Anonymous

τρίβολος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à trois pointes;<br /><i>subst.</i> :<br /><b>I.</b> ὁ [[τρίβολος]] :<br /><b>1</b> chausse-trappe qu’on dispose sur les routes pour arrêter la cavalerie ennemie;<br /><b>2</b> <i>pl.</i> pointes de fer au mors d'un cheval;<br /><b>3</b> dard à trois pointes, trident, harpon;<br /><b>4</b> pointe <i>ou</i> piquant, <i>particul.</i> poil dur de la laine brute;<br /><b>5</b> châtaigne d'eau, <i>plante aquatique armée de piquants</i>;<br /><b>6</b> sorte de chardon;<br /><b>II.</b> τὰ τρίβολα sorte de herse pour séparer le grain de la paille.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />à trois pointes;<br /><i>subst.</i> :<br /><b>I.</b> ὁ [[τρίβολος]] :<br /><b>1</b> chausse-trappe qu’on dispose sur les routes pour arrêter la cavalerie ennemie;<br /><b>2</b> <i>pl.</i> pointes de fer au mors d'un cheval;<br /><b>3</b> dard à trois pointes, trident, harpon;<br /><b>4</b> pointe <i>ou</i> piquant, <i>particul.</i> poil dur de la laine brute;<br /><b>5</b> châtaigne d'eau, <i>plante aquatique armée de piquants</i>;<br /><b>6</b> sorte de chardon;<br /><b>II.</b> τὰ τρίβολα sorte de herse pour séparer le grain de la paille.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[βάλλω]].
}}
{{elnl
|elnltext=τρίβολος -ου, ὁ [τρι-, βάλλω] distel (plant);. ὀξύτερος τριβόλων (wijn) scherper dan distels Alc. 369.2.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίβολος:''' (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[трибол]] (шарик с четырьмя остриями, из которых одно всегда торчало вверх; такие шарики рассыпались для задержки неприятельской конницы) (κατασπεῖραι τριβόλους [[σιδηροῦς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[колючка]], [[ость]] (τριβόλους ἀπολέξαι Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[колючее растение]], [[терн]] (μὴ συλλέγουσιν ἀπὸ τριβόλων σῦκα NT);<br /><b class="num">4)</b> pl. [[чесалка]] (τρίβολοι ἀχυρότριβες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρίβολος:''' [ῐ], -ον=τρῐ-βελής·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως ουσ., [[εργαλείο]] με [[τρία]] [[μεγάλα]] καρφιά, τοποθετημένο έτσι ώστε ένα από τα καρφιά να στοχεύει προς τα πάνω, το οποίο χρησιμοποιείτο για να κουτσαίνει τα άλογα του ιππκού των εχθρών την ώρα της μάχης, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αγκαθωτό [[φυτό]], [[γαϊδουράγκαθο]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> <i>τρίβολοι</i>, <i>οἱ</i>, αλωνιστική [[μηχανή]], που αποτελείται από σανίδες, στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] των οποίων μπήγονταν [[πολύ]] κοφτερά λιθάρια, σε Ανθ.
|lsmtext='''τρίβολος:''' [ῐ], -ον=τρῐ-βελής·<br /><b class="num">I. 1.</b> ως ουσ., [[εργαλείο]] με [[τρία]] [[μεγάλα]] καρφιά, τοποθετημένο έτσι ώστε ένα από τα καρφιά να στοχεύει προς τα πάνω, το οποίο χρησιμοποιείτο για να κουτσαίνει τα άλογα του ιππκού των εχθρών την ώρα της μάχης, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> αγκαθωτό [[φυτό]], [[γαϊδουράγκαθο]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">II.</b> <i>τρίβολοι</i>, <i>οἱ</i>, αλωνιστική [[μηχανή]], που αποτελείται από σανίδες, στην [[κάτω]] [[επιφάνεια]] των οποίων μπήγονταν [[πολύ]] κοφτερά λιθάρια, σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίβολος -ου, ὁ [τρι-, βάλλω] distel (plant);. ὀξύτερος τριβόλων (wijn) scherper dan distels Alc. 369.2.
}}
{{elru
|elrutext='''τρίβολος:''' (ῐ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[трибол]] (шарик с четырьмя остриями, из которых одно всегда торчало вверх; такие шарики рассыпались для задержки неприятельской конницы) (κατασπεῖραι τριβόλους [[σιδηροῦς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[колючка]], [[ость]] (τριβόλους ἀπολέξαι Arph.);<br /><b class="num">3)</b> [[колючее растение]], [[терн]] (μὴ συλλέγουσιν ἀπὸ τριβόλων σῦκα NT);<br /><b class="num">4)</b> pl. [[чесалка]] (τρίβολοι ἀχυρότριβες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj