3,277,719
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; [[ψυχή]], Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] zum Zielen, Errathen gehörig; ἡ στοχαστική, die Geschicklichkeit, gleich das Richtige zu treffen, Plat. def. 412 c 413 a; [[ψυχή]], Gorg. 463 a; muthmaßend, τινός, Arist. Nicom. cth. 6, 7, 6; στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι, rhet. 1, 1 u. Sp., wie Luc. hist. conscr. 47; τέχναι, S. Emp. adv. gramm. 72, wozu die κυβερνητική und die ἰατρική gerechnet wird. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />habile à conjecturer, pénétrant.<br />'''Étymologie:''' [[στοχάζομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοχαστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ, νὰ κτυπήσῃ μετὰ γεν., τοῦ ἀρίστου Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 6· [[ἀρετὴ]] μέσου στ. [[αὐτόθι]] 2. 6, 9, 13. 2) ἱκανὸς νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, ἡ στοχαστικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Φίληβ. 55Ε· - [[ἐπιτυχής]], εὐφυής, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Α· - Ἐπίρρ., στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 11. | |lstext='''στοχαστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ νὰ ἐπιτύχῃ, νὰ κτυπήσῃ μετὰ γεν., τοῦ ἀρίστου Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 6· [[ἀρετὴ]] μέσου στ. [[αὐτόθι]] 2. 6, 9, 13. 2) ἱκανὸς νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, ἡ στοχαστικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]) Πλάτ. Φίληβ. 55Ε· - [[ἐπιτυχής]], εὐφυής, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Α· - Ἐπίρρ., στοχαστικῶς ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |