ἀμολγός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0127.png Seite 127]] ὁ ([[ἀμέλγω]]), eigentl. das Melken, die Melkzeit; man muß annehmen, daß in alter Zeit von einem strotzenden Euter gesagt wurde, es sei ἐν ἀμολγῷ, s. Buttmann Lexil. 2, 39; so erklärt es sich, daß man überhaupt [[ἀμολγός]] = [[ἀκμή]] gebrauchte, Culminationspunct, Scholl. u. Eustath. Iliad. 15, 324 p. 1018, 21; vgl. Athen. 3. 115 a Scholl. Hes. O. 590 Etym. m. s. v. [[μάζα]]; Hom. fünfmal, νυκτὸς ἀμολγῷ Versende Iliad. 11, 173. 15, 324. 22, 28. 317 Od. 4, 841, in der Tiefe der Nacht, in der Mitte der Nacht, ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ Iliad. 11, 173, μελαίνης νυκτὸς ἀμολγῷ 15, 324; – Hymn. Merc. 7 u. H. 17, 7 νυκτὸς ἀμολγῷ Versende; Aesch. Heliad. frg. Ath. XI, 469 e προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν; Eur. Phaeth. frg. Paris. 2, 6 οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε εἴ ποό [[τίς]] ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών; Alcmen. frgm. bei Hesych. ἀμολγὸν νύκτα [[Εὐριπίδης]] Ἀλκμήνῃ ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν; Orph. H. 34, 12 ὕπερθέ τε καὶ δι' ἀμολγοῦ νυκτὸς ἐν ἡσυχίῃσιν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0127.png Seite 127]] ὁ ([[ἀμέλγω]]), eigentl. das Melken, die Melkzeit; man muß annehmen, daß in alter Zeit von einem strotzenden Euter gesagt wurde, es sei ἐν ἀμολγῷ, s. Buttmann Lexil. 2, 39; so erklärt es sich, daß man überhaupt [[ἀμολγός]] = [[ἀκμή]] gebrauchte, Culminationspunct, Scholl. u. Eustath. Iliad. 15, 324 p. 1018, 21; vgl. Athen. 3. 115 a Scholl. Hes. O. 590 Etym. m. s. v. [[μάζα]]; Hom. fünfmal, νυκτὸς ἀμολγῷ Versende Iliad. 11, 173. 15, 324. 22, 28. 317 Od. 4, 841, in der Tiefe der Nacht, in der Mitte der Nacht, ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ Iliad. 11, 173, μελαίνης νυκτὸς ἀμολγῷ 15, 324; – Hymn. Merc. 7 u. H. 17, 7 νυκτὸς ἀμολγῷ Versende; Aesch. Heliad. frg. Ath. XI, 469 e προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν; Eur. Phaeth. frg. Paris. 2, 6 οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε εἴ ποό [[τίς]] ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών; Alcmen. frgm. bei Hesych. ἀμολγὸν νύκτα [[Εὐριπίδης]] Ἀλκμήνῃ ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν; Orph. H. 34, 12 ὕπερθέ τε καὶ δι' ἀμολγοῦ νυκτὸς ἐν ἡσυχίῃσιν.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />temps où l'on trait (matin <i>ou</i> soir) ; [[ἐν]] νυκτὸς ἀμολγῷ IL, OD au plus profond de la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμέλγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμολγός''': ὁ, Ὁμηρ. [[λέξις]], ἧς ἡ ἀκριβὴς [[ἐτυμολογία]] καὶ [[σημασία]] μένουσιν [[εἰσέτι]] ἐν ἀμφιβολίᾳ: ― ὁ Ὅμ. [[πάντοτε]] ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ συνδυασμῷ νυκτὸς ἀμολγῷ, ἵνα σημάνῃ ἢ τὰς τέσσαρας πρὸ τῆς ἕω ὥρας (τὸν χρόνον δηλ. τῶν ἐναργῶν ὀνείρων, Ὀδ. Δ. 841· κατὰ τὴν φθινοπωρινὴν ἐπιτολὴν τοῦ Σειρίου, Ἰλ. Χ. 28), ἢ τὰς τέσσαρας ὥρας μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Χ. 317: καὶ οὕτω [[καθόλου]], ἐν καιρῷ νυκτός, ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, Ἰλ. Λ. 173, Ο. 324, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 7, πρβλ. [[λυκόφως]]· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], ὡς ἐν Ὀρφ. Ὕμ. 33. 12, ἀμολγῷ [[ἄνευ]] τῆς λέξεως νυκτός: ― νυκτὸς ἀμολγὸν [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχ. Ἀποσπ. 66· καὶ ὁ Εὐρ. δέ, καθ’ ἃ λέγει ὁ Ἡσύχ., ἔχει μεταχειρισθῇ τὴν λέξ. ὡς ἐπίθ., νύκτα ἀμολγόν, «ζοφεράν, σκοτεινήν»: ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 6 ([[ἔνθα]] ἡ λέξ. [[ἵσταται]] μόνη, οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε, εἴ πού τίς ἐστιν αἵματος [[χαμαὶ]] πεσών, φαίνεται (εἰ ἡ γραφὴ γνησία) ὅτι σημαίνει κηλῖδα αἵματος, πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημ. 3.137, κἑξ. - (Ἡ φυσικὴ [[ὑπόθεσις]] ὅτι ἡ [[λέξις]] παράγεται ἐκ τοῦ [[ἀμέλγω]] καὶ ὅτι τὸ ἀμολγὸς σημαίνει τὸν χρόνον τῆς ἀμέλξεως δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ. Ὁ Βουττμ. παραβάλλων τὴν λέξιν πρὸς τὸ τοῦ Εὐσταθ. 1018. 21 ([[ὅστις]] λέγει ὅτι ἀμολγὸς [[εἶναι]] παλαιὰ [[λέξις]] Ἀχαϊκὴ ἀντὶ [[ἀκμή]]), ὑπολαμβάνει ὅτι ἡ [[φράσις]] νυκτὸς ἀμ. σημαίνει ἡ ἀκμὴ ἢ τὸ σκοτεινότατον [[μέρος]] τῆς νυκτός, ἂν καὶ οὐχὶ ἀναγκαίως τὸ μεσονύκτιον· πρβλ. [[ἀμολγαῖος]]· πρβλ. καὶ τὰ σημερινά: «μοῦργος» = [[μέλας]], «μοῦργι» = τὸ τῆς ἑσπέρας [[σκότος]] καὶ «μουργίζει» = ἀρχίζει νὰ σκοτεινιάζῃ.
|lstext='''ἀμολγός''': ὁ, Ὁμηρ. [[λέξις]], ἧς ἡ ἀκριβὴς [[ἐτυμολογία]] καὶ [[σημασία]] μένουσιν [[εἰσέτι]] ἐν ἀμφιβολίᾳ: ― ὁ Ὅμ. [[πάντοτε]] ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ συνδυασμῷ νυκτὸς ἀμολγῷ, ἵνα σημάνῃ ἢ τὰς τέσσαρας πρὸ τῆς ἕω ὥρας (τὸν χρόνον δηλ. τῶν ἐναργῶν ὀνείρων, Ὀδ. Δ. 841· κατὰ τὴν φθινοπωρινὴν ἐπιτολὴν τοῦ Σειρίου, Ἰλ. Χ. 28), ἢ τὰς τέσσαρας ὥρας μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Χ. 317: καὶ οὕτω [[καθόλου]], ἐν καιρῷ νυκτός, ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, Ἰλ. Λ. 173, Ο. 324, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 7, πρβλ. [[λυκόφως]]· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], ὡς ἐν Ὀρφ. Ὕμ. 33. 12, ἀμολγῷ [[ἄνευ]] τῆς λέξεως νυκτός: ― νυκτὸς ἀμολγὸν [[ὡσαύτως]] ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχ. Ἀποσπ. 66· καὶ ὁ Εὐρ. δέ, καθ’ ἃ λέγει ὁ Ἡσύχ., ἔχει μεταχειρισθῇ τὴν λέξ. ὡς ἐπίθ., νύκτα ἀμολγόν, «ζοφεράν, σκοτεινήν»: ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 6 ([[ἔνθα]] ἡ λέξ. [[ἵσταται]] μόνη, οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε, εἴ πού τίς ἐστιν αἵματος [[χαμαὶ]] πεσών, φαίνεται (εἰ ἡ γραφὴ γνησία) ὅτι σημαίνει κηλῖδα αἵματος, πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημ. 3.137, κἑξ. - (Ἡ φυσικὴ [[ὑπόθεσις]] ὅτι ἡ [[λέξις]] παράγεται ἐκ τοῦ [[ἀμέλγω]] καὶ ὅτι τὸ ἀμολγὸς σημαίνει τὸν χρόνον τῆς ἀμέλξεως δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ. Ὁ Βουττμ. παραβάλλων τὴν λέξιν πρὸς τὸ τοῦ Εὐσταθ. 1018. 21 ([[ὅστις]] λέγει ὅτι ἀμολγὸς [[εἶναι]] παλαιὰ [[λέξις]] Ἀχαϊκὴ ἀντὶ [[ἀκμή]]), ὑπολαμβάνει ὅτι ἡ [[φράσις]] νυκτὸς ἀμ. σημαίνει ἡ ἀκμὴ ἢ τὸ σκοτεινότατον [[μέρος]] τῆς νυκτός, ἂν καὶ οὐχὶ ἀναγκαίως τὸ μεσονύκτιον· πρβλ. [[ἀμολγαῖος]]· πρβλ. καὶ τὰ σημερινά: «μοῦργος» = [[μέλας]], «μοῦργι» = τὸ τῆς ἑσπέρας [[σκότος]] καὶ «μουργίζει» = ἀρχίζει νὰ σκοτεινιάζῃ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />temps où l'on trait (matin <i>ou</i> soir) ; [[ἐν]] νυκτὸς ἀμολγῷ IL, OD au plus profond de la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμέλγω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth