ἀμολγός
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
ὁ, Hom. always in the phrase νυκτὸς ἀμολγῷ, usually of dead of night, Il.11.173, 15.324, cf. h.Merc.7; also of evening twilight, Il.22.317 (when Venus is seen), and morning twilight, ib.28 (when Sirius rises in autumn); ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν A.Fr.69; ἀμολγός alone, Orph.H.34.12, f.l. in E.Fr.781.6:—as Adj., νύξ ib.104. (Derived by Eust. 1018.21 from ἀμολγός, Achaean for ἀκμή, but more prob. = milking-time.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
I subst.
1 (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῷ en plena noche, en la oscuridad de la noche, Il.11.173, 15.324, 22.28, 317, Od.4.841, h.Merc.7, h.Hom.18.7
•la oscuridad (de la noche) προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν A.Fr.103, δι' ἀμολγοῦ, νυκτὸς ἐν ἡσυχίαισιν Orph.H.34.12, cf. quizá ICr.2.19.7.10 (Falasarna, Creta IV a.C.)
•expl. de varias maneras por los comentaristas, τῷ μεσονυκτίῳ, ἤτοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, ἐν ᾗ ἀμέλγουσιν Hsch.s.u. ἀμολγῷ, ἢ τὸν τοῦ ἀμέλγειν καιρόν. διττὸς δὲ αὐτός, ἢ ἑῷος ἢ ἑσπέριος. καὶ ἄλλως δὲ, ἀμολγὸς νυκτὸς τὸ πυκνὸν ... Ἀχαιοὶ δὲ ... ἀμολγὸν τὴν ἀκμήν φασιν, ὡς εἶναι νυκτὸς ἀμολγὸν τὴν ἀκμὴν ἤτοι τὸ μέσον Eust.1018.22, cf. 1255.5, ἀμολγός· σημαίνει ... ἀωρίαν, σκότος EM 1114, cf. 1098.
2 ordeñador ἀ., ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα EM 129.8G.
•fig. chupón, explotador de políticos ἀμολγοί· οἱ ἀμέλγοντες τὰ κοινὰ καὶ διαφοροῦντες τὰ δημόσια Paus.Gr.α 90, cf. Hsch.s.u. ἀμολγοί, ἀμολγοὺς δὲ τοὺς ἐξαμέλγοντας καὶ ἁρπάζοντας EM 1114.
3 colodra σκεῦος ἐν ᾧ ἀμέλγουσι τὸ γάλα οἱ ποιμένες EM 1114
•tonel (?) σημαίνει ... καὶ ξύλινον οἰνοφόρον EM 1114.
4 φλογμός (quizá ref. al mediodía, cf. ἀμολγάζει) EM 1114.
II adj. -ός, -όν negro ἀμολγὸν νύκτα E.Fr.104, σημαίνει μέλαν EM 1114.
• Etimología: Tradicionalmente se ha rel. c. ἀμέλγω, pero recientemente se ha puesto en duda, prob. con razón.
German (Pape)
[Seite 127] ὁ (ἀμέλγω), eigentl. das Melken, die Melkzeit; man muß annehmen, daß in alter Zeit von einem strotzenden Euter gesagt wurde, es sei ἐν ἀμολγῷ, s. Buttmann Lexil. 2, 39; so erklärt es sich, daß man überhaupt ἀμολγός = ἀκμή gebrauchte, Culminationspunct, Scholl. u. Eustath. Iliad. 15, 324 p. 1018, 21; vgl. Athen. 3. 115 a Scholl. Hes. O. 590 Etym. m. s. v. μάζα; Hom. fünfmal, νυκτὸς ἀμολγῷ Versende Iliad. 11, 173. 15, 324. 22, 28. 317 Od. 4, 841, in der Tiefe der Nacht, in der Mitte der Nacht, ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ Iliad. 11, 173, μελαίνης νυκτὸς ἀμολγῷ 15, 324; – Hymn. Merc. 7 u. H. 17, 7 νυκτὸς ἀμολγῷ Versende; Aesch. Heliad. frg. Ath. XI, 469 e προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν; Eur. Phaeth. frg. Paris. 2, 6 οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε εἴ ποό τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών; Alcmen. frgm. bei Hesych. ἀμολγὸν νύκτα Εὐριπίδης Ἀλκμήνῃ ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν; Orph. H. 34, 12 ὕπερθέ τε καὶ δι' ἀμολγοῦ νυκτὸς ἐν ἡσυχίῃσιν.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
temps où l'on trait (matin ou soir) ; ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ IL, OD au plus profond de la nuit.
Étymologie: ἀμέλγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμολγός: (ᾰ) ὁ тьма, мрак (νυκτός Hom., Aesch., Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμολγός: ὁ, Ὁμηρ. λέξις, ἧς ἡ ἀκριβὴς ἐτυμολογία καὶ σημασία μένουσιν εἰσέτι ἐν ἀμφιβολίᾳ: ― ὁ Ὅμ. πάντοτε ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ συνδυασμῷ νυκτὸς ἀμολγῷ, ἵνα σημάνῃ ἢ τὰς τέσσαρας πρὸ τῆς ἕω ὥρας (τὸν χρόνον δηλ. τῶν ἐναργῶν ὀνείρων, Ὀδ. Δ. 841· κατὰ τὴν φθινοπωρινὴν ἐπιτολὴν τοῦ Σειρίου, Ἰλ. Χ. 28), ἢ τὰς τέσσαρας ὥρας μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, Ἰλ. Χ. 317: καὶ οὕτω καθόλου, ἐν καιρῷ νυκτός, ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, Ἰλ. Λ. 173, Ο. 324, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 7, πρβλ. λυκόφως· οὕτω καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα, ὡς ἐν Ὀρφ. Ὕμ. 33. 12, ἀμολγῷ ἄνευ τῆς λέξεως νυκτός: ― νυκτὸς ἀμολγὸν ὡσαύτως ἀπαντᾷ ἐν Αἰσχ. Ἀποσπ. 66· καὶ ὁ Εὐρ. δέ, καθ’ ἃ λέγει ὁ Ἡσύχ., ἔχει μεταχειρισθῇ τὴν λέξ. ὡς ἐπίθ., νύκτα ἀμολγόν, «ζοφεράν, σκοτεινήν»: ἀλλ’ ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 6 (ἔνθα ἡ λέξ. ἵσταται μόνη, οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε, εἴ πού τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών, φαίνεται (εἰ ἡ γραφὴ γνησία) ὅτι σημαίνει κηλῖδα αἵματος, πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημ. 3.137, κἑξ. - (Ἡ φυσικὴ ὑπόθεσις ὅτι ἡ λέξις παράγεται ἐκ τοῦ ἀμέλγω καὶ ὅτι τὸ ἀμολγὸς σημαίνει τὸν χρόνον τῆς ἀμέλξεως δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ. Ὁ Βουττμ. παραβάλλων τὴν λέξιν πρὸς τὸ τοῦ Εὐσταθ. 1018. 21 (ὅστις λέγει ὅτι ἀμολγὸς εἶναι παλαιὰ λέξις Ἀχαϊκὴ ἀντὶ ἀκμή), ὑπολαμβάνει ὅτι ἡ φράσις νυκτὸς ἀμ. σημαίνει ἡ ἀκμὴ ἢ τὸ σκοτεινότατον μέρος τῆς νυκτός, ἂν καὶ οὐχὶ ἀναγκαίως τὸ μεσονύκτιον· πρβλ. ἀμολγαῖος· πρβλ. καὶ τὰ σημερινά: «μοῦργος» = μέλας, «μοῦργι» = τὸ τῆς ἑσπέρας σκότος καὶ «μουργίζει» = ἀρχίζει νὰ σκοτεινιάζῃ.
English (Autenrieth)
doubtful word, always (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῷ, in the darkness of night, ‘at dead of night,’ as an indication of time.
Greek Monolingual
ἀμολγός, ο (Α)
νεοελλ.
νυχτερινό άρμεγμα (Παπαδιαμ. Γ 339)
αρχ.
1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «νυκτός ἀμολγῷ», στη μέση, στην καρδιά της νύχτας
λέγεται επίσης για το λυκαυγές, όταν φαίνεται η Αφροδίτη, ή για το λυκόφως, όταν ανατέλλει το φθινόπωρο ο Σείριος
2. (στον Ευριπίδη και ως επίθ.) «νὺξ ἀμολγός», ζοφερή, σκοτεινή νύχτα
3. κατά το Ετυμολογικόν Μέγα, και το σκεύος μέσα στο οποίο αρμέγουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. αβέβαιης σημασίας και ετυμολογίας. Απαντά σε Όμηρο, Αισχύλο, Ευριπίδη και στους Ορφικούς ύμνους. Η άποψη ότι δηλώνει αποκλειστικά την ώρα εκείνη της νύχτας κατά την οποία αρμέγουν τα ζώα (< ἀμέλγω «αρμέγω») δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Κατά τον Ησύχιο η λ. στη φράση του Ευριπίδη «νύκτα ἀμολγὸν» σημαίνει «νύκτα ζοφερή, σκοτεινή». Επίσης ο Ευστ. αναφέρει ότι η λ. είναι αχαϊκή σημαίνουσα την ακμή. Αυτό οδηγεί στην υπόθεση ότι η φράση «νυκτὸς ἀμολγὸν» (Αισχύλος) σημαίνει την ακμή ή το σκοτεινότατο μέρος της νύχτας. Στην αρχική έννοια της ακμής εν σχέσει προς το σκοτάδι οφείλεται και η σημασία του ομηρικού ἀμολγός «βαθύ, πυκνό νυχτερινό σκοτάδι». Επίσης η έννοια της ακμής από το ότι η λ. ἀμολγὸς συνδέεται με τη στιγμή του αρμέγματος, οπότε οι μαστοί του ζώου είναι γεμάτοι από γάλα, θα μπορούσε να οδηγήσει και στην έννοια της αφθονίας. Πιθανότερη πάντως θεωρείται η σημασία «βραδινό άρμεγμα» ή «άρμεγμα κατά την ώρα που πέφτει το σκοτάδι». Πρέπει να σημειωθεί ότι ο τ. ἀμολγὸς συνδέεται προς τα νεοελλ. μούργος, μουργός (ή μουργκός) «σκοτεινός, σκούρος», μούργι «σκοτάδι της νύχτας», μουργίζει (και μουργκίζει > μούργκισμα), μουργώνει και μουργιάζει (> μούργιασμα) «πέφτει το σκοτάδι». Κατά τον Κουρμούλη, η ερμηνεία τών νεοελλ. τύπων έχει άμεση σχέση με την παρατήρηση ότι στον Ησύχιο μεταξύ του Ομηρικού ἀμολγὸς και του νεοελλ. μουργός παρεμβάλλεται τ. μοργός και σημαίνει «μαύρος» συμπίπτοντας έτσι σημασιολογικά με το ἀμολγός. Μάλιστα ο τ. μοργός φαίνεται να είναι και ο αρχαιότερος, καθώς συνδέεται με το βορειογερμ. myrk-r. παλ. σαξων. mirki «σκοτεινός». Η Νεοελληνική διέσωσε τη λ. με όλες τις παραδεδομένες σημασίες της. Πρβλ. αλμεγός, αμουργός, αρμεγός, που σημαίνουν την ώρα του αρμέγματος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμολγάδες (βόες), ἀμολγάζει, ἀμολγαίη
αρχ.-μσν.
ἀμολγαῖος.
Greek Monotonic
ἀμολγός: ὁ, λέξη αμφίβ. σημασίας· Ο Όμηρ. πάντοτε έχει τη συνεκφορά νυκτὸς ἀμολγῷ, οι ώρες πριν το χάραμα της ημέρας ή οι ώρες μετά τη δύση του ηλίου, δηλ. γενικά η νύχτα, σε Ομήρ. Ιλ. [η υπόθεση ότι το ἀμολγός σήμαινε την ώρα του αρμέγματος (από το ἀμέλγω), δεν ταιριάζει με τη σημασία. Λέγεται ότι το ἀμολγός ήταν αρχ. λέξη αντί ἀκμή, ώστε το νυκτός ἀμ., σημαίνει το ακμαιότατο σημείο της νύχτας].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m., (adj.)
Meaning: darkness. Only (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῳ̃ (Il. Λ 173, Ο 324, Χ 28, 317, 4 841). As adj. (prob. a secondary, learned development), E. Fr. 104 ἀμολγὸν νύκτα Εὑριπίδης Ἀλκμήνῃ ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν. οἱ δε μέρος τῆς νυκτὸς καθ' ὅ ἀμέλγουσιν.
Other forms: ὀμολγῳ̃ ζόφῳ Η. (ms. ὁμολογῶ)
Derivatives: ἀμολγαῖος: μάζα ἀμολγαίη Hes. Op. 590 (s. below), ἀμολγαῖον μαστὸν ἀνασχόμενος AP 7, 657 (Leon.). ἀμολγάζει μεσημβρίζει H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The meaning was already lost in antiquity. If a verbal noun of ἀμέλγω, ἀμολγός is the milking (oxytonesis then secondary). The expression μάζα ἀμολγαίη in Hesiod is interpreted by Proklos and in EM s. μάζα as ἀκμαία: τὸ γὰρ ἀμολγὸν ἐπὶ τοῦ ἀκμαίου τίθεται. Thus also Eustathios on Ο 324: Ἀχαιοὶ δε κατὰ τοὺς γλωσσογράφους ἀμολγὸν την ἀκμήν φασι. But this meaning may have been derived from the text (Leumann Hom. Wörter 274). Nilsson Primitive Timereckoning 35f. took it as the time of milking at the beginning of the night. DELG thinks this interpretation more probable than that as fullness. Extensive lit. in DELG and Frisk III, e.g. Kretschmer Glotta 22, 262f.; 11, 108; 13, 166f.; Wahrmann Glotta 13, 98ff.; Leumann Hom. Wörter 164; Bolling AJPh. 78, 1958, 165-172; Szemerényi, Gnomon 43, 1971, 654. In my view (ε.) ν. α. simply means in the darkness of the night, in Λ and Ο of beasts of prey attacking in (the protection of) the darkness of the night, in Χ of stars being visible in the darkness. The latter excludes an indication of time, and shows that it must be a clear night, so that a connection with milk(ing) is excluded. It may be confirmed by the glosses ζόφῳ and ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν. - If ὁμολογω point to *ὀμολγός, and if the ὀ- is not simply due to assimilation, the alternation ἀ/ὀ- would point to a substr. word.
Middle Liddell
a word of uncertain sense:—Hom. always joins νυκτὸς ἀμολγῶι, in the hours before daybreak, or the hours after sunset, i. e. generally, at night-time, Il. (The supposition that ἀμολγός meant milking-time (from ἀμέλγω) will not suit the sense. It is said that ἀμολγός was an old word for ἀκμή, so that νυκτὸς ἀμ. means the dead of night.)
Frisk Etymology German
ἀμολγός: bei Homer nur im Ausdruck (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῳ̃.
{amolgós}
Forms: Außerdem A. Fr. 69, 6 ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν und, als Adj., E. Fr. 104 ἀμολγὸν νύκτα (H.), vgl. unten. Orph. H. 34, 12 δι’ ἀμολγοῦ