; auch zieht man hierher das part. aor. [[μακών]]; – [[blöken]], von Schaafen, Il. 4, 435 Od. 9, 439; vom Geschrei des verfolgten Hirschkalbes u. des Hafen, quäken, Il. 10, 362; später gew. von Ziegen, [[meckern]], μηκᾶται αἲξ καὶ [[ἔλαφος]], B. A. 33, 8; Anth.; Philostr. – Das partic. [[μακών]] findet sich nur in der Verbindung κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι [[μακών]], nieder stürzte er in den Staub schreiend, Od. 18, 98, vom verwundeten Pferde, Hirsche, Eber, Il. 16, 469 Od. 10, 163. 19, 454, nach den alten Erkl. ἄσημον ἦχον ἀποτελέσας; Andere leiten es von [[μῆκος]] ab, εἰς [[μῆκος]] ἐκταθείς, der Länge nach, unrichtig.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0171.png Seite 171]] (onomatopoetisch, wie [[μυκάομαι]]), perf. mit Präsensbdtg μέμηκα (partic. [[μεμηκώς]], Il. 10, 362, fem. [[μεμακυῖα]], 4, 435), u. davon ein impf. gebildet, μέμηκον, Od. 9, 439; auch zieht man hierher das part. aor. [[μακών]]; – [[blöken]], von Schaafen, Il. 4, 435 Od. 9, 439; vom Geschrei des verfolgten Hirschkalbes u. des Hafen, quäken, Il. 10, 362; später gew. von Ziegen, [[meckern]], μηκᾶται αἲξ καὶ [[ἔλαφος]], B. A. 33, 8; Anth.; Philostr. – Das partic. [[μακών]] findet sich nur in der Verbindung κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι [[μακών]], nieder stürzte er in den Staub schreiend, Od. 18, 98, vom verwundeten Pferde, Hirsche, Eber, Il. 16, 469 Od. 10, 163. 19, 454, nach den alten Erkl. ἄσημον ἦχον ἀποτελέσας; Andere leiten es von [[μῆκος]] ab, εἰς [[μῆκος]] ἐκταθείς, der Länge nach, unrichtig.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>pf.2 au sens d'un prés., part.</i> [[μεμηκώς]], <i>fém.</i> [[μεμακυῖα]] ; <i>pqp. au sens d'un impf.</i> [[ἐμέμηκον]];<br /><b>1</b> bêler;<br /><b>2</b> <i>au part. ao.2</i> [[μακών]], qui pousse un cri semblable à un bêlement.<br />'''Étymologie:''' R. Μηκ, pousser un cri.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μηκάομαι''': ἀποθ.· ὁ ἐνεστ. μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 33, ἀλλ’ οἱ μόνοι ἐν χρήσει εὑρισκόμενοι τύποι [[εἶναι]] ἡ ἀρχαία μετοχ. τοῦ ἀορ. μᾰκών· μετοχ. πρκμ. [[μεμηκώς]], θηλ. μετὰ βραχ. προπαραληγ. μεμᾰκυῖα· καὶ [[παρατατικός]] τις σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., [[ἐμέμηκον]]. Βληχῶμαι, βελάζω ἐπὶ προβάτων, ὄϊες... μυρίαι ἑστήκασιν..., ἀζηχὲς μεμακυῖαι, βληχώμεναι, Ἰλ. Δ. 435· θήλειαι δ’ [[ἐμέμηκον]] ἀνήμελκτοι περὶ σηκοὺς Ὀδ. Ι. 439· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐπὶ αἰγῶν, μόνον ἐν τῷ ὀνόματι μηκὰς (οὕτω τὸ [[βληχάομαι]], κεῖται ἐπί τε προβάτων καὶ αἰγῶν)· ἐπὶ διωκομένου νεβροῦ ἢ λαγοῦ, [[ἐκπέμπω]] ὀξὺν μυκηθμόν, φωνάζω, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκὼς Ἰλ. Κ. 362· ― ἡ μετοχ. μακὼν εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει, κὰδ δ’ ἔπεσ’ ἐν κονίῃσι [[μακών]], ἔπεσεν εἰς τὴν κόνιν ἀφεὶς κραυγήν, «μυκησάμενος, φθεγξάμενος βαρὺ» (Σχόλ.), ἐπὶ ἵππου τετρωμένου, κτλ., Π. 469, Ὀδ. Κ. 163., Τ. 454· ἐπὶ ἀνθρώπου, Σ. 98. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἤχου, ἴδε [[μυκάομαι]] ἐν τέλ.).
|lstext='''μηκάομαι''': ἀποθ.· ὁ ἐνεστ. μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 33, ἀλλ’ οἱ μόνοι ἐν χρήσει εὑρισκόμενοι τύποι [[εἶναι]] ἡ ἀρχαία μετοχ. τοῦ ἀορ. μᾰκών· μετοχ. πρκμ. [[μεμηκώς]], θηλ. μετὰ βραχ. προπαραληγ. μεμᾰκυῖα· καὶ [[παρατατικός]] τις σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., [[ἐμέμηκον]]. Βληχῶμαι, βελάζω ἐπὶ προβάτων, ὄϊες... μυρίαι ἑστήκασιν..., ἀζηχὲς μεμακυῖαι, βληχώμεναι, Ἰλ. Δ. 435· θήλειαι δ’ [[ἐμέμηκον]] ἀνήμελκτοι περὶ σηκοὺς Ὀδ. Ι. 439· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐπὶ αἰγῶν, μόνον ἐν τῷ ὀνόματι μηκὰς (οὕτω τὸ [[βληχάομαι]], κεῖται ἐπί τε προβάτων καὶ αἰγῶν)· ἐπὶ διωκομένου νεβροῦ ἢ λαγοῦ, [[ἐκπέμπω]] ὀξὺν μυκηθμόν, φωνάζω, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκὼς Ἰλ. Κ. 362· ― ἡ μετοχ. μακὼν εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει, κὰδ δ’ ἔπεσ’ ἐν κονίῃσι [[μακών]], ἔπεσεν εἰς τὴν κόνιν ἀφεὶς κραυγήν, «μυκησάμενος, φθεγξάμενος βαρὺ» (Σχόλ.), ἐπὶ ἵππου τετρωμένου, κτλ., Π. 469, Ὀδ. Κ. 163., Τ. 454· ἐπὶ ἀνθρώπου, Σ. 98. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἤχου, ἴδε [[μυκάομαι]] ἐν τέλ.).
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><i>pf.2 au sens d'un prés., part.</i> [[μεμηκώς]], <i>fém.</i> [[μεμακυῖα]] ; <i>pqp. au sens d'un impf.</i> [[ἐμέμηκον]];<br /><b>1</b> bêler;<br /><b>2</b> <i>au part. ao.2</i> [[μακών]], qui pousse un cri semblable à un bêlement.<br />'''Étymologie:''' R. Μηκ, pousser un cri.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth