συλλύω: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "qu’u" to "qu'u")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] aus einander lösen, bes. Feinde aus einander bringen, aussöhnen, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, Soph. Ai. 1296; und so ist auch wohl Aesch. Ch. 292 zu nehmen. – Med. συλλύεσθαι [[πρός]] τινα, sich mit Einem aussöhnen, mit ihm Frieden machen; D. Sic. 18, 21, l. d.; LXX,
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0976.png Seite 976]] aus einander lösen, bes. Feinde aus einander bringen, aussöhnen, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, Soph. Ai. 1296; und so ist auch wohl Aesch. Ch. 292 zu nehmen. – Med. συλλύεσθαι [[πρός]] τινα, sich mit Einem aussöhnen, mit ihm Frieden machen; D. Sic. 18, 21, l. d.; LXX,
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> délier l'ancre en même temps qu'un autre ; naviguer de conserve;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dénouer ensemble une querelle ; se réconcilier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλύω''': μέλλ. -ύσω, βοηθῶ εἰς τὴν λύσιν, λύω [[ὁμοῦ]], ξύλλυε δεσμὰ μητρὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 723. ― Μέσ., τῷ Πριάμῳ συλλυσόμενοι τὸν παῖδ’, λυτρωσόμενοι [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 21F. ΙΙ. λύω δυσκολίας, [[καθησυχάζω]], θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, τὰ [[νείκη]], τὸν πόλεμον Διόδ. 3. 63, Ἐκλογ. 623, 23· σ. τινάς, νὰ συνδιαλλάξωσιν αὐτούς, Ἐπιγραφ. Μεγαρ. IV. h. 8 Keil. καὶ οὕτω πιθ. ἐν Σοφ. Αἴ. 1317, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, ἐὰν ἦλθες ἐδῶ οὐχὶ νὰ φέρῃς ταραχήν, ἀλλὰ νὰ συνδιαλλάξῃς (ἢ δύναται νὰ ληφθῇ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, οὐχὶ διὰ νὰ δέσῃς, ἀλλὰ διὰ νὰ βοηθήσῃς εἰς τὴν λύσιν τοῦ κόμβου, πρβλ. Ἀντιγ. 40, Εὐρ. Ἱππ. 671). ― Μέσ. καὶ παθ., [[ἔρχομαι]] εἰς συμβιβασμόν, [[πρός]] τινα Διόδ. 12. 4· ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 14). ΙΙΙ. παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 294, δέχεσθαι δ’ [[οὔτε]] συλλύειν τινά, ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ συλλύειν διὰ τοῦ συγκαταλύειν, συνοικεῖν, καταλύειν ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην.
|lstext='''συλλύω''': μέλλ. -ύσω, βοηθῶ εἰς τὴν λύσιν, λύω [[ὁμοῦ]], ξύλλυε δεσμὰ μητρὸς Εὐρ. Ἀνδρ. 723. ― Μέσ., τῷ Πριάμῳ συλλυσόμενοι τὸν παῖδ’, λυτρωσόμενοι [[ὁμοῦ]], Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 21F. ΙΙ. λύω δυσκολίας, [[καθησυχάζω]], θέτω [[τέρμα]] εἴς τι, τὰ [[νείκη]], τὸν πόλεμον Διόδ. 3. 63, Ἐκλογ. 623, 23· σ. τινάς, νὰ συνδιαλλάξωσιν αὐτούς, Ἐπιγραφ. Μεγαρ. IV. h. 8 Keil. καὶ οὕτω πιθ. ἐν Σοφ. Αἴ. 1317, εἰ μὴ ξυνάψων, ἀλλὰ συλλύσων πάρει, ἐὰν ἦλθες ἐδῶ οὐχὶ νὰ φέρῃς ταραχήν, ἀλλὰ νὰ συνδιαλλάξῃς (ἢ δύναται νὰ ληφθῇ ἐπὶ τῆς σημασ. Ι, οὐχὶ διὰ νὰ δέσῃς, ἀλλὰ διὰ νὰ βοηθήσῃς εἰς τὴν λύσιν τοῦ κόμβου, πρβλ. Ἀντιγ. 40, Εὐρ. Ἱππ. 671). ― Μέσ. καὶ παθ., [[ἔρχομαι]] εἰς συμβιβασμόν, [[πρός]] τινα Διόδ. 12. 4· ἐπὶ πᾶσι τοῖς δικαίοις Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. ΙΑ΄, 14). ΙΙΙ. παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Χο. 294, δέχεσθαι δ’ [[οὔτε]] συλλύειν τινά, ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει τὸ συλλύειν διὰ τοῦ συγκαταλύειν, συνοικεῖν, καταλύειν ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> délier l'ancre en même temps qu'un autre ; naviguer de conserve;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> dénouer ensemble une querelle ; se réconcilier.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml