φροντίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<b class="b3">β;</b>" to "β;")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] 1) absol., denken, sich bedenken, nachdenken, Theogn. 908; sorgen, πάπταινε καὶ φρόντιζε Aesch. Prom. 1036; Suppl. 413; auch ungewiß, unentschlossen sein, zweifeln. – 2) c. acc., erwägen, überlegen; τοῦτο ἐφρόντιζον, [[ὅκως]] Her. 7, 8,1, vgl. 16, 2; Plat. apol. 29 e neben ἐπιμελεῖσθαι; auch εἰ –, Gorg. 502 e; φροντίζεθ' ὡς τούτοις τε καὶ σοφωτέροις πλείοσιν μαχούμενοι Soph. El. 1362; – τινός, für Etwas Sorge tragen, sich um Etwas kümmern, auf Etwas achten; Her. 4, 198; δεσποτῶν Eur. Cycl. 162; μηδὲν ὅρκου φροντί. σῃς Ar. Lys. 915; Plat. θεῶν μὴ φροντίζειν Legg. III, 701 c; φροντίζειν τοὺς θεοὺς οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων X, 888 c; οἱ τῆς ἀληθείας οὐδὲν φροντίζοντες Crat. 414 d; Folgde; τῶν Λακεδαιμονίων Lys. 12, 77; τῶν λοιπῶν Dem. 1, 11; οὐδὲν φροντίζουσιν αὐτῶν Isocr. 4, 123; – φρόντισον ἐμοὶ [[ἱμάτιον]], besorge mir ein Kleid, Ep. ad. 73 (V, 40); – [[περί]] τινος, besorgt, bekümmert um Etwas sein, sich um Etwas kümmern, Her. 8, 36; eben so [[ὑπέρ]] τινος, Plat. Euthyphr. 4 d; ὑπὲρ τῆς σωτηρίας Dem. 1, 2; οἳ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε Eur. Hec. 256, der auch vrbdt τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις, ernst und sorgenvoll, Alc. 776. – Pass. Gegenstand der Sorge, Sorgfalt sein, Xen. Hier. 7, 10; πεφροντισμένος, sorgfältig ausgearbeitet, [[λόγος]] Philostr.; τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Ael. H. A. 7, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1309.png Seite 1309]] 1) absol., denken, sich bedenken, nachdenken, Theogn. 908; sorgen, πάπταινε καὶ φρόντιζε Aesch. Prom. 1036; Suppl. 413; auch ungewiß, unentschlossen sein, zweifeln. – 2) c. acc., erwägen, überlegen; τοῦτο ἐφρόντιζον, [[ὅκως]] Her. 7, 8,1, vgl. 16, 2; Plat. apol. 29 e neben ἐπιμελεῖσθαι; auch εἰ –, Gorg. 502 e; φροντίζεθ' ὡς τούτοις τε καὶ σοφωτέροις πλείοσιν μαχούμενοι Soph. El. 1362; – τινός, für Etwas Sorge tragen, sich um Etwas kümmern, auf Etwas achten; Her. 4, 198; δεσποτῶν Eur. Cycl. 162; μηδὲν ὅρκου φροντί. σῃς Ar. Lys. 915; Plat. θεῶν μὴ φροντίζειν Legg. III, 701 c; φροντίζειν τοὺς θεοὺς οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων X, 888 c; οἱ τῆς ἀληθείας οὐδὲν φροντίζοντες Crat. 414 d; Folgde; τῶν Λακεδαιμονίων Lys. 12, 77; τῶν λοιπῶν Dem. 1, 11; οὐδὲν φροντίζουσιν αὐτῶν Isocr. 4, 123; – φρόντισον ἐμοὶ [[ἱμάτιον]], besorge mir ein Kleid, Ep. ad. 73 (V, 40); – [[περί]] τινος, besorgt, bekümmert um Etwas sein, sich um Etwas kümmern, Her. 8, 36; eben so [[ὑπέρ]] τινος, Plat. Euthyphr. 4 d; ὑπὲρ τῆς σωτηρίας Dem. 1, 2; οἳ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζετε Eur. Hec. 256, der auch vrbdt τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις, ernst und sorgenvoll, Alc. 776. – Pass. Gegenstand der Sorge, Sorgfalt sein, Xen. Hier. 7, 10; πεφροντισμένος, sorgfältig ausgearbeitet, [[λόγος]] Philostr.; τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Ael. H. A. 7, 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φροντιῶ, <i>ao.</i> ἐφρόντισα, <i>pf.</i> πεφρόντικα, <i>pqp.</i> ἐπεφροντίκειν;<br /><i>Pass. pf.</i> πεφρόντισμαι;<br /><b>1</b> penser, méditer, réfléchir : [[τι]] à qch;<br /><b>2</b> s'inquiéter, se soucier, se préoccuper de, gén. : [[οὐ]] πολέμων φροντιεῖς XÉN tu ne t’occuperas pas de guerres ; οὐδὲν φροντίζουσιν αὐτῶν ISOCR ils ne s'inquiètent d'eux en rien ; σμικρὸν, σμικρὰ φρ. s'occuper, se soucier peu, faire peu de cas de qqn <i>ou</i> de qch ; φρ. [[ὅπως]], [[εἰ]] se préoccuper de, veiller à ce que ; ὁπως [[μή]] <i>ou simpl.</i> [[μή]] veiller à ce que… ne ; φροντίζεθ’ [[ὡς]] πλείοσιν μαχούμενοι SOPH prenez garde qu’il vous faudra lutter contre des adversaires plus nombreux ; avec un part. : ἐφρόντιζε ἱστορέων HDT il se préoccupait de rechercher ; avec une prop. relat. : φρ. [[τί]] ποτε τοῦτ’ ἔστι XÉN s'inquiéter de savoir ce que cela peut être ; <i>abs.</i> φρόντισον ESCHL songes-y ! prends garde ! <i>au pf.</i> πεφρόντικα être préoccupé, soucieux ; τὸ [[πεφροντικός]] PLUT soin, souci ; πεφροντικὸς βλέπειν EUR avoir l'air soucieux ; <i>Pass.</i> être l'objet de soins ; <i>abs.</i> être préparé avec soin : τροφὴ πεφροντισμένη ÉL nourriture préparée avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φροντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Εὐρ. Τρῳ. 1234, Ἀριστοφ. Νεφ. 125, Ξεν., κλπ.· ἀόρ. ἐφρόντισα καὶ πρκμ. πεφρόντικα, Εὐρ., Ξεν., κλπ. Μέσ., μέλλ. φροντιοῦμαι, Εὐρ., Ἰφ. ἐν Ταύρ. 343, διορθοῦται εἰς -οῦμεν ὑπὸ τοῦ Badham. ― Παθ. ἴδε κατωτ. ΙΙΙ ([[φροντίς]])· Ι. ἀπολ., ὡς καὶ νῦν, [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι, μελετῶ, μεριμνῶ [[περί]] τινος, ἔχω φροντίδας ἢ σκέψεις, σχεδὸν ὡς τὸ Λατ. secum reputare, Θέογν. 908, Ἡρόδ. 5. 24, Αἰσχύλ. Πρ. 1034, Ἱκ. 419· περὶ τοῦ Σωκράτους, Ἀριστοφ. Νεφ. 76, 700, 735· οὕτω παρὰ Πλάτωνι, κλπ. 2) εἶμαι [[πλήρης]] φροντίδων ἢ ἀνησυχίας, τί πεφροντικὸς βλέπεις; Εὐρ. Ἄλκ. 773· τίς δ’ ἔστιν ὁ μετὰ [[ταῦτα]] φροντίζων; Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 3· τὸ πεφροντικός, ὡς οὐσιαστ., [[φροντίς]], [[σκέψις]], Πλούτ. 2. 983Β· ― ἡ [[λέξις]] αὕτη ἰδίως λέγεται ἐπὶ τῆς [[ἕνεκα]] τῶν σκέψεων καταβεβλημένης καὶ σκυθρωπῆς ὄψεως τῶν εἰς μελέτας φιλοσοφικὰς ἀσχολουμένων, πρβλ. φροντὶς Ι. 2, [[φροντιστής]], -τήριον. ΙΙ. μετὰ ἀντικειμένου 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[ἐξετάζω]], [[κρίνω]] καὶ [[σταθμίζω]] τι, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, Θέογν. 1247, Ἡρόδ. 5. 67., 7. 16· φρ. τί ποτε τοῦτ’ ἐστι Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 32· [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ὅτε τὸ [[ῥῆμα]] τίθεται κατὰ μέλλοντα χρόνον, φ. τοῦτο, [[ὅκως]] μὴ λήψομαι Ἡρόδ. 7. 8· ἐκεῖνο δ’ οὐ πεφροντίκαμεν, ὅτῳ τρόπῳ... μνημονεύσομεν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 263· καὶ [[ἄνευ]] τινὸς αἰτιατικῆς, φρ. πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει Ἡρόδ. 8. 100· φρ. [[ὅπως]]..., [[σκέπτομαι]] ἢ [[ἐξετάζω]] πῶς πρέπει νὰ γείνῃ τι, Πλάτ. Ἀπολ. 29Ε, Ξεν., κλπ., ἀλλὰ φρ. ὅτι βούλεται ἑαυτὸν καλεῖν Δημ. 99? 5· (μεταγεν. [[ὡσαύτως]], φρ. ἵνα... Πολύβ. 2. 8, 8)· ἑπομένου μὴ μεθ’ ὑποτ., φρ. μὴ κράτιστον ᾗ Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Ἱέρωνα 7, 10 ([[ἔνθα]] ἐν τῷ κειμένῳ φέρεται τὸ μέσ.)· οὐδὲν φρ. εἰ... Πλάτ. Γοργ. 502Ε· [[εἴτε]]... [[εἴτε]]... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 344Ε· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀναφορικοῦ, Εὐρ. Ἱππόλυτ. 376, Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6, κλπ.· μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Φάβ. 12, κλπ. 2) μετὰ γεν., [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[προσέχω]] εἴς τι, σκέπτομαί τι, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, «δίδω προσοχὴν» εἴς τι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως Περσέων οὐδὲν φρ. Ἡρόδ. 3. 97, πρβλ. 100, 151., 4. 167· γῆ αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν ὁ αὐτ. 4. 198· Πενθέως οὐ φροντίσας Εὐρ. Βάκχ. 637· μηδὲν ὅρκου φροντίσῃς Ἀριστοφ. Λυσ. 915· τῶν οἰκετῶν... μηδὲν φρ. Λυσίας 109. 39 μηδενὸς ἄλλου φρ. πλὴν [[ὅπως]]... Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 325· οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι Πλάτ. Πολ. 563D· μηδὲν φρ. τῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701C· καὶ τἀνάπαλιν, οἱ θεοὶ τῶν ἀνθρωπίνων οὐδὲν φροντίζουσι [[αὐτόθι]] 888C· οὕτω μετ’ ἐπιρρ. ἐχόντων ἀρνητικὴν ἔννοιαν, σμικρὰ φρ. τινὸς Εὐρ. Ὀρ. 799· ὀλίγον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 163· σμικρὸν φρ. Σωκράτους Πλάτ. Φαίδων 91C· ἀλλὰ καὶ [[ἄνευ]] ἀρνητικοῦ, ουπερ δεῖ [[μάλιστα]] φροντίσαι Εὐρ. Βάκχ. 242· τοῦ μὲν ὀνόματος φρ., τοῦ δὲ πράγματος ἀμελεῖν Ἀνδοκ. 32. 28· [[σφόδρα]] φρ. τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10· ― οὕτω καὶ μετὰ προθέσεως, φρ. [[περί]] τινος, εἶμαι [[ἀνήσυχος]] [[περί]] τινος, «ἐνδιαφέρομαι», Ἡρόδ. 8. 36, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 12, κλπ., πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλ. 7. 9· ὑπέρ τινος Πλάτ. Εὐθύφρων 4D, Δημ. 9. 14, κλπ. β) σπανίως ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας μετ’ αἰτ., ([[Σωκράτης]]) [[τἆλλα]] μὲν πεφρόντικεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 10· [[ἄλλο]] δὲ οὐδὲν φροντίζειν Πλάτ. Γοργ. 501Ε· ἀλλ’ οὐδὲ τὰ βίου... δεῖ φροντίσαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 10· πρβλ. Πρισκιαν. 18 σ. 1213· διαφέρουσι παραδείγματα οἷα τάδε, ἡ δ’ ἐφρόντισ’ οὐδὲ ἓν Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 23· μηδὲν φροντίσας Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 1. 3) [[ἐνίοτε]] παραλείπεται τὸ ἀντικείμενον ὡς συμπληρούμενον ἢ ἐννοούμενον, ἐφρόντιζε ἱστορέων, δηλ. ἠρώτα ἢ ἐξήταζεν ἐπιμελῶς, Ἡρόδ. 1. 56· [[ὡσαύτως]], φροντίζων [[εὑρίσκω]], σκεπτόμενος περὶ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 5. 24, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220C· δεινά... τοῖς τεκοῦσι φροντίσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 245· οἳ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζεται, οἵτινες, ἐνῷ βλάπτετε τοὺς φίλους, [[διόλου]] δὲν σᾶς [[μέλει]], Εὐρ. Ἑκάβη 256· φροντίζεθ’ ὡς μαχούμενοι Σοφ. Ἠλ. 1370· μὴ φροντίσῃς, μὴ δώσῃς προσοχὴν εἰς αὐτό, Ἀριστ. Σφ. 228· οὐ, μὰ Δί’, οὐδ’ ἐφρόντισα ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 494, πρβλ. 650, Πλ. 215, 704· ― μετὰ μετοχ., [τοιαῦτα] γινόμενα... ὁρῶντες οὐδὲν φροντίζετε Ἀνδοκ. 32. 15· [[οὕτως]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 783, οὐ φροντίζει σκληρῶς σε καθήμενον [[οὕτως]], ὁ Brunck συνεπλήρωσε διὰ τοῦ ὁρῶν. ΙΙΙ. Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος ἢ μερίμνης, φροντιζόμενος Ξεν. Ἱέρων 7, 10· πεφροντισμένος, ἐπιμελῶς ἐσκεμμένος, ἐπιμελῶς ἐξετασθείς, Λατ. exquisitus, [[λόγος]] Διόδ. 15. 78., 16. 32, Φιλόστρ. 496· τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 9.
|lstext='''φροντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ Εὐρ. Τρῳ. 1234, Ἀριστοφ. Νεφ. 125, Ξεν., κλπ.· ἀόρ. ἐφρόντισα καὶ πρκμ. πεφρόντικα, Εὐρ., Ξεν., κλπ. Μέσ., μέλλ. φροντιοῦμαι, Εὐρ., Ἰφ. ἐν Ταύρ. 343, διορθοῦται εἰς -οῦμεν ὑπὸ τοῦ Badham. ― Παθ. ἴδε κατωτ. ΙΙΙ ([[φροντίς]])· Ι. ἀπολ., ὡς καὶ νῦν, [[σκέπτομαι]], συλλογίζομαι, μελετῶ, μεριμνῶ [[περί]] τινος, ἔχω φροντίδας ἢ σκέψεις, σχεδὸν ὡς τὸ Λατ. secum reputare, Θέογν. 908, Ἡρόδ. 5. 24, Αἰσχύλ. Πρ. 1034, Ἱκ. 419· περὶ τοῦ Σωκράτους, Ἀριστοφ. Νεφ. 76, 700, 735· οὕτω παρὰ Πλάτωνι, κλπ. 2) εἶμαι [[πλήρης]] φροντίδων ἢ ἀνησυχίας, τί πεφροντικὸς βλέπεις; Εὐρ. Ἄλκ. 773· τίς δ’ ἔστιν ὁ μετὰ [[ταῦτα]] φροντίζων; Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Μονοτρόπῳ» 3· τὸ πεφροντικός, ὡς οὐσιαστ., [[φροντίς]], [[σκέψις]], Πλούτ. 2. 983Β· ― ἡ [[λέξις]] αὕτη ἰδίως λέγεται ἐπὶ τῆς [[ἕνεκα]] τῶν σκέψεων καταβεβλημένης καὶ σκυθρωπῆς ὄψεως τῶν εἰς μελέτας φιλοσοφικὰς ἀσχολουμένων, πρβλ. φροντὶς Ι. 2, [[φροντιστής]], -τήριον. ΙΙ. μετὰ ἀντικειμένου 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[ἐξετάζω]], [[κρίνω]] καὶ [[σταθμίζω]] τι, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, Θέογν. 1247, Ἡρόδ. 5. 67., 7. 16· φρ. τί ποτε τοῦτ’ ἐστι Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 32· [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ὅτε τὸ [[ῥῆμα]] τίθεται κατὰ μέλλοντα χρόνον, φ. τοῦτο, [[ὅκως]] μὴ λήψομαι Ἡρόδ. 7. 8· ἐκεῖνο δ’ οὐ πεφροντίκαμεν, ὅτῳ τρόπῳ... μνημονεύσομεν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 263· καὶ [[ἄνευ]] τινὸς αἰτιατικῆς, φρ. πρὸς ἑωυτὸν ὡς δώσει Ἡρόδ. 8. 100· φρ. [[ὅπως]]..., [[σκέπτομαι]] ἢ [[ἐξετάζω]] πῶς πρέπει νὰ γείνῃ τι, Πλάτ. Ἀπολ. 29Ε, Ξεν., κλπ., ἀλλὰ φρ. ὅτι βούλεται ἑαυτὸν καλεῖν Δημ. 99? 5· (μεταγεν. [[ὡσαύτως]], φρ. ἵνα... Πολύβ. 2. 8, 8)· ἑπομένου μὴ μεθ’ ὑποτ., φρ. μὴ κράτιστον ᾗ Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 39, πρβλ. Ἱέρωνα 7, 10 ([[ἔνθα]] ἐν τῷ κειμένῳ φέρεται τὸ μέσ.)· οὐδὲν φρ. εἰ... Πλάτ. Γοργ. 502Ε· [[εἴτε]]... [[εἴτε]]... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 344Ε· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀναφορικοῦ, Εὐρ. Ἱππόλυτ. 376, Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6, κλπ.· μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Φάβ. 12, κλπ. 2) μετὰ γεν., [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[προσέχω]] εἴς τι, σκέπτομαί τι, [[φροντίζω]] [[περί]] τινος, «δίδω προσοχὴν» εἴς τι, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀρνήσεως Περσέων οὐδὲν φρ. Ἡρόδ. 3. 97, πρβλ. 100, 151., 4. 167· γῆ αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν ὁ αὐτ. 4. 198· Πενθέως οὐ φροντίσας Εὐρ. Βάκχ. 637· μηδὲν ὅρκου φροντίσῃς Ἀριστοφ. Λυσ. 915· τῶν οἰκετῶν... μηδὲν φρ. Λυσίας 109. 39 μηδενὸς ἄλλου φρ. πλὴν [[ὅπως]]... Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 325· οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι Πλάτ. Πολ. 563D· μηδὲν φρ. τῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 701C· καὶ τἀνάπαλιν, οἱ θεοὶ τῶν ἀνθρωπίνων οὐδὲν φροντίζουσι [[αὐτόθι]] 888C· οὕτω μετ’ ἐπιρρ. ἐχόντων ἀρνητικὴν ἔννοιαν, σμικρὰ φρ. τινὸς Εὐρ. Ὀρ. 799· ὀλίγον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 163· σμικρὸν φρ. Σωκράτους Πλάτ. Φαίδων 91C· ἀλλὰ καὶ [[ἄνευ]] ἀρνητικοῦ, ουπερ δεῖ [[μάλιστα]] φροντίσαι Εὐρ. Βάκχ. 242· τοῦ μὲν ὀνόματος φρ., τοῦ δὲ πράγματος ἀμελεῖν Ἀνδοκ. 32. 28· [[σφόδρα]] φρ. τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10· ― οὕτω καὶ μετὰ προθέσεως, φρ. [[περί]] τινος, εἶμαι [[ἀνήσυχος]] [[περί]] τινος, «ἐνδιαφέρομαι», Ἡρόδ. 8. 36, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 12, κλπ., πρβλ. Εὐρ. Ἱππόλ. 7. 9· ὑπέρ τινος Πλάτ. Εὐθύφρων 4D, Δημ. 9. 14, κλπ. β) σπανίως ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας μετ’ αἰτ., ([[Σωκράτης]]) [[τἆλλα]] μὲν πεφρόντικεν Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 10· [[ἄλλο]] δὲ οὐδὲν φροντίζειν Πλάτ. Γοργ. 501Ε· ἀλλ’ οὐδὲ τὰ βίου... δεῖ φροντίσαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 10· πρβλ. Πρισκιαν. 18 σ. 1213· διαφέρουσι παραδείγματα οἷα τάδε, ἡ δ’ ἐφρόντισ’ οὐδὲ ἓν Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 23· μηδὲν φροντίσας Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις» 1. 3) [[ἐνίοτε]] παραλείπεται τὸ ἀντικείμενον ὡς συμπληρούμενον ἢ ἐννοούμενον, ἐφρόντιζε ἱστορέων, δηλ. ἠρώτα ἢ ἐξήταζεν ἐπιμελῶς, Ἡρόδ. 1. 56· [[ὡσαύτως]], φροντίζων [[εὑρίσκω]], σκεπτόμενος περὶ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. 5. 24, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220C· δεινά... τοῖς τεκοῦσι φροντίσαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 245· οἳ τοὺς φίλους βλάπτοντες οὐ φροντίζεται, οἵτινες, ἐνῷ βλάπτετε τοὺς φίλους, [[διόλου]] δὲν σᾶς [[μέλει]], Εὐρ. Ἑκάβη 256· φροντίζεθ’ ὡς μαχούμενοι Σοφ. Ἠλ. 1370· μὴ φροντίσῃς, μὴ δώσῃς προσοχὴν εἰς αὐτό, Ἀριστ. Σφ. 228· οὐ, μὰ Δί’, οὐδ’ ἐφρόντισα ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 494, πρβλ. 650, Πλ. 215, 704· ― μετὰ μετοχ., [τοιαῦτα] γινόμενα... ὁρῶντες οὐδὲν φροντίζετε Ἀνδοκ. 32. 15· [[οὕτως]] ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 783, οὐ φροντίζει σκληρῶς σε καθήμενον [[οὕτως]], ὁ Brunck συνεπλήρωσε διὰ τοῦ ὁρῶν. ΙΙΙ. Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον φροντίδος ἢ μερίμνης, φροντιζόμενος Ξεν. Ἱέρων 7, 10· πεφροντισμένος, ἐπιμελῶς ἐσκεμμένος, ἐπιμελῶς ἐξετασθείς, Λατ. exquisitus, [[λόγος]] Διόδ. 15. 78., 16. 32, Φιλόστρ. 496· τρέφονται τροφῇ πεφροντισμένῃ Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 9.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φροντιῶ, <i>ao.</i> ἐφρόντισα, <i>pf.</i> πεφρόντικα, <i>pqp.</i> ἐπεφροντίκειν;<br /><i>Pass. pf.</i> πεφρόντισμαι;<br /><b>1</b> penser, méditer, réfléchir : [[τι]] à qch;<br /><b>2</b> s'inquiéter, se soucier, se préoccuper de, gén. : [[οὐ]] πολέμων φροντιεῖς XÉN tu ne t’occuperas pas de guerres ; οὐδὲν φροντίζουσιν αὐτῶν ISOCR ils ne s'inquiètent d'eux en rien ; σμικρὸν, σμικρὰ φρ. s'occuper, se soucier peu, faire peu de cas de qqn <i>ou</i> de qch ; φρ. [[ὅπως]], [[εἰ]] se préoccuper de, veiller à ce que ; ὁπως [[μή]] <i>ou simpl.</i> [[μή]] veiller à ce que… ne ; φροντίζεθ’ [[ὡς]] πλείοσιν μαχούμενοι SOPH prenez garde qu’il vous faudra lutter contre des adversaires plus nombreux ; avec un part. : ἐφρόντιζε ἱστορέων HDT il se préoccupait de rechercher ; avec une prop. relat. : φρ. [[τί]] ποτε τοῦτ’ ἔστι XÉN s'inquiéter de savoir ce que cela peut être ; <i>abs.</i> φρόντισον ESCHL songes-y ! prends garde ! <i>au pf.</i> πεφρόντικα être préoccupé, soucieux ; τὸ [[πεφροντικός]] PLUT soin, souci ; πεφροντικὸς βλέπειν EUR avoir l'air soucieux ; <i>Pass.</i> être l'objet de soins ; <i>abs.</i> être préparé avec soin : τροφὴ πεφροντισμένη ÉL nourriture préparée avec soin.<br />'''Étymologie:''' [[φροντίς]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR