προσείω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0758.png Seite 758]] vor -od. vorwärts bringen; προσείειν ἀνασείειν τε, sc. [[πλόκαμον]], ab- u. aufwärts schütteln, Eur. Bacch. 928; vorhalten u. schütteln, ὥςπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι, Plat. Phaedr. 230 d, wo vulg. προσιόντες ist; φόβον, Furcht einjagen, indem man Schreckbilder vorhält u. schüttelt, Thuc. 6, 86.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0758.png Seite 758]] vor -od. vorwärts bringen; προσείειν ἀνασείειν τε, sc. [[πλόκαμον]], ab- u. aufwärts schütteln, Eur. Bacch. 928; vorhalten u. schütteln, ὥςπερ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι, Plat. Phaedr. 230 d, wo vulg. προσιόντες ist; φόβον, Furcht einjagen, indem man Schreckbilder vorhält u. schüttelt, Thuc. 6, 86.
}}
{{bailly
|btext=agiter devant ; <i>particul.</i> agiter un appât pour attirer, un épouvantail pour effrayer ; <i>fig.</i> intimider.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σείω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσείω''': [[σείω]] τι ἔμπροσθέν τινος, τί μοι προσείων χεῖρα σημαίνεις φόνον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1218 (πρβλ. [[προσειλέω]])· προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον], κινεῖν αὐτὸν ἄνω καὶ [[κάτω]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 930· πρ. γυμνὰ τὰ [[ξίφη]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 23· [[ὥσπερ]] οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· θήρατρα ἕτερα τοῖς ὄρνισι προσείει μυκωμένη Αἰλ. π. Ζ. 1. 29· καὶ μεταφορ., θέλγων τὴν ἀκοὴν ὕμνῳ τινὶ γαμικῷ προσείοντι Σειρῆνας [[αὐτόθι]] 17. 23· σὺ δέ μοι αὐλητρίδας προσείεις Ἐπιστ. 16· πρ. φόβον, [[ἐπισείω]] τι ὡς [[μορμολυκεῖον]], Θουκ. 6. 86. Πρβλ. Ruhnk. Τίμ. ἐν λέξ. [[θαλλός]].
|lstext='''προσείω''': [[σείω]] τι ἔμπροσθέν τινος, τί μοι προσείων χεῖρα σημαίνεις φόνον; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1218 (πρβλ. [[προσειλέω]])· προσείειν ἀνασείειν τε [τὸν πλόκαμον], κινεῖν αὐτὸν ἄνω καὶ [[κάτω]], ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 930· πρ. γυμνὰ τὰ [[ξίφη]] Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 23· [[ὥσπερ]] οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι Πλάτ. Φαῖδρ. 230D· θήρατρα ἕτερα τοῖς ὄρνισι προσείει μυκωμένη Αἰλ. π. Ζ. 1. 29· καὶ μεταφορ., θέλγων τὴν ἀκοὴν ὕμνῳ τινὶ γαμικῷ προσείοντι Σειρῆνας [[αὐτόθι]] 17. 23· σὺ δέ μοι αὐλητρίδας προσείεις Ἐπιστ. 16· πρ. φόβον, [[ἐπισείω]] τι ὡς [[μορμολυκεῖον]], Θουκ. 6. 86. Πρβλ. Ruhnk. Τίμ. ἐν λέξ. [[θαλλός]].
}}
{{bailly
|btext=agiter devant ; <i>particul.</i> agiter un appât pour attirer, un épouvantail pour effrayer ; <i>fig.</i> intimider.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σείω]].
}}
}}
{{grml
{{grml