προσαπόλλυμι
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
(also
A προσαπολλύω Hdt.1.207), destroy besides, κἀκεῖνον Id.2.121.β; προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας Id.6.138, cf. E.Hipp.1374 (lyr.):—Med. and Pass., perish besides or with others, ἵνα μὴ προσαπόλωνται Hdt.6.100; τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Lys.12.64; ἐλεοῖντ' ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο D.57.45.
II lose besides, τὴν ἀρχήν Hdt.1.207, cf. 9.23, Ar.Nu.1256; τὰ ἀρχαῖα π. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Pl.Grg. 519a.
German (Pape)
[Seite 751] (s. ὄλλυμι), noch dazu verderben, vernichten, zerstören, tödten, προσαπ όλλυτέ με, Eur. Hipp. 1374; Her. 1, 207, προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας, 6, 138; Plat. ὅταν καὶ τὰ ἀρχαῖα προσαπολλύωσι πρὸς οἷς ἐκτήσαντο, Gorg. 519 a; Folgde; προσαπολέσαι Pol. 1, 74, 3. – Pass. noch dazu, zugleich umkommen; Her. 6, 100; προσαπόλωλα Lys. in Eratosth. 14; Folgde.
French (Bailly abrégé)
f. προσαπολέσω, ao. προσαπώλεσα, etc.
1 faire périr ou détruire en outre ou en même temps ; Pass. προσαπόλλυμαι, périr en outre;
2 perdre en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἀπόλλυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-απόλλυμι en προσ-απολλύω act. met acc. ook nog doden:. προσαπολλύουσι δέ σφεων καὶ τὰς μήτερας daarnaast doodden ze ook hun moeders Hdt. 6.138.4. ook nog verliezen:. προσαπολλύεις πᾶσαν τὴν ἀρχήν u verliest tegelijk uw gehele heerschappij Hdt. 1.207.3. med. intrans. ook nog omkomen, met perf. προσαπόλωλα:. ἄξιον μὲν γὰρ ἦν καὶ τοὺς φίλους προσαπολωλέναι de vrienden verdienden ook de dood Lys. 12.64.
Russian (Dvoretsky)
προσαπόλλῡμι:
1 сверх того или в то же время губить, уничтожать, убивать (τινα Her., Plut.); pass. вместе погибать Her.;
2 сверх того терять Plat.: πρὸς ἐκείνῳ ἄλλους προσαπώλεσαν τῶν ἱππέων Her. помимо него (персы) потеряли и других всадников.
Greek (Liddell-Scott)
προσαπόλλῡμι: καὶ -ύω, ἀπόλλυμι, καταστρέφω προσέτι, τινα Ἡρόδ. 2. 121, 2· προσαπολλύουσι καὶ τὰς μητέρας ὁ αὐτ. 138, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1374. ― Μέσ. καὶ παθ., καταστρέφομαι προσέτι ἢ μετ’ ἄλλων, ἵνα μὴ προσαπόλλωνται Ἡρόδ. 6. 100· τοὺς φίλους προσαπολωλέναι Λυσί. 126. 5· ἐλοῖντ’ ἂν δικαιότερον ἢ προσαπολλύοιντο Δημ. 1313. 4. ΙΙ. χάνω προσέτι, τὴν ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 207, πρβλ. 9. 23· τὰ ἀρχαῖα πρ. πρὸς οἷς ἐκτήσαντο Πλάτ. Γοργ. 519Α, ἴδε προσαποβάλλω.
Greek Monolingual
και προσαπολλύω Α
1. αφανίζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω κάποιον επί πλέον («ἔδοξέ σφι κτείνειν τοὺς παῖδας... προσαπολλύουσι δὲ σφεων καὶ τὰς μητέρας», Ηρόδ.)
2. χάνω κάτι ακόμη
3. (μέσ. και παθ.) προσαπόλλυμαι και προσαπολλύομαι
χάνομαι, αφανίζομαι επί πλέον ή μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπόλλυμι / -ύω «καταστρέφω, σκοτώνω, χάνω»].
Greek Monotonic
προσαπόλλῡμι: και -ύω, μέλ. -ολέσω,
I. καταστρέφω επιπλέον ή επίσης, σε Ηρόδ., Ευρ. — Μέσ., αόρ. βʹ -ωλόμην, παρακ. -όλωλα· χάνομαι, καταστρέφομαι επιπλέον ή μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Δημ.
II. χάνω επιπλέον, τὴν ἀρχήν, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Middle Liddell
and -ύω fut. -ολέσω
I. to destroy besides or also, Hdt., Eur.:—Mid. aor2 -ωλόμην: perf. -όλωλα:— to perish besides or with others, Hdt., Dem.
II. to lose besides, τὴν ἀρχήν Hdt., Plat.