πολίτευμα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0657.png Seite 657]] τό, was Einer als [[πολίτης]] oder Theilnehmer an einer [[πολιτεία]] thut, Luc. Prom. 15; die Verwaltung des Staates, Plat. Legg. XII, 945 d; die Grundsätze, welche man dabei verfolgt, [[πολίτευμα]] πολιτεύεσθαι, Aesch. 1, 86, wie Dem. 8, 71; bes. im plur., Isocr. 7, 78; ἐγχειρίσαι τὸ πολ. καὶ τὰς ἀρχὰς τοῖς [[αὑτοῦ]] φίλοις, Pol. 4, 23, 9. Uebh. wie [[πολιτεία]], Staatsverfassung, Plut. Them. 4; Pol. τὸ πάτριον πολ., 5, 9, 9; auch plur., 4, 25, 7; Staat, 1, 13, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0657.png Seite 657]] τό, was Einer als [[πολίτης]] oder Theilnehmer an einer [[πολιτεία]] thut, Luc. Prom. 15; die Verwaltung des Staates, Plat. Legg. XII, 945 d; die Grundsätze, welche man dabei verfolgt, [[πολίτευμα]] πολιτεύεσθαι, Aesch. 1, 86, wie Dem. 8, 71; bes. im plur., Isocr. 7, 78; ἐγχειρίσαι τὸ πολ. καὶ τὰς ἀρχὰς τοῖς [[αὑτοῦ]] φίλοις, Pol. 4, 23, 9. Uebh. wie [[πολιτεία]], Staatsverfassung, Plut. Them. 4; Pol. τὸ πάτριον πολ., 5, 9, 9; auch plur., 4, 25, 7; Staat, 1, 13, 12.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> acte d'administration publique ; τὰ πολιτεύματα mesures politiques, actes politique;<br /><b>2</b> l'ensemble des citoyens, le corps civique.<br />'''Étymologie:''' [[πολιτεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολίτευμα''': τό, ([[πολιτεύω]]) τὸ [[ἔργον]] τῆς διοικήσεως, [[πρᾶξις]] κυβερνητική, Δημ. 263. 1., 272. 19· συνηθέστερον ἐν τῷ πληθ., τὰ ὑπὸ τῆς κυβερνήσεως λαμβανόμενα μέτρα, πολιτική, Πλάτ. Νόμ. 945D, Ἰσοκρ. 156A· τῶν τοιούτων π. οὐδὲν πολιτεύομαι Δημ. 107. 16· ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν πολιτεύμασι καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς, εἴς τε τὴν ἐν τῇ πατρίδι καὶ τὴν ἐν τῇ ξένῃ πολιτικήν, ὁ αὐτ. 263. 4. ΙΙ. τὸ συγκεκριμένον τοῦ [[πολιτεία]] (ΙΙΙ), ἡ [[κυβέρνησις]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 4., 3. 7, 2· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], 2) = [[πολιτεία]] ΙΙΙ, [[αὐτόθι]] 3. 13, 8., 4. 6, 8, κτλ.· οἱ ἐν π., οἱ πολῖται, [[αὐτόθι]] 5. 4, 2, πρβλ. 5. 6, 7· τὸ τῆς δημοκρατίας π. Αἰσχίν. 51. 12, πρβλ. Πολύβ. 1. 13, 12, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππησ. γ΄, 20.
|lstext='''πολίτευμα''': τό, ([[πολιτεύω]]) τὸ [[ἔργον]] τῆς διοικήσεως, [[πρᾶξις]] κυβερνητική, Δημ. 263. 1., 272. 19· συνηθέστερον ἐν τῷ πληθ., τὰ ὑπὸ τῆς κυβερνήσεως λαμβανόμενα μέτρα, πολιτική, Πλάτ. Νόμ. 945D, Ἰσοκρ. 156A· τῶν τοιούτων π. οὐδὲν πολιτεύομαι Δημ. 107. 16· ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν πολιτεύμασι καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς, εἴς τε τὴν ἐν τῇ πατρίδι καὶ τὴν ἐν τῇ ξένῃ πολιτικήν, ὁ αὐτ. 263. 4. ΙΙ. τὸ συγκεκριμένον τοῦ [[πολιτεία]] (ΙΙΙ), ἡ [[κυβέρνησις]], Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 6, 4., 3. 7, 2· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], 2) = [[πολιτεία]] ΙΙΙ, [[αὐτόθι]] 3. 13, 8., 4. 6, 8, κτλ.· οἱ ἐν π., οἱ πολῖται, [[αὐτόθι]] 5. 4, 2, πρβλ. 5. 6, 7· τὸ τῆς δημοκρατίας π. Αἰσχίν. 51. 12, πρβλ. Πολύβ. 1. 13, 12, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππησ. γ΄, 20.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> acte d'administration publique ; τὰ πολιτεύματα mesures politiques, actes politique;<br /><b>2</b> l'ensemble des citoyens, le corps civique.<br />'''Étymologie:''' [[πολιτεύω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR