προσαπόλλυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0751.png Seite 751]] (s. [[ὄλλυμι]]), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προσαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. [[ὅταν]] καὶ τὰ ἀρχαῖα προσαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προσαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προσαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0751.png Seite 751]] (s. [[ὄλλυμι]]), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προσαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. [[ὅταν]] καὶ τὰ ἀρχαῖα προσαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προσαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προσαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαπολέσω, <i>ao.</i> προσαπώλεσα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire périr <i>ou</i> détruire en outre <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass.</i> προσαπόλλυμαι, périr en outre;<br /><b>2</b> perdre en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀπόλλυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαπόλλῡμι''': καὶ -ύω, [[ἀπόλλυμι]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινα Ἡρόδ. 2. 121, 2· προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας ὁ αὐτ. 138, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1374. ― Μέσ. καὶ παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]] ἢ μετ’ ἄλλων, ἵνα μὴ προσαπόλλωνται Ἡρόδ. 6. 100· τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Λυσί. 126. 5· ἐλοῖντ’ ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο Δημ. 1313. 4. ΙΙ. χάνω [[προσέτι]], τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 9. 23· τὰ ἀρχαῖα πρ. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Πλάτ. Γοργ. 519Α, ἴδε [[προσαποβάλλω]].
|lstext='''προσαπόλλῡμι''': καὶ -ύω, [[ἀπόλλυμι]], [[καταστρέφω]] [[προσέτι]], τινα Ἡρόδ. 2. 121, 2· προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας ὁ αὐτ. 138, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1374. ― Μέσ. καὶ παθ., καταστρέφομαι [[προσέτι]] ἢ μετ’ ἄλλων, ἵνα μὴ προσαπόλλωνται Ἡρόδ. 6. 100· τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Λυσί. 126. 5· ἐλοῖντ’ ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο Δημ. 1313. 4. ΙΙ. χάνω [[προσέτι]], τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 9. 23· τὰ ἀρχαῖα πρ. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Πλάτ. Γοργ. 519Α, ἴδε [[προσαποβάλλω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προσαπολέσω, <i>ao.</i> προσαπώλεσα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> faire périr <i>ou</i> détruire en outre <i>ou</i> en même temps ; <i>Pass.</i> προσαπόλλυμαι, périr en outre;<br /><b>2</b> perdre en outre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀπόλλυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml