3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0047.png Seite 47]] ([[ἀθρόος]]), versammeln: bes. vom Kriegsheer u. Volksversammlungen, λαόν Soph. O. R. 144; ἤθροιστο Aesch. Pers. 406; Eur. oft, z. B. [[στράτευμα]] Hel. 50; λαόν Or. 871; Ἑλλάδα 647; πολλὴν ἀσπίδα Phoen. 78; übertr. λόγων [[περιπλοκάς]], künstlich Wortgeflecht hausen, u. πνεῦμ' ἄθροισον, schöpfe Athem, 498. 858; ἠθροίκει Xen. Hell. 1, 1, 32. In Prosa, bes. im pass., versammelt werden und sich versammeln, στρατιὰ ἀθροίζεται Isocr. 4, 185; Thuc.; Xen. ἠθροίσθησαν καὶ ἀντεπετάξαντο Hell. 3, 4, 22; ἠθροισμένοι 6, 5, 8; med. ἀθροίσασθαι τὴν δὐναμιν Cyr. 3, 1, 19; übertr. [[φόβος]] ἤθροισται 5, 2, 34; auch vom Geiste: sich sammeln, sich zusammennehmen, Plat. Phaed. 67 c 83 a, durch die hinzugefügten verba συναγείρεσθαι u. συλλέγεσθαι als ungewöhnliche Wendung bezeichnet. [Die Form ἁθροίζω, von den Alten als att. etwähnt, ist nur in einzelnen Stellen von einigen Herausgebern aufgenommen, ἀθροΐζω findet sich einzeln bei Sp. D., z. B. Eugen. (Plan. 308)]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0047.png Seite 47]] ([[ἀθρόος]]), versammeln: bes. vom Kriegsheer u. Volksversammlungen, λαόν Soph. O. R. 144; ἤθροιστο Aesch. Pers. 406; Eur. oft, z. B. [[στράτευμα]] Hel. 50; λαόν Or. 871; Ἑλλάδα 647; πολλὴν ἀσπίδα Phoen. 78; übertr. λόγων [[περιπλοκάς]], künstlich Wortgeflecht hausen, u. πνεῦμ' ἄθροισον, schöpfe Athem, 498. 858; ἠθροίκει Xen. Hell. 1, 1, 32. In Prosa, bes. im pass., versammelt werden und sich versammeln, στρατιὰ ἀθροίζεται Isocr. 4, 185; Thuc.; Xen. ἠθροίσθησαν καὶ ἀντεπετάξαντο Hell. 3, 4, 22; ἠθροισμένοι 6, 5, 8; med. ἀθροίσασθαι τὴν δὐναμιν Cyr. 3, 1, 19; übertr. [[φόβος]] ἤθροισται 5, 2, 34; auch vom Geiste: sich sammeln, sich zusammennehmen, Plat. Phaed. 67 c 83 a, durch die hinzugefügten verba συναγείρεσθαι u. συλλέγεσθαι als ungewöhnliche Wendung bezeichnet. [Die Form ἁθροίζω, von den Alten als att. etwähnt, ist nur in einzelnen Stellen von einigen Herausgebern aufgenommen, ἀθροΐζω findet sich einzeln bei Sp. D., z. B. Eugen. (Plan. 308)]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[ἁθροίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀθροίζω''': ἢ ἁθροίζω, (Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 122.): μέλλ. -σω: ἀόρ. ἤθροισα, Εὐρ., κτλ.: ― Παθ. ἀόρ. ἠθροίσθην: πρκμ. ἤθροισμαι: ὑπερσ. ἤθροιστο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 414· ὁ [[τετρασύλλαβος]] [[τύπος]] ἀθροΐζω, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρχιλ. 104, Ἀνθ. Πλαν. 308, διωρθώθη δὲ καὶ ὑπὸ Δινδ. ἐν τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 267, Ἀριστοφ. Ὀρ. 253: ([[ἀθρόος]] ἢ ἁθρόος). Ἀθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συλλέγω]], ἰδίως [[συνάγω]] στρατόν: ― ἀθρ. λαόν, [[στράτευμα]], δύναμιν, κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 144, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 1, κτλ.· Τροίαν ἀθρ. = ἀθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τοὺς Τρῶας, Εὐρ. Ἑκ. 1139· [[πνεῦμα]] ἄθροισον, συνάγαγε πνοήν, ἀναπνοήν, ὁ αὐτ. Φοίν. 851· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Γεν. Ζῴων 2. 4, 5· περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας, συνείρας, ἀραδιάσας, Εὐρ. Φοίν. 495· ― ἀπολ. [[θησαυρίζω]], ἀποτίθεμαι, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 20· ― Μέσ. [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτὸν ἢ περὶ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρακλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19: ― Παθ. συναθροίζομαι, συμπυκνοῦμαι ἐπὶ τὸ αὐτό, [[εὖτε]] πρὸς ἄεθλα [[δῆμος]] ἠθροΐζετο, Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. 60· ἐς τὴν ἀγορὰν ἀθρ., Ἡρόδ. 5. 101· ἀθροισθέντες = συναγερθέντες, συνελθόντες, συνῆλθον, Θουκ. 1. 50· τὸ δὲ… ξύμπαν ἠθροίσθη [[δισχίλιοι]], ἀλλὰ τὸ ὅλον ἀνήρχετο εἰς 2,000, ὁ αὐτ. 5. 6· [[ἐνταῦθα]] ἠθροίζοντο = [[ἐνταῦθα]] συνήρχοντο ἐν πλήθει, ὁ αὐτ. 6. 44, κτλ.· = [[σχηματίζω]] ἑταιρείαν, κοινωνίαν, Πλάτ. Πρωτ. 322Β· ἀθροισθέντες = ἀφοῦ ἐσχημάτισαν μερίδα, Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, περὶ πολλῶν ἀθροισθέντων, ληφθέντων ἐν συνόλῳ, (πρβλ. [[ἄθροισμα]] 2.). Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. 2) κατὰ παθ. [[ὡσαύτως]] περὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς διανοίας, ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτὸν = συνέρχεσθαι, Πλάτ. Φαίδων 83Α, πρβλ. 67C· [[φόβος]] ἤθροισται = [[φόβος]] ἔχει αὐξηθῆ ἢ ἐγερθῆ, ἔγεινεν [[ἰσχυρός]], Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34. | |lstext='''ἀθροίζω''': ἢ ἁθροίζω, (Ἐλμσλ. Εὐρ. Ἡρακλ. 122.): μέλλ. -σω: ἀόρ. ἤθροισα, Εὐρ., κτλ.: ― Παθ. ἀόρ. ἠθροίσθην: πρκμ. ἤθροισμαι: ὑπερσ. ἤθροιστο, Αἰσχύλ. Πέρσ. 414· ὁ [[τετρασύλλαβος]] [[τύπος]] ἀθροΐζω, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρχιλ. 104, Ἀνθ. Πλαν. 308, διωρθώθη δὲ καὶ ὑπὸ Δινδ. ἐν τῷ Ψευδο-Εὐριπ. Ι. Α. 267, Ἀριστοφ. Ὀρ. 253: ([[ἀθρόος]] ἢ ἁθρόος). Ἀθροίζω ἐπὶ τὸ αὐτό, [[συλλέγω]], ἰδίως [[συνάγω]] στρατόν: ― ἀθρ. λαόν, [[στράτευμα]], δύναμιν, κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 144, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 1, κτλ.· Τροίαν ἀθρ. = ἀθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτὸ τοὺς Τρῶας, Εὐρ. Ἑκ. 1139· [[πνεῦμα]] ἄθροισον, συνάγαγε πνοήν, ἀναπνοήν, ὁ αὐτ. Φοίν. 851· πρβλ. Ἀριστ. περὶ Γεν. Ζῴων 2. 4, 5· περιπλοκὰς λόγων ἀθροίσας, συνείρας, ἀραδιάσας, Εὐρ. Φοίν. 495· ― ἀπολ. [[θησαυρίζω]], ἀποτίθεμαι, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 20· ― Μέσ. [[συλλέγω]] δι’ ἐμαυτὸν ἢ περὶ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρακλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19: ― Παθ. συναθροίζομαι, συμπυκνοῦμαι ἐπὶ τὸ αὐτό, [[εὖτε]] πρὸς ἄεθλα [[δῆμος]] ἠθροΐζετο, Ἀρχίλ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. 60· ἐς τὴν ἀγορὰν ἀθρ., Ἡρόδ. 5. 101· ἀθροισθέντες = συναγερθέντες, συνελθόντες, συνῆλθον, Θουκ. 1. 50· τὸ δὲ… ξύμπαν ἠθροίσθη [[δισχίλιοι]], ἀλλὰ τὸ ὅλον ἀνήρχετο εἰς 2,000, ὁ αὐτ. 5. 6· [[ἐνταῦθα]] ἠθροίζοντο = [[ἐνταῦθα]] συνήρχοντο ἐν πλήθει, ὁ αὐτ. 6. 44, κτλ.· = [[σχηματίζω]] ἑταιρείαν, κοινωνίαν, Πλάτ. Πρωτ. 322Β· ἀθροισθέντες = ἀφοῦ ἐσχημάτισαν μερίδα, Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, περὶ πολλῶν ἀθροισθέντων, ληφθέντων ἐν συνόλῳ, (πρβλ. [[ἄθροισμα]] 2.). Πλάτ. Θεαίτ. 157Β. 2) κατὰ παθ. [[ὡσαύτως]] περὶ τοῦ νοῦ ἢ τῆς διανοίας, ἀθροίζεσθαι εἰς ἑαυτὸν = συνέρχεσθαι, Πλάτ. Φαίδων 83Α, πρβλ. 67C· [[φόβος]] ἤθροισται = [[φόβος]] ἔχει αὐξηθῆ ἢ ἐγερθῆ, ἔγεινεν [[ἰσχυρός]], Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34. | ||
}} | }} | ||
{{Abbott | {{Abbott |