ἀπειθέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] ungehorsam sein, nicht Folge leisten, Aesch. Ag. 1019; Eur. Or. 31; in Prosa oft, τινί, im Ggstz von πείθομαι Plat. Phaedr. 271 b u. sonst; ταῖς ἐνεχυρασίαις Legg. XII, 949 d; bes. von Soldaten. – Sp. nicht glauben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] ungehorsam sein, nicht Folge leisten, Aesch. Ag. 1019; Eur. Or. 31; in Prosa oft, τινί, im Ggstz von πείθομαι Plat. Phaedr. 271 b u. sonst; ταῖς ἐνεχυρασίαις Legg. XII, 949 d; bes. von Soldaten. – Sp. nicht glauben.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπείθουν]];<br />désobéir : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπειθής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπειθέω''': μέλλ. -ήσω, Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ Ἐπικ. [[ἀπιθέω]] (ἂν καὶ οἱ Τραγ. ποιητ. προτιμῶσι τὸ [[ἀπιστέω]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημ., ἴδε [[ἀπιστέω]] ΙΙ.), εἶμαι [[ἀπειθής]], ἀρνοῦμαι ὑπακοήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1049· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πείθομαι, Πλάτ. Φαῖδρ. 271Β· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ., [[παρακούω]], οὐκ ἀπειθήσας Θεῷ Εὐρ. Ὀρ. 31· ἀπ. ἅμα νόμῳ καὶ τῷ θεῷ Πλάτ. Νόμ. 741D, κτλ. τὰ μεγάλα ἀπ. τινι εἰς μεγάλα πράγματα, ὁ αὐτ. Πολ. 538Β· ἀπ. ταῖς ἐνεχυρασίαις μὴ ἐμμένειν αὐταῖς, ὁ αὐτ. Νόμ. 949D. ΙΙ. ἀπιστῶ, δὲν [[πιστεύω]], Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''ἀπειθέω''': μέλλ. -ήσω, Ἀττ. [[τύπος]] τοῦ Ἐπικ. [[ἀπιθέω]] (ἂν καὶ οἱ Τραγ. ποιητ. προτιμῶσι τὸ [[ἀπιστέω]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημ., ἴδε [[ἀπιστέω]] ΙΙ.), εἶμαι [[ἀπειθής]], ἀρνοῦμαι ὑπακοήν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1049· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ πείθομαι, Πλάτ. Φαῖδρ. 271Β· [[συχνάκις]] μετὰ δοτ., [[παρακούω]], οὐκ ἀπειθήσας Θεῷ Εὐρ. Ὀρ. 31· ἀπ. ἅμα νόμῳ καὶ τῷ θεῷ Πλάτ. Νόμ. 741D, κτλ. τὰ μεγάλα ἀπ. τινι εἰς μεγάλα πράγματα, ὁ αὐτ. Πολ. 538Β· ἀπ. ταῖς ἐνεχυρασίαις μὴ ἐμμένειν αὐταῖς, ὁ αὐτ. Νόμ. 949D. ΙΙ. ἀπιστῶ, δὲν [[πιστεύω]], Γρηγ. Ναζ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ἠπείθουν]];<br />désobéir : τινι à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπειθής]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR