3,276,932
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1140.png Seite 1140]] dreispitzig, dreizackig, [[ἄκων]], Hesych. – Als subst. 1) ὁ [[τρίβολος]], eine eiserne Spitze, in die Fersen zu stechen, eine Fußangel, Polyaen. 1, 39, 2; auch eine Spitze von Eisen am Pferdezaum. – Wegen der Aehnlichkeit eine stachlige Wasserpflanze, Wassernuß, tribulus; auch eine ähnliche Landpflanze, Voß Virg. Georg. 1, 153; ἀπὸ τριβόλων σῦκα συλλέγειν, Matth. 7, 16; – Alcaeus bei Ath. II, 38 sagt ὀξύτερος τριβόλων, sauer gewordener Wein, der den Stich hat. – 2) Stichrede, das witzig, epigrammatisch Zugespitzte des Ausdrucks, die Pointe. – 3) bei Ar. Lys. 576 die Schaafslorbeeren, die in der Wolle hangen bleiben. – 4) τὰ τρίβολα, eine Dreschmaschine, ein unten mit spitzigen Steinen besetztes Brett, das über das Getreide auf der Tenne geschleppt wurde, tribula, auch τριβόλους ὀξεῖς ἀχυρότριβας, Philp. 14 (VI, 104); vgl. Mathem. vett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1140.png Seite 1140]] dreispitzig, dreizackig, [[ἄκων]], Hesych. – Als subst. 1) ὁ [[τρίβολος]], eine eiserne Spitze, in die Fersen zu stechen, eine Fußangel, Polyaen. 1, 39, 2; auch eine Spitze von Eisen am Pferdezaum. – Wegen der Aehnlichkeit eine stachlige Wasserpflanze, Wassernuß, tribulus; auch eine ähnliche Landpflanze, Voß Virg. Georg. 1, 153; ἀπὸ τριβόλων σῦκα συλλέγειν, Matth. 7, 16; – Alcaeus bei Ath. II, 38 sagt ὀξύτερος τριβόλων, sauer gewordener Wein, der den Stich hat. – 2) Stichrede, das witzig, epigrammatisch Zugespitzte des Ausdrucks, die Pointe. – 3) bei Ar. Lys. 576 die Schaafslorbeeren, die in der Wolle hangen bleiben. – 4) τὰ τρίβολα, eine Dreschmaschine, ein unten mit spitzigen Steinen besetztes Brett, das über das Getreide auf der Tenne geschleppt wurde, tribula, auch τριβόλους ὀξεῖς ἀχυρότριβας, Philp. 14 (VI, 104); vgl. Mathem. vett. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à trois pointes;<br /><i>subst.</i> :<br /><b>I.</b> ὁ [[τρίβολος]] :<br /><b>1</b> chausse-trappe qu’on dispose sur les routes pour arrêter la cavalerie ennemie;<br /><b>2</b> <i>pl.</i> pointes de fer au mors d'un cheval;<br /><b>3</b> dard à trois pointes, trident, harpon;<br /><b>4</b> pointe <i>ou</i> piquant, <i>particul.</i> poil dur de la laine brute;<br /><b>5</b> châtaigne d'eau, <i>plante aquatique armée de piquants</i>;<br /><b>6</b> sorte de chardon;<br /><b>II.</b> τὰ τρίβολα sorte de herse pour séparer le grain de la paille.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρίβολος''': [ῐ], -ον, ὡς τὸ τρῐβελής, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., Ι. [[τρίβολος]], ὁ, τριβελὲς [[σιδήριον]] [[ὅπερ]] ῥιπτόμενον καθ’ ὁδὸν παραλύει τὴν κίνησιν τοῦ ἱππικοῦ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, Πλούτ. 2. 200Β, (ἐν Ἀρβήλοις) [[Δαρεῖος]] τὸ μεταίχμιον τῆς συμβολῆς τριβόλοις κατέσπειρε Πολυαίνου Στραγ. Δ΄, γ΄ (σ. 118 ἔκδ. Κοραῆ), 139. 2, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.· [[ἐπίσης]], [[μέρος]] τοῦ εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ ἵππου ἐμβαλλομένου χαλινοῦ, Πολυδ. Α΄, 148. 2) ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, ἔνυδρόν τι φυτὸν ἀκανθῶδες, Λατ. trĭbulus. τρ. [[ἔνυδρος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 1, Διόσκ. 4. 15. β) ὅμοιον φυτὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς [[ὅπερ]] καὶ προσεκολλᾶτο εἰς τὰ ἔρια τῶν προβάτων. Ἀριστοφ. Λυσ. 576, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6· ἄκανθαι καὶ τρ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 8· - ὁ Ἀλκαῖος 47 καλεῖ τὸν ὄξινον [[οἶνον]], ὀξύτερων τριβόλων· - παρὰ Φιλοστρ. 492, ἐπηνωρθώθη προσβολῶν ἐξ’ Ἀντιγράφων. ΙΙ. τρίβολοι, οἱ, ἁλωνιστικὴ μηχανὴ συγκείμενη ἐκ σανίδων, εἰς τὴν [[κάτω]] ἐπιφάνειαν τῶν ὁποίων ἐνεπήγνυντο λιθάρια ὀξύτατα ὡς καὶ νῦν, Ἀρχ. Μαθ., ἡ παρ’ Οὐεργιλίῳ trῑbula, Γεωργ. 1. 164· [ὅπoυ τὸ ῑ δεικνύει ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἐκ τοῦ [[τρίβω]], tero]· ἀλλ’ ἔχομεν τρῐβόλους ἀχυρότριβας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 104. | |lstext='''τρίβολος''': [ῐ], -ον, ὡς τὸ τρῐβελής, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] αἰχμὰς ἢ ἀκωκάς· [[ὅθεν]] ὡς οὐσιαστ., Ι. [[τρίβολος]], ὁ, τριβελὲς [[σιδήριον]] [[ὅπερ]] ῥιπτόμενον καθ’ ὁδὸν παραλύει τὴν κίνησιν τοῦ ἱππικοῦ τῶν πολεμίων ἐν ὥρᾳ μάχης, Πλούτ. 2. 200Β, (ἐν Ἀρβήλοις) [[Δαρεῖος]] τὸ μεταίχμιον τῆς συμβολῆς τριβόλοις κατέσπειρε Πολυαίνου Στραγ. Δ΄, γ΄ (σ. 118 ἔκδ. Κοραῆ), 139. 2, ἴδε Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.· [[ἐπίσης]], [[μέρος]] τοῦ εἰς τὸ [[στόμα]] τοῦ ἵππου ἐμβαλλομένου χαλινοῦ, Πολυδ. Α΄, 148. 2) ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος τοῦ σχήματος, ἔνυδρόν τι φυτὸν ἀκανθῶδες, Λατ. trĭbulus. τρ. [[ἔνυδρος]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 9, 1, Διόσκ. 4. 15. β) ὅμοιον φυτὸν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς [[ὅπερ]] καὶ προσεκολλᾶτο εἰς τὰ ἔρια τῶν προβάτων. Ἀριστοφ. Λυσ. 576, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 1, 6· ἄκανθαι καὶ τρ. Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ϛʹ, 8· - ὁ Ἀλκαῖος 47 καλεῖ τὸν ὄξινον [[οἶνον]], ὀξύτερων τριβόλων· - παρὰ Φιλοστρ. 492, ἐπηνωρθώθη προσβολῶν ἐξ’ Ἀντιγράφων. ΙΙ. τρίβολοι, οἱ, ἁλωνιστικὴ μηχανὴ συγκείμενη ἐκ σανίδων, εἰς τὴν [[κάτω]] ἐπιφάνειαν τῶν ὁποίων ἐνεπήγνυντο λιθάρια ὀξύτατα ὡς καὶ νῦν, Ἀρχ. Μαθ., ἡ παρ’ Οὐεργιλίῳ trῑbula, Γεωργ. 1. 164· [ὅπoυ τὸ ῑ δεικνύει ὅτι ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἐκ τοῦ [[τρίβω]], tero]· ἀλλ’ ἔχομεν τρῐβόλους ἀχυρότριβας ἐν Ἀνθ. Π. 6. 104. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |