ἀγαίομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] ([[ἀγάομαι]], [[ἄγαμαι]]), nur praes., verwundert, unwillig sein, Hom. nur Odyss. 20, 16 ἀγαιομένου κακὰ ἔργα, Apoll. Lex. Hom. p. 8, 14 erklärt καταπλησσομένου, vgl. Scholl.; – zürnen, Hes. τῷ δὴ Ζεὺς ἀγαίεται O. et D. 331 (VLL. χολοῦται); beneiden, ἀγαιόμενοι καὶ φθονέοντες τῇ Ἀρτεμισίῃ Her. 8, 69, dem εὖνοι ὄντες entgegengesetzt; Archil. frg. 2 θεῶν ἔργα οὐδ' ἀγ.; Ap. Rh. 3, 1915 hat Brunk richtig aus den mss. ἀγαλλομένη hergestellt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] ([[ἀγάομαι]], [[ἄγαμαι]]), nur praes., verwundert, unwillig sein, Hom. nur Odyss. 20, 16 ἀγαιομένου κακὰ ἔργα, Apoll. Lex. Hom. p. 8, 14 erklärt καταπλησσομένου, vgl. Scholl.; – zürnen, Hes. τῷ δὴ Ζεὺς ἀγαίεται O. et D. 331 (VLL. χολοῦται); beneiden, ἀγαιόμενοι καὶ φθονέοντες τῇ Ἀρτεμισίῃ Her. 8, 69, dem εὖνοι ὄντες entgegengesetzt; Archil. frg. 2 θεῶν ἔργα οὐδ' ἀγ.; Ap. Rh. 3, 1915 hat Brunk richtig aus den mss. ἀγαλλομένη hergestellt.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s'indigner, être indigné, irrité : [[τι]] de qch ; τινί contre qqn.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ἄγαμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγαίομαι''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἄγαμαι]], ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. ἄγη ΙΙ). 1) μ. αἰτ. πράγμ. ἀγανακτῶ διά τι, ἀγαιομένου καινὰ ἔργα, Ὀδ. Υ. 16: [[βλέπω]] μετὰ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, οὐδ’ [[ἀγαίομαι]] θεῶν ἔργα, Ἀρχίλ. 25· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4, 138. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. εἶμαι ὠργισμένος ἢ ἀγανακτῶ κατά τινος, τῷ .. [[Ζεύς|Ζεὺς]] αὐτὸς ἀγαίεται, Ἡσ. Ἔργ. 331. ἀγαίομενοί τε φθονέοντες αὐτῇ Ἡρόδ. 8. 69, 1. 3) ἀπολύτως Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 899.
|lstext='''ἀγαίομαι''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἄγαμαι]], ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. ἄγη ΙΙ). 1) μ. αἰτ. πράγμ. ἀγανακτῶ διά τι, ἀγαιομένου καινὰ ἔργα, Ὀδ. Υ. 16: [[βλέπω]] μετὰ φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, οὐδ’ [[ἀγαίομαι]] θεῶν ἔργα, Ἀρχίλ. 25· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4, 138. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. εἶμαι ὠργισμένος ἢ ἀγανακτῶ κατά τινος, τῷ .. [[Ζεύς|Ζεὺς]] αὐτὸς ἀγαίεται, Ἡσ. Ἔργ. 331. ἀγαίομενοί τε φθονέοντες αὐτῇ Ἡρόδ. 8. 69, 1. 3) ἀπολύτως Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 899.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s'indigner, être indigné, irrité : [[τι]] de qch ; τινί contre qqn.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ἄγαμαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth